Offshore εταιρείες, κρατικές έρευνες για ξέπλυμα χρήματος, αμφιλεγόμενες αποφάσεις δικαστών για βεβαιώσεις χρεών από δάνεια και εκατοντάδες εταιρείες απ’ όλο τον κόσμο που φέρονται να μην γνωρίζουν αυτούς που τους στέλνουν χρήματα. Αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία μιας νέας διεθνούς έρευνας που πραγματοποιούν δεκάδες δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο, μετά τη διαρροή δεκάδων χιλιάδων τραπεζικών συναλλαγών. Πρόκειται για το «Global Laundromat», υπόθεση στην οποία φέρονται να εμπλέκονται βρετανικές και offshore εταιρείες που σήμερα ελέγχονται από μολδαβικές και ρωσικές αρχές για την συμμετοχή τους σε μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις ξεπλύματος χρήματος στην Ιστορία. Στην έρευνα για το «Global Laundromat» συμμετέχουν από την Ελλάδα αποκλειστικά δημοσιογράφοι του VICE Greece, οι οποίοι ερεύνησαν τα ίχνη των συναλλαγών από εμπλεκόμενες offshore προς ελληνικές επιχειρήσεις.
Το «Global Laundromat» πήρε το όνομά του και ερευνάται από το OCCRP (Organized Crime and Corruption Reporting Project), μία διεθνή ένωση ερευνητών δημοσιογράφων από όλον τον κόσμο που σήμερα φέρνει στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα μίας πολύμηνης έρευνας. Τα δεδομένα τραπεζικών συναλλαγών του «Global Laundromat» αποκτήθηκαν από το OCCRP και την ρωσική εφημερίδα Novaya Gazeta από πηγές που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Το OCCRP μοιράστηκε τα δεδομένα με 61 δημοσιογράφους από 32 χώρες. Εκτός από το VICE Greece, στην έρευνα συμμετέχουν δημοσιογραφοι-ερευνητές από διεθνή ΜΜΕ, όπως ο βρετανικος Guardian, η γερμανικη Süddeutsche Zeitung, και πολλά ακόμη. Τα στοιχεία της διαρροής δημοσιεύονται στη διεύθυνση www.occrp.org.
Πώς το «Ρώσικο Πλυντήριο» του 2014 έγινε «Global Laundromat» το 2017
H υπόθεση του «Global Laundromat» αποτελεί συνέχεια του «Ρώσικου Laundromat», μίας έρευνας που ξεκίνησε από το OCCRP το 2014. Το «Ρώσικο Πλυντήριο» θεωρείται ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις ξεπλύματος χρήματος στην ιστορία, με ποσά που αγγίζουν τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια και τα οποία φέρονται να ξεπλύθηκαν μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 2010 έως το 2014, οπότε έγιναν οι πρώτες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για το θέμα.
Με το «Ρωσικό Πλυντήριο» ήρθαν στο φως στοιχεία για offshore εταιρείες, μολδαβούς δικαστές, τράπεζες, επιφανείς επιχειρηματίες, ενώ στην επιχείρηση ξεπλύματος φέρονται να εμπλέκονταν και πρόσωπα που συνδέονται με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, καθώς και στενός συνεργάτης εξαδέλφου του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin. Λίγο καιρό μετά τις αποκαλύψεις για το ρωσικό πλυντήριο, το 2014 άρχισαν να διεξάγονται κρατικές έρευνες σε Μολδαβία και Ρωσία για ξέπλυμα χρήματος. Τότε έγινε γνωστό ότι μέσα από δύο τράπεζες σε Μολδαβία και Λετονία -της Moldindconbank και της Trasta Komercbanka αντίστοιχα- ξεπλύθηκαν περίπου 21 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα χρήματα φέρονται να κατέληξαν σε λογαριασμούς βρετανικών και offshore εταιρειών.
