Στο βασίλειο της τοπικής μας κοινωνίας, εκεί όπου ο δημόσιος διάλογος πασχίζει να επιβιώσει ανάμεσα σε αναρτήσεις, καρδούλες και χρυσές τοξοβολίες του Facebook, αναδύθηκε ένας νέος ηγέτης. Όχι, όχι πολιτικός. Όχι θεσμικός. Κάτι πολύ πιο ισχυρό: Ο Άνθρωπος που Μετράει Likes.
Υπάρχει κάτι βαθιά συγκινητικό —σχεδόν ποιητικό— στη σχέση ορισμένων τοπικών παραγόντων με τα likes.
Όπως άλλοι μετράνε σφυγμούς, άλλοι θερμοκρασία, άλλοι βήματα στο κινητό, έτσι αυτοί μετρούν καρδούλες.
Μόνο που εκεί που για τον μέσο άνθρωπο το like είναι ένα νεύμα, μια ένδειξη συμπάθειας, για κάποιους έχει γίνει επίδειξη ισχύος, σχεδόν κρατικό αξίωμα.
Και κάπου εδώ, πρόσφατα, ακούσαμε —με τα αυτιά μας, όχι με… φίλτρα— πρόεδρο δημοτικής επιχείρησης να δηλώνει με υπερηφάνεια σε ραδιόφωνο ότι «η δύναμη των likes είναι μαζί του».
Προφανώς η Ιστορία θα τον κατατάξει δίπλα στους μεγάλους στρατηλάτες, τους ηγέτες των εθνών και τους influencers του TikTok που κατέκτησαν αυτοκρατορίες με ένα swipe up.
Αυτός ο νέος «ψηφιακός αυτοκράτορας» μπορεί να μην έχει επιχειρήματα —αλλά έχει likes.
Μπορεί να μην απαντά στην κριτική —αλλά έχει likes.
Μπορεί να μην παρουσιάζει έργο —αλλά, μαντέψτε, έχει likes.
Και, το πιο σημαντικό: οι επικριτές του δεν έχουν τόσα likes. Επομένως, συλλογιστείτε, το πρόβλημα δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά… ο αλγόριθμος. Τι πιο λογικό;
Εδώ δεν μιλάμε απλώς για μια κουλτούρα ψηφιακής ματαιοδοξίας.
Μιλάμε για το φαινόμενο των «επώνυμων πλείβιων» —αυτών που αντί να υπηρετούν τον ρόλο τους, υπηρετούν το timeline τους. Που αντί να ενημερώνουν πολίτες, ενημερώνουν στατιστικά Instagram. Που αντί να απαντούν σε ερωτήματα, μετρούν αριθμούς. Που αντί να χτίζουν εμπιστοσύνη, χτίζουν… engagement.
Και το κάνουν με την αξιοπρέπεια εκείνου που κοιτάζει το κοινό του και ψιθυρίζει: «Με αγαπούν. Κοιτάξτε πόσα likes πήρα.»
Όχι επειδή είναι πειστικός· όχι επειδή έχει δουλειά να δείξει· αλλά επειδή οι πέντε ίδιοι φίλοι του πατάνε κάθε μέρα το «μπράβο» από συνήθεια.
Η ειρωνεία; Τα likes δεν είναι απόδειξη αλήθειας.
Είναι απλώς απόδειξη ότι κάποιοι έχουν πολύ χρόνο, πολύ ίντερνετ ή πολύ φόβο μην χάσουν την εύνοια της εξουσίας.
Και γι’ αυτό βλέπεις τους «επώνυμους πλείβιους» της περιοχής να μπαίνουν στην ουρά: ένα like για καλημέρα, ένα like για καληνύχτα, δύο likes για κάθε ανάρτηση που περιέχει τη λέξη «έργο», και ένα διακριτικό χαμόγελο emoji κάθε φορά που ανεβαίνει φωτογραφία με κορδέλες και ευχές.
Η τραγική κωμωδία φτάνει στο αποκορύφωμα όταν το like γίνεται επιχείρημα. Όταν η ψηφιακή απήχηση παρουσιάζεται ως τεκμήριο ορθότητας. Όταν η αριθμητική αντικαθιστά τη λογική. Όταν ο δημόσιος διάλογος αντικαθίσταται από ένα leaderboard όπου νικά όποιος πατήσει περισσότερα refresh.
Και μέσα σε όλα αυτά, το πραγματικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Αν αύριο κοπεί το Wi-Fi, ποιος θα μείνει;
Ο πολιτικός ή το προφίλ του; Ο ρόλος ή το like;
Η ουσία ή η ψευδαίσθηση της δημοφιλίας;
Διότι η δύναμη δεν βρίσκεται στα likes.
Βρίσκεται στο έργο, στην αλήθεια, στην ευθύνη, στην ικανότητα.
Και αυτά —σε αντίθεση με τις καρδούλες— δεν αγοράζονται, δεν χαρίζονται, δεν χαϊδεύονται.
Κερδίζονται.
*Το διαδίκτυο θα μπορούσε να είναι πεδίο ουσιαστικού διαλόγου. Αντί γι’ αυτό, σε πολλές περιπτώσεις έχει μετατραπεί σε σκηνή που φιλοξενεί μικρούς τυράννους, φωνακλάδες ανώνυμους και «ευγενείς» γλείφτες της ψηφιακής εποχής. Και το χειρότερο: όλα αυτά συμβαίνουν δημοσίως, με τη συμμετοχή όλων μας, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.









