Όταν τον Μάρτιο του 2020 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε «πανδημία» τη νόσο Covid-19, φούντωσαν οι φόβοι για προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και ελλείψεων σε βασικά είδη διατροφής. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις μαζικές αγορές των καταναλωτών σε ορισμένες χώρες και τις εικόνες από άδεια ράφια των σούπερ-μάρκετ.
Πολλοί άρχισαν τότε να προβλέπουν απότομη αύξηση στις διεθνείς τιμές τροφίμων, μην αποκλείοντας μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση, παρόμοια με την κρίση του 2007-08. Οι υψηλότερες τιμές σε ορισμένα βασικά είδη είναι ήδη αισθητές, με το καλάθι της νοικοκυράς να «αδειάζει», καθώς έχουν ακριβύνει τρόφιμα όπως το ψωμί, ρύζι, αλεύρι και ο καφές.
Το 2008, η μειωμένη παραγωγή εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων, σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου και την παγκόσμια ύφεση είχαν οδηγήσει σε επίπεδα-ρεκόρ τις διεθνείς τιμές των τροφίμων, με αποτέλεσμα τις κοινωνικές αναταραχές σε χώρες που εξαρτώνταν από τις εισαγωγές ειδών διατροφής.
Οι διεθνείς τιμές τροφίμων έχουν πάρει την ανιούσα στη διάρκεια των 12 τελευταίων μηνών. Μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων(FAO) έκανε άλμα 5%, με τις τιμές να είναι σχεδόν 40% υψηλότερες σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περσινά επίπεδα, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη άνοδο της τελευταίας δεκαετίας.
Ποια είναι τα αίτια που ωθούν προς τα πάνω τις τιμές και πώς επηρεάζονται οι πιο ευάλωτες χώρες; To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε πρόσφατη ανάλυσή του επικαλείται τρεις βασικούς παράγοντες πίσω από τη «φωτιά» στις τιμές, την ώρα που αναλυτές του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών(CSIS) υποστηρίζουν πως η κατάσταση σήμερα είναι εντελώς διαφορετική σε σύγκριση με την κρίση του 2008. Στη συγκεκριμένη εξίσωση έρχεται να προστεθεί ο παράγοντας της πανδημίας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, μεγαλύτερης συχνότητας και έντασης.
Κλιματική αλλαγή
Οι τιμές στα προθεσμιακά συμβόλαια καφέ τύπου αράμπικα έχουν σχεδόν διπλασιασθεί το τελευταίο 12μηνο, αγγίζοντας υψηλά επτά μηνών, καθώς οι συνθήκες παγετού στη Βραζιλία έχουν καταστρέψει τις καλλιέργειες.
Την ανιούσα ακολουθούν και οι τιμές της ζάχαρης, καθώς η Βραζιλία αποτελεί την κορυφαία παραγωγό χώρα ζαχαροκάλαμων, καλύπτοντας το 50% των παγκοσμίων αναγκών σε ζάχαρη. Ο καύσωνας και ξηρασία σε αρκετές χώρες, όπως ο Καναδάς, εκτόξευσαν την τιμή του σιταριού σε ρεκόρ οκταετίας. «Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη εισβάλει στο τραπέζι μας», παρατηρεί σε δηλώσεις της στο CNN η Σίνθια Ρόζεντσβάιγκ, ερευνήτρια στο Earth Institute του Πανεπιστημίου της Κολούμπια.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ, τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν χώρες εξαγωγής βασικών ειδών διατροφής -μεταξύ των οποίων Αργεντινή, Βραζιλία, Ρωσία, Ουκρανία και ΗΠΑ- αποτελούν έναν από τους τέσσερις βασικούς παράγοντες που ωθούν προς τα πάνω τις τιμές παραγωγού. Οι άλλοι τρεις είναι οι αυξημένες ανάγκες, τόσο για τρόφιμα, όσο και για ζωοτροφές, καθώς και η ισχυρή ζήτηση για βιοκαύσιμα. η οποία με τη σειρά της προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον για κερδοσκοπικά στοιχήματα. Η επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές επιδείνωσαν την κατάσταση.
Με βάση τους τέσσερις παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω, το ΔΝΤ προβλέπει περαιτέρω άνοδο στις τιμές των τροφίμων για το υπόλοιπο του 2021 και το 2022. Σε αρκετές χώρες, οι καταναλωτές πληρώνουν ήδη ακριβότερα ορισμένα βασικά είδη διατροφής, καθώς οι εταιρείες λιανικής δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν το κόστος και το μετακυλίουν στους καταναλωτές. Όπως εκτιμά το ΔΝΤ, οι διεθνείς τιμές τροφίμων αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 25% το 2021 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020, προτού σταθεροποιηθούν.