H νέα έρευνα «Global Laundromat» προσπαθεί να ρίξει φως στη δραστηριότητα αυτών των εταιρειών, που σήμερα ελέγχονται από μολδαβικές και ρωσικές αρχές για συμμετοχή στο ξέπλυμα. Από πρόσφατη διαρροή τραπεζικών δεδομένων, αυτές οι βρετανικές και offshore εταιρείες που ελέγχονται από τις αρχές φέρονται να είχαν συναλλαγές με εταιρείες από δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Το «Global Laundromat» αφορά στις χρηματικές συναλλαγές αυτών των εταιρειών με εταιρείες σε όλο τον κόσμο.
Πώς ανύπαρκτα χρέη φέρονταν να ξεπλένουν δισεκατομμύρια δολάρια
Το αιώνιο πρόβλημα του βρώμικου και του μαύρου χρήματος είναι ένα και είναι απλό: πρέπει να βρεθεί τρόπος να νομιμοποιηθούν τα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή που δεν έχουν δηλωθεί, ώστε να περάσουν στο τραπεζικό σύστημα και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να χρειάζονται μαύρες σακούλες για τη μεταφορά τους.
Κατά την περίοδο 2010-2014, οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι στην επιχείρηση ξεπλύματος των 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων φαίνεται ότι διαμόρφωσαν και χρησιμοποίησαν ένα σύνθετο σύστημα βρετανικών και offshore εταιρειών, εικονικών δανείων και πληρεξούσιων προσώπων, προκειμένου να ξεπλύνουν χρήμα και να το εισάγουν στη νόμιμη οικονομία.
Στόχος του ενδεχόμενου μηχανισμού ξεπλύματος ήταν να δοθεί η ψευδαίσθηση μίας επιχειρηματικής δραστηριότητας, από την οποία υποτίθεται ότι είχε προκύψει «νόμιμα» το χρήμα. Πώς ακριβώς γινόταν αυτό;
Η τυπική συναλλαγή ξεκινούσε πάντα με δύο εταιρείες, είτε βρετανικές είτε offshore. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πραγματική ιδιοκτησία αυτών των εταιρειών ήταν πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί, καθώς συνδέονταν με άλλες εταιρείες σε φορολογικούς παραδείσους, όπου τα ίχνη των πραγματικών ιδιοκτητών χάνονταν πίσω από αχυρανθρώπους, δηλαδή εκπρόσωπους-βιτρίνες για να καλύπτονται οι πραγματικοί ιδιοκτήτες εταιρειών.
Η διαδικασία είχε ως εξής: οι εταιρείες Α και Β υπέγραφαν μία εικονική δανειακή σύμβαση, στην οποία η εταιρεία Α συμφωνούσε να δανείσει στην εταιρεία Β το ποσό των 800 εκατομμυρίων δολαρίων. Στη συνέχεια, οι δύο εταιρείες υπέγραφαν και ένα συμβόλαιο εγγύησης, όπου εγγυητής του χρέους των 800 εκατομμυρίων οριζόταν ένας πολίτης της Μολδαβίας. Κατόπιν, αυτός έκανε συμβάσεις με ρωσικές εταιρείες, που με τη σειρά τους γίνονταν εγγυητές στο δάνειο μεταξύ των εταιρειών Α και Β.
