Καινοτομία: Πώς «κόλλησε» η Ελλάδα στους ουραγούς της Ευρώπης - OlaDeka

Καινοτομία: Πώς «κόλλησε» η Ελλάδα στους ουραγούς της Ευρώπης

Ξοδεύονται αρκετά σε επιστημονική έρευνα και βελτιώνονται επιμέρους δείκτες, αλλά η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να μετασχηματίσει τη γνώση σε καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα δημιουργήσουν εισοδήματα.

Αν και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει βελτιώσει σημαντικά τη θέση της στον ευρωπαϊκό δείκτη καινοτομίας, ιδιαίτερα από το 2018 και μετά, δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την ομάδα των μέτριων σε καινοτομία χωρών και παραμένει στην 20η θέση μεταξύ των 27 κρατών της Ε.Ε. Ωστόσο μαζί με Κύπρο, Εσθονία, Ιταλία και Λιθουανία έχει καταγράψει άνοδο στο δείκτη καινοτομίας που ξεπερνά τις 25 μονάδες την τελευταία τριετία.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση για τις επιδόσεις της Ε.Ε. στους τομείς της επιστήμης, της έρευνας και της καινοτομίας, τα δύο τρίτα της αύξησης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη, τις τελευταίες δεκαετίες, οφείλονται στην καινοτομία. Οι χαμηλές επιδόσεις στην καινοτομία αποτελούν το αδύναμο σημείο της ελληνικής οικονομίας, όπου εδώ και αρκετά χρόνια οι δημόσιες δαπάνες για επιστημονική έρευνα είναι αρκετά υψηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ και αρκετοί επιμέρους δείκτες βελτιώνονται, χωρίς όμως να μετουσιώνεται η επιστημονική έρευνα σε καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα δημιουργήσουν εισόδημα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ, μέσα στην τελευταία επταετία η χώρα έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με τους τομείς της καινοτομίας, με την επίδοση της να φτάνει το 2021 στο 88.5 έναντι 62.6 που ήταν το 2014. Ειδικότερα στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού η Ελλάδα συγκεντρώνει 72,7 πόντους έναντι 68.6 του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά το υψηλό επίπεδο των εργαζομένων στη χώρα που ξεπερνούν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και στη δια βίου μάθηση με 33,3 πόντους έναντι 30,3.

Η ψηφιοποίηση, που βρισκόταν πολύ πίσω στη χώρα, με την πανδημία έχει επιταχύνει ρυθμούς και η χώρα σημειώνει 84,2 πόντους διπλασιάζοντας τις επιδόσεις της μέσα στην επταετία καθώς το 2014 είχε 42,1 πόντους. Παράλληλα και η χρηματοδότηση, που είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη σε κρατικό επίπεδο, έχει σημειώσει σημαντική αύξηση καθώς πλέον είναι στους 59,9 πόντους από 27.1 που ήταν το 2014.

Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων σημειώνουν 77,1 πόντους και είναι σαφώς βελτιωμένοι σε σχέση με το 56,3 του 2014, ενώ και η χρήση τεχνολογιών πληροφορικής (που περιλαμβάνει την παροχή εκπαίδευσης από επιχειρήσεις στο ICT και την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού) έχει αυξηθεί από τους 39,1 στους 47,1 πόντους το 2021.

Η συνδεσιμότητα της καινοτομίας έχει καταγράψει σημαντική βελτίωση καθώς από τους 86,5 πόντους του 2014 είναι πλέον στο 147,1 το 2021, ενώ η ύπαρξη καινοτόμων επιστημόνων και επιχειρηματιών (innovators) που είχαν 115,3 πόντους το 2014 σημειώνουν το 2021 218,9 πόντους.

Επίσης ο αντίκτυπος της καινοτομίας στις πωλήσεις σημειώνει 91,4 πόντους έναντι των 54.5 του 2014 και ο αντίκτυπος της καινοτομίας στους εργαζομένους έχει βελτιωθεί σημαντικά από τους 95,2 πόντους το 2014 στους 109,7 το 2021. Ωστόσο σημαντική μείωση έχει καταγράψει η περιβαλλοντική βιωσιμότητα που περιλαμβάνει την παραγωγή των πρώτων υλών, τις εκπομπές αερίων καθώς και τεχνολογίες που να σχετίζονται με το περιβάλλον, καθώς σημειώνει 84.2 πόντους έναντι 95.7 που είχε το 2014.