Η πανδημία και το σοκ στην εφοδιαστική αλυσίδα
Μπορεί οι περισσότερες χώρες να έχουν άρει τα περιοριστικά μέτρα και το εμβόλιο να αποτελεί το ισχυρότερο όπλο για επιστροφή στην κανονικότητα, όμως η ροή αγαθών δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί πλήρως στις εφοδιαστικές αλυσίδες, κάτι που επηρεάζει και το παγκόσμιο διατροφικό σύστημα, επισημαίνουν αναλυτές του CSIS. Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα ναι μεν δεν «πάγωσαν» το εμπόριο τροφίμων, από την άλλη πλευρά όμως προκάλεσαν καθυστερήσεις. Επιπλέον, η αύξηση στους ναύλους για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων αποτελεί ακόμη ένα πρόσθετο κόστος, ειδικά για τις χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές για την κάλυψη των αναγκών σε βασικά τρόφιμα.
Για παράδειγμα, στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής το 90% των τροφίμων είναι εισαγόμενο, ενώ το κόστος εισαγωγής τροφίμων για τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής προσεγγίζει τα 45 δισ. δολάρια ετησίως.
Οι αναλυτές του CSIS επισημαίνουν ότι η παγκόσμια ύφεση εξαιτίας της πανδημίας επηρέασε δυσανάλογα εκείνες τις αναπτυσσόμενες χώρες που η οικονομία τους βασίζεται στο πετρέλαιο και φυσικό αέριο ή τουρισμό.
Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, το χτύπημα είναι τριπλό: υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων, αυξημένοι ναύλοι για μεταφορά εμπορευμάτων και μεγαλύτερος χρόνος αναμονής, συν μειωμένη αγοραστική δύναμη.
Προς μια παγκόσμια κρίση σταθερότητας;
To 1857, o Γερμανός στατιστικολόγος Ερνστ Ένγκελ προέβη σε μια απλή μεν, αλλά πολύ σημαντική παρατήρηση: Οι φτωχοί ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τρόφιμα. Η συγκεκριμένη παρατήρηση, γνωστή ως Νόμος του Ένγκελ, σημαίνει ότι ακόμη και ήπιες αυξήσεις στις τιμές θα επιτείνουν τις ήδη δύσκολες συνθήκες, δεδομένου του αρνητικού αντίκτυπου που είχε η Covid-19 στο εισόδημα των νοικοκυριών, ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Το 2020, η παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε κατά περίπου 5%, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 500 εκατ. θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, πολλές εκ των οποίων ήταν αδήλωτη εργασία στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που ζουν σε αστικές περιοχές βρέθηκε ξαφνικά στα όρια της πείνας εξαιτίας της πανδημίας και σε μεγάλο βαθμό λόγω των χαμένων θέσεων εργασίας σε κλάδους όπως ο τουρισμός, , μεταφορές και φιλοξενία.
Η έλλειψη πρόσβασης σε βασικά είδη διατροφής, ειδικά μεταξύ αστικών πληθυσμών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, αυξάνει τις πιθανότητες για επεισόδια και αναταραχές με αφορμή μια επισιτιστική κρίση.
Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος που οι πολίτες σε περισσότερες από 40 χώρες είχαν κατέβει στους δρόμους το 2007-08, με τα επεισόδια να οδηγούν στην ανατροπή τουλάχιστον δύο κυβερνήσεων. Η νόσος Covid-19, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αύξηση στις τιμές τροφίμων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αστάθεια ευάλωτες και φτωχές χώρες, εκτιμούν οι αναλυτές του CSIS. Ως παράδειγμα επικαλούνται τις διαμαρτυρίες των κτηνοτρόφων στην Αργεντινή όταν επιβλήθηκε απαγόρευση στις εξαγωγές κρέατος, ώστε να συγκρατηθεί ο εγχώριος πληθωρισμός. Και στην Κούβαν, οι πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι για τις ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα.
Σχεδόν ένας στους τρεις ανθρώπους ανά τον κόσμο -σχεδόν 2,37 δισεκατομμύρια- δεν έχουν πρόσβαση σε επάρκεια τροφίμων και σχεδόν 41 εκατομμύρια βρίσκονται στα όρια της πείνας. Η ψαλίδα των εισοδηματικών ανισοτήτων ανοίγει, καθιστώντας ολοένα και πιο εύθραυστες τις ισορροπίες μεταξύ ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου. Ισορροπίες που ενδεχομένως να δοκιμασθούν σκληρά το 2022, καταλήγουν οι αναλυτές του CSIS.