Το ποσό του δανείου δεν δινόταν από την Α στη Β, γι’ αυτό και ονομάζεται εικονικό δάνειο. Χωρίς να έχει πάρει ποτέ τα χρήματα η Β, δήλωνε ψευδώς ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο – που είχε λάβει μόνο στα χαρτιά, αφού τα χρήματα δεν είχαν μεταφερθεί ποτέ από την Α. Τότε η εταιρεία Α κατέφευγε στα δικαστήρια για την μη αποπληρωμή του χρέους από την εταιρεία Β. Επειδή ο εγγυητής ήταν μολδαβός πολίτης, η Α απευθυνόταν στα δικαστήρια της Μολδαβίας, που ήταν αρμόδια για την εκδίκαση της υπόθεσης. Στη συνέχεια, μολδαβοί δικαστές αναγνώριζαν το «χρέος» και ζητούσαν από τους εγγυητές –δηλαδή τον μολδαβό πολίτη και τις ρωσικές εταιρείες— να πληρώσουν. Η απόφαση έφτανε στον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος την εκτελούσε και οι ρωσικές εταιρείες που είχαν τεθεί εγγυήτριες πλήρωναν το χρέος, ώστε να αποδεσμευτούν τόσο η οφειλέτρια εταιρεία Β, όσο και ο μολδαβός εγγυητής. Η προέλευση των χρημάτων που προέρχονταν από τις ρωσικές εταιρείες δεν ελεγχόταν για την νομιμότητα τους σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Το τελικό βήμα ήταν η μεταφορά των χρημάτων από τους ρώσους εγγυητές σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας Α που έχει δώσει το δάνειο, μέσω του δικαστικού επιμελητή. Οι λογαριασμοί αυτοί βρίσκονταν στην μολδαβική τράπεζα Moldindconbank. Με αυτό τον τρόπο, μέσω 50 δικαστικών αποφάσεων για εικονικά χρέη πέρασαν μέσα σε τέσσερα τέσσερα χρόνια στο τραπεζικό σύστημα της Μολδαβίας, και συγκεκριμένα σε λογαριασμούς της Moldindconbank, 21 δισεκατομμύρια δολάρια – ποσό που αντιστοιχεί στο 300% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας.
Τώρα, με τη νέα διαρροή τραπεζικών δεδομένων του «Global Laundromat» φαίνεται ότι οι βρετανικές και offshore εταιρείες που ελάμβαναν τα χρήματα από τις ρωσικές εταιρείες φέρονται να έχουν συναλλαγές με εκατοντάδες άλλες εταιρείες ανά τον κόσμο.
Την περίοδο 2010-2014, οι 21 βρετανικές και offshore εταιρείες που ερευνώνται για τη συμμετοχή τους στο Laundromat πραγματοποίησαν 26.746 πληρωμές μέσα από λογαριασμούς τους στην Trasta Komercbanka και την Moldindconbank. Οι συναλλαγές έγιναν σε 96 χώρες και πέρασαν μέσα από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου σχεδόν χωρίς κανένα εμπόδιο.
Και οι 21 εμπλεκόμενες εταιρείες φαίνεται ότι ανήκαν σε αχυρανθρώπους που εκπροσωπούσαν τους κρυμμένους ιδιοκτήτες. Κάποιες πληρωμές από τις 21 εμπλεκόμενες offshore έγιναν σε πραγματικές εταιρείες. Όμως αρκετές από τις πραγματικές εταιρείες που έλαβαν χρήματα από τις εμπλεκόμενες ανέφεραν ότι οι offshore δεν ήταν οι πραγματικοί πελάτες τους. Έχουν βρεθεί περιπτώσεις κατά τις οποίες offshore έκαναν πληρωμές για προϊόντα που δεν πωλούσαν οι πραγματικές εταιρείες.
Οι πραγματικές εταιρείες με τις οποίες επικοινώνησε το OCCRP αρνήθηκαν τη διάπραξη οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης εκ μέρους τους. Πολλές είπαν ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ρώσοι πελάτες τους κάνουν τις συναλλαγές τους, προσθέτοντας ότι πλέον δεν έχουν οικονομικές δοσοληψίες με αυτούς. Οι περισσότεροι επικαλέστηκαν εμπιστευτικότητα και αρνήθηκαν να κατονομάσουν τους πελάτες τους.
Τα στοιχεία για την Ελλάδα
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του «Global Laundromat», βρετανικές και offshore εταιρείες που ελέγχονται από τις μολδαβικές και τις ρωσικές αρχές για το ρόλο τους στο ενδεχόμενο ξέπλυμα χρήματος από τη Ρωσία φέρονται να είχαν συναλλαγές σχεδόν δύο εκατομμυρίων ευρώ με ελληνικές εταιρείες την περίοδο 2012-2013.
