Να μειώσουν την τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος για τον κτηνοτρόφο επιχειρούν μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες στο όνομα των περιορισμένων πωλήσεων στην εγχώρια αγορά.
Αν και οι εξαγωγές στην φέτα είναι αυτές που δίνουν τον τόνο και δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό τις υψηλότερες τιμές, οι βιομήχανοι επικαλούνται μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης για να υποστηρίξουν τις πιέσεις που ασκούν στους κτηνοτρόφους.
Από τις αρχές του χρόνου χαμηλότερες τιμές έχουν δει οι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από το λιανεμπόριο για τις τιμές στο νωπό αγελαδινό γάλα.
Πάντως, μέχρι στιγμής οι όποιες προσπάθειες για μείωση της τιμής του πρόβειου γάλακτος, το οποίο αγγίζει σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και το 1,70 ευρώ/κιλό, περιορίζονται σε μικρές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, ενώ οι μεγαλύτερες στάθηκαν ισχυρά απέναντι στις όποιες επιδιώξεις.
Αύξηση των εξαγωγών φέτας
Την στιγμή μάλιστα, που οι γαλακτοβιομηχανίες για την μείωση της τιμής παραγωγού επικαλούνται τις μειωμένες πωλήσεις στην ελληνική αγορά, ταυτόχρονα παρουσιάζεται αύξηση της αξίας των εξαγωγών ακόμα, που φτάνουν σχεδόν σε διπλασιασμό των ποσών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοινώθηκαν στη συνέλευση της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Φέτας, οι εξαγωγές φέτας το 2022 έφτασαν τα 605 εκατομμύρια ευρώ έναντι 388 εκατομμυρίων το 2019.
Όπως είναι γνωστό, το 65% της παραγωγής φέτας εξάγεται και για την εσωτερική αγορά δεν απομένει παρά μόνο το 35%.
Αυξημένη η ζήτηση γάλακτος
Ο διπλασιασμός των εξαγωγών της φέτας, οι μειωμένες ποσότητες γάλακτος, που αλλά και η διατήρηση του υψηλού κόστους παραγωγής και των ζωοτροφών, δεν μπορεί να δικαιολογήσει καμία μείωση αυτή την περίοδο, σχολιάζουν κτηνοτρόφοι.
«Στη Θεσσαλία δεν έχει αναφερθεί μείωση τιμών. Άλλωστε οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι κυρίως συνεταιρισμοί αλλά και μεμονωμένα έχουμε κάνει συμφωνητικά με τις γαλακτοβιομηχανίες, τα οποία ισχύουν από γαλακτοκομική σεζόν (ξεκινά μέσα Σεπτεμβρίου έως αρχές Οκτωβρίου) σε σεζόν», επισημαίνει στον ΟΤ ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κτηνοτρόφων Θεσσαλίας κ. Γιάννης Γκουρομπίνος.
«Αυτή την στιγμή δεν δικαιολογείται μία μείωση της τιμής του παραγωγού. Και αυτό γιατί το γάλα είναι μειωμένο φέτος κατά 25% συγκριτικά με πέρσι, η ζήτηση είναι αυξημένη, και η φέτα επίσης έχει ζήτηση.
Πάντως, στις προσπάθειες των γαλακτοβιομηχανιών να μειώσουν την τιμή γάλακτος στον κτηνοτρόφο επανήρθε και ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) προειδοποιώντας πως η μείωση τιμών στο γάλα σημαίνει και εγκατάλειψη του επαγγέλματος της κτηνοτροφίας, της υπαίθρου καθώς και τεράστια ζημία στο ΑΕΠ της χώρας μας.
Υπενθυμίζεται, ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα, λιγότεροι ήταν οι κτηνοτρόφοι που παρέδωσαν πρόβειο γάλα την ίδια χρονική περίοδο. Ειδικότερα, παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 2023 73.332.589 κιλά πρόβειου γάλακτος από 24.051 παραγωγούς, ενώ το 2022 οι παραγωγοί ήταν 24.983, οι οποίοι παρέδωσαν 72.352.856 κιλά γάλα.
«Ριγμένο» το αγελαδινό γάλα
Σε κρίσιμη κατάσταση βρίσκεται η ελληνική αγελαδοτροφία, η οποία συρρικνώνεται επικίνδυνα σε αριθμό μονάδων, σε όγκο παραγωγής, σε αριθμό ζώων. Παράλληλα, ο αριθμός των αγελαδοτρόφων της χώρα μας μειώνεται δραματικά κάθε χρόνο.
Στα 56 λεπτά υποχώρησε στην Ελλάδα, η τιμή αγελαδινού γάλακτος σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητήριου τιμών. Η τιμή τον Δεκέμβριο του 2022 ήταν στα 57,3 ευρώ/κιλό. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το α’ τρίμηνο του 2023 η μέση τιμή μειώθηκε κατά πάνω από 6 λεπτά, φθάνοντας στα 51,76 λεπτά.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα για τον Ιανουάριο του 2023, παραδόθηκαν μειωμένες ποσότητες αγελαδινού γάλακτος συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Ειδικότερα, τον πρώτο μήνα του 2023 έγιναν παραδόσεις 55.350.568 κιλών αγελαδινού γάλακτος από 1.810 κτηνοτρόφους, ενώ το 2022 οι ποσότητες ήταν 56.185.034 κιλά από 2.030 παραγωγούς.
Υπενθυμίζεται, ότι σημαντικές μειώσεις στις παραδόσεις αγελαδινού γάλακτος είχαν καταγραφεί και το 2022 συγκριτικά με το 2021. Σύμφωνα με προηγούμενα στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα, το πρώτο 10μηνο του 2021 ήταν στους 562.643 τόνους, ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022 ήταν 538.427 τόνοι.
Αντίστοιχα, μειωμένος ήταν και ο αριθμός των αγελαδοτρόφων. Το 2021 τις παραπάνω ποσότητες παρέδωσαν 2.355 κτηνοτρόφοι, ενώ το 2022 ο αντίστοιχος αριθμός έφτασε τους 2.190.