Το λέμε ελληνιστί εικονογραφημένο ή γραφιστικό μυθιστόρημα αλλά η διεθνής του ονομασία είναι graphic novel. Ανθίζει ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα κι ένας από τους πιο συζητημένους εκπροσώπους του είναι ο Solup (κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος), πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς. Έχοντας στο ενεργητικό του πολλά άλμπουμ με γελοιογραφίες και κόμικς, συν μια σχετική θεωρητική μελέτη (το διδακτορικό του), ο Soloup έγινε πολύ γνωστός με το πρώτο του graphic novel, που ήταν το «Αϊβαλί» (2014), ένα αφήγημα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης με παραπομπές, μεταξύ άλλων, στον Φώτη Κόντογλου και τον Ηλία Βενέζη.
Το δεύτερο γραφιστικό μυθιστόρημα του Soloup τιτλοφορείται «Ο συλλέκτης» (2018) και προκάλεσε μια έκθεση με τα εικαστικά υλικά του στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Το θέμα αυτή τη φορά θα είναι εντελώς διαφορετικό μια και ο δημιουργός θα καταπιαστεί με ζητήματα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, οικογενειακού δικαίου. Ας κρατήσουμε το ότι οικογενειακό δίκαιο εν προκειμένω σημαίνει μια κατάφωρη αδικία: την αδυναμία του πατέρα να αποκτήσει μια ισορροπία με το παιδί του όταν έχει χωρίσει από τη μητέρα του και η επιμέλεια ανήκει στη ίδια.
«Η μάχη της πλατείας» (2021), το τρίτο εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Soloup, είναι για την Επανάσταση του 1821 με κέντρο το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη και πεδίο αναφοράς όλα τα σημαντικά γεγονότα (στρατιωτικά και πολιτικά) του Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Το έργο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Οι εικόνες του κόμικ του Soloup κινούνται συνεχώς εδώ ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.
Μετά από μια πορεία σαν και την προηγούμενη, ο Soloup επανέρχεται στην τέχνη του με ένα πολυσέλιδο graphic novel που τιτλοφορείται «Ζορμπάς. Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» και μόλις κυκλοφόρησε από τη Διόπτρα στο πλαίσιο της συστηματικής επανέκδοσης του καζαντζακικού έργου, όπως και του πρώτου, άγνωστου μέχρι προ τίνος καζαντζακικού μυθιστορήματος «Ο ανήφορος». Πώς δουλεύει ένας κομίστας με ένα ολόκληρο μυθιστόρημα και όχι με αποσπάσματα ή εκτεταμένες παραπομπές, όπως στο «Αϊβαλί»; Πώς θα μετατραπεί ο μυθιστορηματικός λόγος σε γλώσσα των εικόνων, πολλώ δε μάλλον αν ο κομίστας έχει να αναμετρηθεί και με την εμβληματική κινηματογραφική μεταφορά του Μιχάλη Κακογιάννη; Είναι φανερό πως ο Soloup έχει εργαστεί πολύ και με κόπο. Ως προς την κινηματογραφική μεταφορά, οι δικές του εικόνες επιδιώκουν να επανέλθουν εγγύτερα στο πρωτότυπο κείμενο του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946), αναδιατάσσοντας παρόλα αυτά με ριζικό τρόπο τη διαδοχή και τη λογική των επιμέρους ιστοριών του που θα προκύψουν ως αυτόνομα επεισόδια της συνεχούς και ενιαίας αφήγησης του κόμικ (ας θυμηθούμε πως ξέχωρες ιστορίες ο Καζαντζάκης ξετυλίγει σε όλη τη μυθιστοριογραφική του παραγωγή).