Ανάμεσα στις βρετανικές και offshore εταιρείες που ερευνώνται είναι η Seabon Limited, που μέσα από τις δικαστικές αποφάσεις των μολδαβικών δικαστηρίων φέρεται να έστειλε πάνω από 2,8 δισ. δολάρια σε επιχειρήσεις από όλο τον κόσμο, ενώ τα ποσά που κατέληξαν ειδικά στην Ελλάδα εμφανίζονται να φτάνουν τα 1,2 εκατ. δολάρια. Μία ακόμα εταιρεία που ερευνάται είναι η Chester NZ Limited, που φέρεται να έστειλε πάνω από 317 εκατ. δολάρια διεθνώς και 100.000 δολάρια στην Ελλάδα. Επίσης η Valemont Properties Ltd φέρεται να έστειλε πάνω από 208 εκατ. δολάρια ανά τον κόσμο και 259.000 δολάρια στην Ελλάδα. Ακόμη, ερευνώνται η Ronida Invest LLP, που φέρεται να έστειλε πάνω από 2,8 δισ. δολάρια σε επιχειρήσεις διεθνώς και 159.000 δολάρια στην Ελλάδα, η Kedassia Limited, που φέρεται να έστειλε πάνω από 214 εκατ. σε όλο τον κόσμο και 100.000 στην Ελλάδα, και τέλος η Crystalord Limited, που φέρεται να έστειλε πάνω από 212 εκατ. σε όλο τον κόσμο και 47.000 στην Ελλάδα.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στα στοιχεία του ΟCCRP εμφανίζονται ελληνικές εταιρείες να λαμβάνουν από τις εταιρείες που ερευνώνται χρηματικά ποσά με αιτιολογία πληρωμής που είναι άσχετη με την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. Για παράδειγμα, εταιρεία που εμπορεύεται γούνες, φέρεται μέσω της μολδαβικής τράπεζας να έλαβε το χρηματικό ποσό των 100.000 δολαρίων από την Chester ΝΖ Limited με έδρα τη Νέα Ζηλανδία. Ως αιτιολογία πληρωμής φαίνεται ότι αναφέρεται «πληρωμή για οικοδομικό εξοπλισμό».
Το VICE επικοινώνησε με την εν λόγω ελληνική εταιρεία ζητώντας πληροφορίες τόσο για τη φύση της συναλλαγής, όσο και για την αιτιολογία πληρωμής. Η εταιρεία απάντησε τα εξής:
«Την εταιρία Chester ΝΖ Limited δεν την γνωρίζουμε. Ούτε την Moldindconbank. Εμείς εκδίδουμε ένα τιμολόγιο για γουναρικά (μόνο) για κάποιο πελάτη εξωτερικού και περιμένουμε να έρθουν τα χρήματα. Από ποια τράπεζα θα μας στείλει το έμβασμα, από ποια χώρα και ποιος θα είναι ο εντολέας, εμείς δεν μπορούμε να το ελέγξουμε. Η αιτιολογία πληρωμής δεν μας ενδιαφέρει, δεν έχουμε εξήγηση και δεν είναι δικό μας θέμα».
Επίσης στα στοιχεία της διαρροής εντοπίστηκαν δύο αγροτικοί συνεταιρισμοί που εμφανίζονται να έχουν λάβει πληρωμές από εμπλεκόμενες στο Laundromat βρετανικές και offshore εταιρείες. Ως αιτιολογία πληρωμών σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων στον πρώτο συνεταιρισμό αναφερόταν «πληρωμή για notebooks», ενώ στον δεύτερο για πληρωμή ύψους 325.000 δολαρίων η αιτιολογία φέρεται να ήταν «αντλίες».
Σε ντοκιμαντέρ της εκπομπής VICE Specials στον ΑΝΤ1, που πρόκειται να προβληθεί στις 2 Απριλίου μετά τα μεσάνυχτα, θα παρουσιαστούν περιπτώσεις ελληνικών εταιρειών, η αιτιολογία πληρωμής των οποίων φέρεται να είναι άσχετη με τα προϊόντα που εμπορεύονται.
Σχετικά με τους ελέγχους που πρέπει να κάνουν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις όταν συμβάλλονται με ξένες εταιρείες, η Χριστίνα Σακελλαρίδη, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, είπε στο VICE: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να ελέγξουν τη φερεγγυότητα της ξένης εταιρείας με την οποία πρόκειται να συναλλαγούν, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα πάρουν τα χρήματά τους και να αποφύγουν κινδύνους όπως η πτώχευση της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας. Όμως δεν είναι υποχρεωμένες να ελέγξουν αν τα χρήματα που τους στέλνονται προέρχονται από μη νόμιμες διαδικασίες. Οι τράπεζες πρέπει να ελέγξουν την προέλευση των χρημάτων, τόσο εκεινες από τις οποιες αποστέλλονται όσο και εκείνες στις οποιες καταλήγουν».
Σχετικά με την αιτιολογία πληρωμής, η κ. Σακελλαρίδη είπε: «Τόσο το τιμολόγιο, όσο και η αιτιολογία πληρωμής πρέπει να αναφέρονται στον πραγματικό αντικείμενο της πληρωμής. Αν κάποιος πούλησε πορτοκάλια, πρέπει να αναγράφεται πληρωμή για πορτοκάλια. Άλλωστε απόσβεση υποχρεώσεων μέσω πληρωμών τρίτων απαγορεύεται. Η τράπεζα πρέπει να ξέρει το λόγο, την αιτία της πληρωμής, που γι’ αυτό αναγράφεται και στην αιτιολογία ο λόγος μεταβίβασης χρημάτων. Σε αυτό δεν μπορούν να υπεισέρχονται σχέσεις μεταξύ τρίων επιχειρήσεων».
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, σε περίπτωση που οι ελληνικές τράπεζες διαπιστώνουν πως μια συναλλαγή εισερχόμενου εμβάσματος σε λογαριασμό εληνικής εξαγωγικής εταιρείας, δεν «συνάδει με την συνήθη συναλλακτική δραστηριότητα της εταιρείας», είτε λόγω ασυνήθιστα υψηλού ποσού, είτε λόγω της φύσης της ίδιας της συναλλαγής (αιτιολογία ή εντολέας που δεν συνδέεται με την δραστηριότητα της εταιρείας ή χώρα προέλευσης των κεφαλαίων), έχει υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση αναζητώντας από τον πελάτη ή από ανεξάρτητες τρίτες πηγές, πρόσθετα στοιχεία για τη συναλλαγή. Από εκεί και πέρα η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας έχει όλα τα μέσα για τη διερεύνηση της υπόθεσης (πχ αίτημα σε αρμόδια ΔΟΥ για διενέργεια φορολογικού ελέγχου, συνεργασία με την αντίστοιχη αρχή της χώρας από όπου στάλθηκε το έμβασμα, κλπ) και τη διαβίβαση της υπόθεσης στις εισαγγελικές αρχές εφόσον τα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή.
Από τα αποτελέσματα της παγκόσμιας δημοσιογραφικής έρευνας φαίνεται ότι η ασύμβατη αιτιολογία πληρωμών δεν εμφανίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε εταιρείες άλλων χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της διαρροής, ιταλικός συνεταιρισμός που παράγει σταφύλια με έδρα την Απουλία της Κάτω Ιταλίας φέρεται να έλαβε 150.000 ευρώ από την εταιρεία Chester NZ Limited με αιτιολογία «πληρωμή για οικοδομικά υλικά». Μετά από σχετική ερώτηση, η ιταλική εταιρεία απάντησε ότι τα σταφύλια είναι το μόνο προϊόν που παράγει και ότι η Chester NZ Limited δεν ήταν πελάτης τους, αλλά ένας οφειλέτης του πραγματικού πελάτη τους. Η ιταλική εταιρεία ανέφερε ότι ρώσοι πελάτες της ζητούσαν από τρίτες εταιρείες να πληρώσουν για τις συναλλαγές τους με τον συναιτερισμό. Όταν ο τελευταίος ρωτήθηκε γιατί η αιτιολογία πληρωμής ήταν «οικοδομικά υλικά» (“construction material”), απάντησε ότι πιθανότατα αυτό αφορούσε το αντικείμενο του χρέους μεταξύ των ρώσων πελατών της και της τρίτης εταιρείας που έκανε την πληρωμή.
Οι αρχές κινητοποιούνται
O φερόμενος ως μηχανισμός ξεπλύματος διακόπηκε έπειτα από έρευνες του OCCRP και της ρωσικής εφημερίδας Novaya Gazeta, μιας εφημερίδας γνωστής για την αντιπολιτευτική της στάση απέναντι στην ηγεσία Putin. Τα αποτελέσματα των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων του 2014 οδήγησαν στην έναρξη ερευνών από τις μολδαβικές και τις ρωσικές αρχές, καθώς και στο άνοιγμα ποινικών υποθέσεων που ήδη έχουν οδηγήσει σε συλλήψεις προσώπων που θεωρούνται ύποπτοι για συμμετοχή τους στο ξέπλυμα. Κάποιοι από αυτούς είναι κατηγορούμενοι. Δύο γνωστά πρόσωπα που βρίσκονται υπό έρευνα είναι ο –έγκλειστος για άλλη υπόθεση- μολδαβός τραπεζίτης Vyacheslav Platon και ο Alexander Grigoriev, συνεργάτης του Igor Putin, που είναι εξάδελφος του Vladimir Putin.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Laundromat, εκδόθηκαν περισσότερες από 50 δικαστικές αποφάσεις που φαίνεται ότι νομιμοποίησαν περί τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια χρεών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε ήδη από το 2014 στη διάθεσή του το OCCRP, στο σύστημα του Laundromat φέρονται να συμμετείχαν 19 ρωσικές τράπεζες. Ακόμη, ο Viorel Morari, επικεφαλής του δικαστικού τμήματος για την καταπολέμηση της διαφθοράς στη Μολδαβία, δήλωσε στο VICE και σε άλλα συνεργαζόμενα Μέσα με το OCCRP ότι σήμερα η έρευνα των μολδαβικών αρχών για το μεγάλο πλυντήριο είναι στο εξής στάδιο: από τους 16 δικαστές που κατηγορήθηκαν αρχικά, ένας έχει αποβιώσει και ένας έχει διαφύγει, για τον οποίο εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης. Ακόμη, τέσσερις δικαστικοί επιμελητές κατηγουρούνται, ένας από τους οποίους έχει διαφύγει και εκκρεμεί σε βάρος του ένταλμα σύλληψης. Τέλος, επτά υπάλληλοι της Moldindconbank βρίσκονται υπό έρευνα.
Οι απαντήσεις των εμπλεκόμενων τραπεζών
Η Moldindconbank αρνήθηκε να σχολιάσει ερωτήσεις δημοσιογράφων του OCCRP για τα νέα στοιχεία κατά τις προηγούμενες ημέρες. Μετά την πρώτη έρευνα του OCCRP το 2014, η Moldindconbank είχε εκδώσει ανακοίνωση, με την οποία «αρνείται τις κατηγορίες» στο Laundromat. Συγκεκριμένα, η τράπεζα ανέφερε ότι αποτελεί «έναν από τους παλαιότερους, ισχυρότερους και πιο σταθερούς οικονομικούς θεσμούς του τραπεζικού συστήματος της Μολδαβίας» και πρόσθεσε ότι «οι δυσφημιστικές πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν και αφορούν την Τράπεζα έχουν μεροληπτικό χαρακτήρα και μπορούν να θεωρηθούν ως μία οργανωμένη επίθεση που σκοπό έχει να βλάψει την εικόνα της Τράπεζας. Ακόμη, η Moldindconbank SA ενημερώνει ότι από την έναρξη της δραστηριότητάς της, όλες οι συναλλαγές της Τράπεζας πραγματοποιούνται σε πλήρη συμφωνία με τη νομοθεσία της Μολδαβίας και τους κανονισμούς της Κεντρικής Τράπεζας της Μολδαβίας. Η Moldindconbank επιβεβαιώνει ότι ήταν, είναι και θα είναι ένας αξιόπιστος και διαφανής εταίρος για τους πελάτες της. Ακόμη, η σημαντική πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια οφείλεται αποκλειστικά στην αποτελεσματική διοίκηση της δραστηριότητας της Τράπεζας».
