Η Άροσις είναι η πρώτη ελληνική εταιρεία που έλαβε το πιστοποιητικό της Αναγεννητικής Γεωργίας. Πρόκειται για μία ολιστική μέθοδο καλλιέργειας που στοχεύει να αντιστρέψει την εξάντληση των φυσικών πόρων και να βελτιώσει τη ζωή των Ελλήνων καλλιεργητών.
Με ένταση της βιώσιμης γεωργίας απαντά στην κλιματική αλλαγή η ελληνική εταιρεία Άροσις δημιουργώντας πρότυπα αγροκτήματα καλλιέργειας οσπρίων καταρχήν σε Καστοριά και Γρεβενά.
Έχοντας εμπειρία κοντά 70 χρόνων και δυνατούς δεσμούς με περισσότερους από 120 παραγωγούς οσπρίων, η Άροσις παράγει σήμερα μια ευρεία γκάμα βιολογικών ελληνικών οσπρίων. Το μικρό παντοπωλείο του 1956 που δημιούργησε ο Θωμάς Στογιαννίδης έφερε στην κεντρική λαχαναγορά της Αθήνας -αρχικά χύμα και μετά συσκευασμένατα όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας. Σήμερα, τα φασόλια πλακέ από τις Πρέσπες, οι φακές από τα Φάρσαλα, τα ρεβίθια από τα Γρεβενά, το ρύζι από τις Σέρρες και πλήθος άλλων προϊόντων Ελλήνων παραγωγών φθάνουν στο τραπέζι μας.
Τα επόμενα βήματα έχουν ήδη δρομολογηθεί. Η Άροσις, σε συνεργασία με το επενδυτικό κεφάλαιο SMERemediumCap (SMERC), ακολουθεί τους καταναλωτές που στρέφονται σε μια πιο υγιεινή διατροφή και προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αναζητά νέους τρόπους καλλιέργειας, όπως η αναγεννητική και η βιοδυναμική, με στόχο «να επιβιώσει η καλλιέργεια». Με τη φράση αυτή, ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, κ. Τρύφωνας Φωτιάδης, μας κάνει γνωστά τα επενδυτικά σχέδια τους. Ήδη, είναι σε εξέλιξη η δημιουργία «πρότυπων αγροκτημάτων», αρχικά σε Καστοριά και Γρεβενά. Χωράφια, τα οποία έχει ενοικιάσει η εταιρεία και ανέλαβαν να καλλιεργήσουν οι παραγωγοί της, βασιζόμενοι στη βιώσιμη γεωργία, με στόχο τη μείωση του κόστους της πρώτης ύλης. Αγροκτήματα, στα οποία θα εφαρμοστεί η ίδια μέθοδος καλλιέργειας βασισμένη στις οδηγίες των γεωπόνων της Άροσις. «Έχουμε θορυβηθεί πολύ με την κλιματική αλλαγή, κυρίως την τελευταία διετία. Εξυπακούεται ότι πρέπει να διασφαλίσουμε τις καλλιέργειες και τα προϊόντα μας. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περάσουμε στη νέα εποχή υιοθετώντας τα μέσα επιβίωσης των καλλιεργειών», επισημαίνει ο κ. Φωτιάδης και προσθέτει: «Μπορεί να είναι δύσκολο για μια εταιρεία με 100% ελληνικά προϊόντα να συνεχίσει να τα παράγει διασφαλίζοντας την καλύτερη ποιότητα και την καλύτερη τιμή, αλλά οι καλλιεργητές με τους οποίους συνεργαζόμαστε έχουν τη δύναμη να το πράξουν. Στόχος μας είναι να έχουμε μια εταιρεία μπουτίκ, που θα συνεχίσει να διατηρεί καλές σχέσεις με τους παραγωγούς και τους καταναλωτές».
Η Άροσις είναι η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που έλαβε το πιστοποιητικό της Αναγεννητικής Γεωργίας (Regenerative Farming). Πρόκειται για μία ολιστική μέθοδο καλλιέργειας (κατ’ επέκταση της Βιολογικής Γεωργίας) που στοχεύει να αντιστρέψει την εξάντληση των φυσικών πόρων και να βελτιώσει τη ζωή των Ελλήνων καλλιεργητών. Παράλληλα, εφαρμόζει το πρόγραμμα Συμβολαιακής Γεωργίας της Τράπεζας Πειραιώς, καθώς και τα συστήματα Γεωργίας Ακριβείας της Neuropublic.
Η εταιρεία παρουσίασε σημαντική αύξηση τζίρου 16,29% το 2022 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η αύξηση τζίρου ανήλθε στο 31,41% έναντι του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2022. Εξέλιξη, η οποία αποδίδεται στην αύξηση παραγγελιών, στα νέα προϊόντα και στη διεύρυνση του δικτύου συνεργαζόμενων καταστημάτων. Και σε αυτό συνέβαλε η λειτουργία της δεύτερης μονάδας συσκευασίας, στο πλαίσιο του επενδυτικού προγράμματος Leader, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2023.
Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη το ερευνητικό πρόγραμμα τόνωσης της εξωστρέφειας, που στοχεύει στη δημιουργία αξίας για το ελληνικό όσπριο στις αγορές του εξωτερικού. Σήμερα, τα προϊόντα της εξάγονται σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ. Η Άροσις σε συνεργασία με Πανεπιστημιακά και εθνικά εργαστήρια (ΑΠΘ, Θεσσαλίας, ΔΠΘ, ΕΚΠΑ, ΕΛΓΟ ΙΚΦΛΒ, ΕΚΕΤΑ) και δύο σποροπαραγωγικές εταιρείες μελετούν τις μεθόδους προστασίας του περιβάλλοντος, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη μείωση του κόστους παραγωγής στο χωράφι και στην επιχείρηση, την αξιοποίηση των υποπροϊόντων, την αύξηση του εισοδήματος των καλλιεργητών, την αντιμετώπιση της γήρανσης και της μείωσης του αγροτικού πληθυσμού, τα νέα καινοτόμα προϊόντα και τις ενέργειες προώθησης προβολής και ενημέρωσης των καταναλωτών.