Ο κόσμος στον οποίον ζει ο καθένας εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την αντίληψη που έχει περί αυτού, καθορίζεται, άρα, βάσει των διαφορών στα μυαλά των ανθρώπων: ανάλογα μ’ αυτές τις διαφορές αποβαίνει ο κόσμος φτωχός, άνοστος και ρηχός ή πλούσιος, ενδιαφέρων και πλήρης νοημάτων. Ενώ π.χ. κάποιος ζηλεύει έναν άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στην ζωή του, θα έπρεπε να τον ζηλεύει μάλλον για το αντιληπτικό του χάρισμα, το οποίο και προσέδωσε σ’ εκείνα τα συμβάντα την σημασιολογική διάσταση που έχουν στην περιγραφή του· διότι το ίδιο συμβάν που στον ευφυή παρουσιάζεται τόσο ενδιαφέρον, στην αντίληψη ενός ρηχού και καθημερινού ανθρώπου, δεν θα ήταν παρά ένα πληκτικό επεισόδιο της καθημερινότητας. Ομοίως, ο μελαγχολικός τύπος βλέπει μία σκηνή τραγωδίας εκεί όπου ο αιματικός δεν διακρίνει παρά μία ενδιαφέρουσα σύγκρουση, ο δε φλεγματικός κάτι το ασήμαντο.
Όλα αυτά οφείλονται στο ότι κάθε πραγματικότητα, κάθε δηλ. πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ημίσεα, το υποκείμενο και το αντικείμενο, συνδεδεμένα τόσο στενά μεταξύ τους όσο το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Συνεπώς, με απολύτως ταυτόσημο αντικειμενικό, όμως διαφορετικό υποκειμενικό ήμισυ, η παρούσα πραγματικότητα είναι -ακριβώς όπως και στην αντίστροφη περίπτωση- εντελώς διαφορετική: το κάλλιστο και βέλτιστο αντικειμενικό ήμισυ, σε συνδυασμό μ’ ένα άτονο και φαύλο υποκειμενικό, δεν σχηματίζει παρά μία άσχημη πραγματικότητα κι ένα άσχημα παρόν.
Κάθε μεγαλοπρέπεια και κάθε απόλαυση, αντανακλώμενη στην αμβλεία και νωθρή συνείδηση ενός ηλίθιου, φαντάζουν πάμφτωχες μπροστά στην συνείδηση του Cervantes όταν συνέγραφε τον Δον Κιχώτη μέσα σ’ ένα άβολο δεσμωτήριο.
Το αντικειμενικό ήμισυ του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στις βουλές της τύχης και είναι, επομένως, μεταβλητό. Το υποκειμενικό ήμισυ είμαστε εμείς οι ίδιοι, και για τον λόγο αυτό τούτο είναι ουσιαστικά αμετάβλητο. Κατά συνέπεια, ο βίος κάθε ανθρώπου έχει διά παντός, παρά τις έξωθεν αλλαγές, τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιασθεί με μία σειρά παραλλαγών πάνω σ’ ένα μουσικό θέμα. Από τούτα, γίνεται σαφές πόσο πολύ εξαρτάται η ευτυχία μας από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ, αντίθετα, αυτό που συνήθως υπολογίζει κανείς είναι μόνον η μοίρα μας, το τι έχουμε ή το τι θεωρούμαστε κοινωνικά. Όμως, η μοίρα μπορεί να βελτιωθεί· επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, τότε, ασφαλώς, δεν απαιτεί κανείς πολλά απ’ αυτήν. Αντίθετα, ένας ηλίθιος είναι πάντοτε ένας ηλίθιος, ένα ξύλο απελέκητο παραμένει ξύλο απελέκητο μέχρι το τέλος της ζωής του, και ας βρίσκεται στον παράδεισο ανάμεσα στα ουρί.
Και ανεφώνησε ο Σωκράτης, βλέποντας τα εκτιθέμενα προς πώληση είδη πολυτελείας: «μα πόσα πολλά πράγματα υπάρχουν που δεν χρειάζομαι!».
ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ARTHUR SCHOPENHAUER
Εκδόσεις ΡΟΕΣ / ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