Όσον αφορά στην λετονική Trasta Komercbanka, η εν λόγω τράπεζα βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης. Δικηγόρος που προσεγγίστηκε από το OCCRP δήλωσε αναρμόδιος να σχολιάσει το θέμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του 2016, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακάλεσε την άδεια της Trasta Komercbanka. Η απόφαση της ΕΚΤ βασίστηκε στην πρόταση που της υποβλήθηκε από την αρμόδια Αρχή της Λετονίας (“Financial and Capital Markets Commission”), ενόψει του γεγονότος ότι η Τράπεζα είχε διαπράξει «σοβαρές και συνεχείς παραβιάσεις των κανονιστικών απαιτήσεων σε αρκετούς τομείς για μεγάλο χρονικό διάστημα». Τον Μάρτιο του 2016, και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ανακοίνωσε την ανάκληση της άδειας της τράπεζας καθώς δραστηριοποιούνταν και στην Κύπρο.
Ο ρόλος των τραπεζών
Σύμφωνα με πηγή του OCCRP, ευρωπαϊκές τράπεζες φέρεται να έχουν αμελήσει να ελέγξουν εκατοντάδες συναλλαγές αμφιβόλου προέλευσης χρήματος από την Trasta και την Moldindconbank. Ιδίως την τελευταία επειδή έχει την έδρα της εκτός της ΕΕ. Υπό κανονικές συνθήκες οι ευρωπαϊκές τράπεζες λειτουργούν κάτω από πολύ αυστηρούς κανονισμούς όσον αφορά στις συναλλαγές τους με τραπεζικά ιδρύματα που δεν έχουν έδρα στην ΕΕ, όπως είναι η Moldindconbank. Για να έχουν συναλλαγές με τράπεζες εκτός της ΕΕ, τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν να ελέγξουν αν οι κανόνες της μη ευρωπαϊκής τράπεζας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος είναι συμβατοί με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς κανόνες. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η εισαγωγή εκατομμυρίων δολαρίων στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από μία τράπεζα σαν την Moldindconbank φέρεται να μην συμβαδίζει με τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανόνες και οι τράπεζες ενδέχεται να συναντήσουν δυσκολίες αν κληθούν να εξηγήσουν πώς επετράπη εισροή τόσο μεγάλων ποσών από την μολδαβική τράπεζα.
Η ρωσική τελωνειακή νομοθεσία και το Laundromat
Το γεγονός ότι ελληνικές εταιρείες φέρονται να έχουν συναλλαγές με τις εταιρείες που ερευνώνται στα πλαίσια του Laundromat δεν σημαίνει και ότι γνώριζαν με ποιους ακριβώς είχαν να κάνουν. Την περίοδο που φαίνεται να λειτουργεί το Laundromat, τα ρωσικά τελωνεία είχαν διαμορφώσει ένα πολύ σύνθετο και ασαφές πλαίσιο κανόνων για τις εισαγωγές προς τη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτό σήμαινε ότι οι εξαγωγικές εταιρείες έπρεπε να συνεργαστούν με διάφορους μεσάζοντες που, σύμφωνα με ρώσους δημοσιογράφους, «στόχο έχουν να “διευκολύνουν” τη διαδικασία και να σιγουρέψουν ότι τα προϊόντα θα φτάσουν στον προορισμό τους».
