Στα 2,4 δισ. ευρώ έφτασαν οι ελληνικές εξαγωγές προς την Γερμανία το 2020, αυξημένες κατά 4,6% σε σχέση με το 2019, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Αρχής.
Στην κορυφή των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων βρέθηκαν τα τρόφιμα, των οποίων το μερίδιό ανήλθε στο 33,1% την περασμένη χρονιά, μειωμένο κατά 1,4% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Στην πρώτη θέση βρέθηκαν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, με την φέτα να ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στις ελληνικές εξαγωγές στη Γερμανία, καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση της τάξης του 18,8%. Η αξία των εξαγωγών ανήλθε σε 137,11 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 6,6% έναντι του 2019.
Θεαματική ήταν και η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών φρούτων σε ποσοστό 26,7%, φθάνοντας τα 187,1 εκατ. ευρώ. Η γερμανική αγορά απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών φρούτων το 2020, με μερίδιο 16,5%. Τα ελληνικά σταφύλια βρέθηκαν στην πρώτη θέση της συγκεκριμένης κατηγορίας, των οποίων η αξία ανήλθε στα 43,7 εκατ. ευρώ, ήτοι 37,4%, ακολουθούμενα από τα κεράσια με 31,64 εκατ. ευρώ και άνοδο 119,8%, τα ροδάκινα αξίας 24,33 εκατ. ευρώ και άνοδο 9,6% και τέλος τις φράουλες αξίας 20 εκατ. ευρώ ενισχυμένες κατά 77,7%.
Στο μεταξύ, η Γερμανία αποτέλεσε το δεύτερο σημαντικότερο προορισμό, μετά τις ΗΠΑ, με ποσοστό 15,9%, για την κατηγορία των παρασκευασμάτων λαχανικών, καρπών και φρούτων, οι εξαγωγές των οποίων ανήλθαν σε 178,6 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 11,3% έναντι του 2019.
Οσον αφορά στις ελληνικές εξαγωγές ποτών, κατέγραψαν μείωση κατά 1% φθάνοντας στα 70,8 εκατ. ευρώ. Ενισχυμένες, όμως, ήταν οι εξαγωγές ούζου σε ποσοστό 15,7%, με την αξία τους να ανέρχεται στα 24,19 εκατ. ευρώ. Τα παρασκευάσματα με βάση τα δημητριακά ενίσχυσαν επίσης τη θέση τους κατά 14,9%, φθάνοντας στα 57,3 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές των νωπών λαχανικών ανήλθαν στα 44 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με τις ελληνικές εξαγωγές ελαιόλαδου στη Γερμανία, που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για το ελληνικό προϊόν, μετά την Ιταλία με μερίδιο 12%, παρά την πανδημία, αυξήθηκαν κατά 23,4% φθάνοντας στα 70,6 εκατ. ευρώ.