Ποιος είναι σκοπός αυτής της επιλογής; Μα, να αποσπαστεί ο Ζορμπάς από το πρότυπο ενός τοπικού και κατά τεκμήριον αφελούς και απλοϊκού γλεντζέ, το οποίο κυριάρχησε διεθνώς μέσω της ταινίας, και να επανέλθει στο πνεύμα του Καζαντζάκη και στα κεφαλαιώδη μοτίβα-αναρωτήσεις που έχουν εγγραφεί στην ταυτότητά του: ποια είναι η σχέση του έρωτα με τον θάνατο, τι απαιτεί ο Θεός από τους ανθρώπους και από τον εαυτό του, πού συναντιέται η σάρκα με το πνεύμα, πώς αντιμετωπίζουν οι αρσενικοί τις θηλυκές, τι σημαίνει ανδρική τόλμη και παρρησία, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινοβιακή ζωή ικανή να θρέψει τις αυθεντικότερες ανάγκες της ύπαρξης, πώς να απαντήσουμε στον τρόμο του θανάτου δίχως να παραβλέψουμε την ακατανίκητη παρόρμηση της ελευθερίας;
Ο Soloup δεν θα περιοριστεί σε εικόνες που ανασταίνουν την καζαντζακική έκφραση: εστιάζοντας την προσοχή του σε απαρατήρητες λεπτομέρειες του «Βίος κα πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα εντάξει στο σκηνικό του τοπίο τις γλυπτικές μορφές του Ροντέν, θα αναδείξει τις σκιτσογραφικές επιδόσεις του Ζορμπά, θα μετασχηματίσει σε υπότιτλο του μυθιστορήματός του μια ανύποπτη ρήση του προλόγου του Καζαντζάκη («Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη») ενώ παράλληλα θα επιμείνει στις κλασικές αναγνώσεις του τελευταίου (Νίτσε και Μπερξόν), χωρίς να παραλείψει επιστολές του, την αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961) και άλλες παρόμοιες πηγές. Η ενδελεχής έρευνα των κειμενικών διαθεσίμων που σχετίζονται με πρόσωπα και εποχές του ιστορικού χρόνου του κόμικ τροφοδοτεί για άλλη μια φορά την εικονογράφηση του Soloup χωρίς να της επιτρέψει ποτέ να φιλολογήσει ή να φλυαρήσει. Όσο για τον ίδιο τον εικονογραφικό του λόγο, ο Soloup θα μοιράσει τα επεισόδια του μυθιστορήματός του σε ποικίλα χρώματα (ανάλογα με τα αισθήματα και τις καταστάσεις που περιγράφονται). Το γκρι, το πράσινο, το μαύρο και το λευκό των προηγούμενων μυθιστορημάτων του θα δώσουν τώρα τη θέση του στο μπλε, στο κόκκινο και στο κίτρινο (με τα μπλε να τείνει να επικρατήσει).
Τα χρώματα υποβοηθούνται από φωτογραφικά και άλλα ετερογενή εικαστικά υλικά. Και όλα αυτά επιστρατεύονται και συντονίζονται πυρετικά όποτε χρειάζεται να υποστηρίξουν όσα φαντάζονται, επιθυμούν ή συλλογιούνται οι ήρωες (από τον Ζορμπά και τον στενό του φίλο και σύντροφο, που δεν είναι άλλος από το συγγραφικό προσωπείο του Καζαντζάκη, μέχρι την αγία Γαλλίδα πόρνη Μαντάμ Ορτάνς και τους κατοίκους και τους μοναχούς της Κρήτης, ή και τον Soloup, που αιφνιδίως θα εμφανιστεί αυτοπροσώπως στη δράση).
Εκείνο που πρωτίστως αποδεικνύει ο Soloup με τη δουλειά του είναι η αυτονομία και οι εγγενείς δυνατότητες του graphic novel, που δεν χρειάζεται όταν συνομιλεί με τη λογοτεχνία να καταλήξει με τη σειρά του σε κάποιο είδος λογοτεχνίας: αρκεί οργανώσει τη χρωματική του σύνθεση και τη σκηνογραφική γραμμή του με έναν τρόπο που θα μας παροτρύνει να επιστρέψουμε στη λογοτεχνία μέσα από τη δύναμη, τη φαντασία και την ελευθερία του σκίτσου – του σκίτσου όταν χτίζει ένα αυτοδύναμο, απολύτως πλέον ξεχωριστό σύμπαν.
Β. Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