Όμως όσο και να καταγράφεται βελτίωση στους περισσότερους τομείς, η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα πνευματικά στοιχεία ενεργητικού (intellectual assets) καθώς αποτυγχάνει όλη αυτή τη χρηματοδότηση και βελτίωση των συνθηκών να την μετατρέψει σε καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικότερα, η Ελλάδα αν και έχει ανέβει, έχοντας 16,5 πόντους στις εφαρμογές πατεντών από τους 11.2 που ήταν το 2014, παραμένει πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 19 πόντων. Επίσης ο σχεδιασμός εφαρμογών έχει παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητος με οριακή πτώση στους 15.7 πόντους με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στους 22.8 πόντους.

Γιατί αποτυγχάνει η Ελλάδα να κεφαλαιοποιήσει την έρευνα

Όπως αναφερόταν στην έκθεση της διαΝΕΟσις «Η Ελλάδα που μαθαίνει, ερευνά, καινοτομεί και επιχειρεί», καταγράφεται αξιοσημείωτη ελληνική παρουσία στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται μεταξύ 7ης και 10ης θέσης στην ΕΕ ως προς τον αριθμό συμμετοχών σε ερευνητικά έργα και μεταξύ 8ης και 11ης θέσης ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων οργανισμών.

Παράλληλα υπάρχει αυξανόμενη επιστημονική παραγωγή των ελληνικών ερευνητικών ομάδων τόσο σε ποσοτικούς όρους όσο και ποιοτικούς και όρους εξωστρέφειας ενώ ενισχύθηκε επίσης η χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη καθώς σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat είχε φτάσει στο 0,68% το 2019 με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 0,7%.

Ωστόσο τονίζεται ότι διαπιστώνεται υποεπένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη του δημόσιου και επιχειρηματικού τομέα, με τις συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη να βρίσκονται στο 1,27% του ΑΕΠ έναντι του 2,14 που ήταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος το 2019.

Επίσης, υπάρχει πολύ χαμηλή παραγωγή τεχνολογικής γνώσης που μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα για εμπορικούς σκοπούς, όπως δείχνει ο πολύ χαμηλός αριθμός των αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας (ο αριθμός αιτήσεων στον ΕΡΟ το 2017 ήταν 8,38 ανά εκατ.  κατοίκους, με τον μέσο όρο της ΕΕ να είναι 106,84 αιτήσεις). Σημαντική αιτία για τις χαμηλές επιδόσεις είναι η μικρή εμπορική και παραγωγική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, εξαιτίας της μη συστηματικής διασύνδεσης και συνεργασίας τους με τη βιομηχανία και γενικότερα με τον επιχειρηματικό τομέα, καθώς και της πολύ χαμηλής ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας.

Οι δυσκολίες κατοχύρωσης και υποστήριξης δικαιωμάτων διανοητικής περιουσίας είναι τόσες πολλές που το 2018 μόλις το 1% των συνολικών αιτήσεων της χώρας για διπλώματα ευρεσιτεχνίας προερχόταν από τα Πανεπιστήμια και άλλο 1% από ερευνητικά ιδρύματα.

Επίσης, καταγράφεται υστέρηση στην εξωστρέφεια του ερευνητικού συστήματος της χώρας, όπως φανερώνει η πολύ χαμηλή προσέλκυση ξένων ερευνητών με μόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων να προέρχεται από χώρες του εξωτερικού ενώ στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 21,4%. Παράλληλα το «brain drain» και η χαμηλή κινητοποίηση και αξιοποίηση των διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς, δεν συμβάλλουν στην επαρκή διεθνοποίηση του ελληνικού ερευνητικού συστήματος και στην ανανέωση και τον εμπλουτισμό της δεξαμενής του ανθρώπινου δυναμικού του.

Πηγή

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria