Ευχάριστα τα νέα για όσους αγαπούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς σύμφωνα με νέα διεθνή έρευνα, συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Άντριου Μέντε του Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ του Οντάριο, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Open Diabetes Research & Care». Σημειώνεται ότι η διεθνής επιστημονική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 21 χώρες πέντε ηπείρων, επιβεβαιώνοντας ευρήματα προηγούμενων ερευνών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα λοιπόν, η κατανάλωση τουλάχιστον 2 μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων την ημέρα συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης, καθώς και μεταβολικού συνδρόμου. Μάλιστα, η μείωση του κινδύνου είναι μεγαλύτερη για τα γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά.
Ειδικότερα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που εξετάστηκαν ήταν γάλα, γιαούρτι, ροφήματα γιαουρτιού, βούτυρο, κρέμα γάλακτος και τυριά, είτε με πλήρη είτε με χαμηλά λιπαρά (1% έως 2%).
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά περίπου 148.000 άνθρωποι ηλικίας 35 έως 70 ετών, από τους οποίους 13.640 εμφάνισαν υπέρταση και οι 5.351 διαβήτη κατά τη διάρκεια μίας περιόδου 9 ετών. Η μέση ημερήσια ολική κατανάλωση γαλακτοκομικών από τους συμμετέχοντες ήταν 179 γραμμάρια, με την ποσότητα να είναι διπλάσια για τα πλήρη σε σχέση με τα χαμηλά λιπαρά. Διαπιστώθηκε λοιπόν, ότι όσοι έτρωγαν τουλάχιστον 2 μερίδες πλήρων γαλακτοκομικών ημερησίως είχαν 12% μικρότερο κίνδυνο για διαβήτη και υπέρταση, ενώ ο κίνδυνος μειωνόταν κατά 14% εάν έτρωγαν 3 μερίδες. Η καθημερινή κατανάλωση 2 μερίδων γαλακτοκομικών σχετιζόταν, επίσης, με 24% μικρότερο κίνδυνο για εκδήλωση μεταβολικού συνδρόμου (μείωση κινδύνου κατά 28% εάν τα γαλακτοκομικά ήταν με πλήρη λιπαρά).
«Αν τα ευρήματά μας επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες και πιο μακρόχρονες μελέτες, τότε η αύξηση στην κατανάλωση γαλακτοκομικών μπορεί να αποτελέσει μία προσιτή και χαμηλού κόστους προσέγγιση για τη μείωση του μεταβολικού συνδρόμου, της υπέρτασης, του διαβήτη και τελικά των περιστατικών καρδιαγγειακής νόσου παγκοσμίως», συμπέραναν οι ερευνητές.
ΑΠΕ-ΜΠΕ