Το ρόλο των μεσαζόντων στο εισαγωγικό εμπόριο προς την Ρωσία φέρεται να έπαιξαν και αρκετές από τις βρετανικές και offshore εταιρείες που ερευνώνται για συμμετοχή τους στο ξέπλυμα. Οι εν λόγω μεσάζοντες, αποτελώντας τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ εισαγωγέων και εξαγωγέων, είχαν τη δυνατότητα να προχωρούν σε πληρωμές εντός και εκτός των ρωσικών συνόρων. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Global Financial Integrity, το 45% της ρωσικής οικονομίας θεωρείται “μαύρο”.
Τριβές μεταξύ Ρωσίας-Μολδαβίας εξαιτίας του Laundromat
Το Laundromat φαίνεται ότι έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που προκαλεί τριβές στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Μολδαβίας. Συγκεκριμένα, μία έγγραφη αναφορά της μολδαβικής κυβέρνησης προς τον ρώσο πρέσβη στη Μολδαβία, Farit Muhametşin, καταγγέλει ότι οι ρωσικές αρχές σταματούν Μολδαβούς αξιωματούχους —μέλη της κυβέρνησης και των μυστικών υπηρεσιών— στα ρωσικά σύνορα και τους υποβάλλουν σε σωματικούς ελέγχους και ερωτήσεις που δεν συνηθίζονται απέναντι σε κρατικούς αξιωματούχους. Με την παραπάνω αναφορά η Μολδαβία χαρακτηρίζει την παραπάνω στάση ανάρμοστη και αδικαιολόγητη και προσθέτει ότι ρωσικές αρχές προσπάθησαν πολλές φορές να ελέγξουν μολδαβους πολιτικούς χρησιμοποιώντας εναντίον τους ψεύτικες πληροφορίες. Μόνο τους τελευταίους μήνες, τουλάχιστον 25 μολδαβοί αξιωματούχοι κατήγγειλαν καταχρηστική συμπεριφορά από τη Ρωσία.
Ένας από αυτούς ήταν ο μολδαβός αντιεισαγγελέας Iurie Garaba. Στις αρχές του 2017, ο κ. Garaba ταξίδεψε στη Ρωσία ως προσκεκλημένος μίας εκδήλωσης για την «Ημέρα του Γενικού Εισαγγελέα» στη Ρωσία. Όμως το ταξίδι δεν πήγε όπως θα περίμενε κανείς. Οι ρωσικές αρχές σταμάτησαν στα σύνορα τον μολδαβό δικαστικό. Ο ίδιος είπε ότι ένας Ρώσος ξεφύλλιζε το διαβατήριό του για πάνω από ένα τέταρτο, την ώρα που ένας άλλος τον ρωτούσε γιατί πήγαινε στη Ρωσία, παρά την επίσημη έγγραφη πρόσκληση που είχε προσκομίσει. Όπως είπε στο Reuters, «οι ερωτήσεις στις οποίες υποβλήθηκα δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με ελέγχους διαβατηρίων. Για παράδειγμα, ρωτήθηκα “πώς προφέρεται το επίθετό σας;” και “πώς γράφεται σωστά το όνομά σας;”».
Η παραπάνω εχθρική στάση των ρωσικών αρχών κατά την είσοδο των μολδαβών πολιτικών στη Ρωσία ξεκίνησε όταν οι μολδαβικές αρχές άρχισαν τις έρευνες για την υπόθεση Laundromat, ενώ τα περιστατικά παρενόχλησης αυξήθηκαν όταν η Μολδαβία έκανε συλλήψεις στελεχών της Moldindconbank και ζήτησε από τη Ρωσία να παράσχει όσες πληροφορίες έχει για την υπόθεση.
Στις 9 Μαρτίου 2017, το μολδαβικό Κοινοβούλιο προχώρησε σε ανακοίνωση σχετικά με την καταχρηστική συμπεριφορά των Ρώσων και συνέδεσαν την πρόοδο που παρουσιάζουν στις έρευνες για την υπόθεση του Laundromat με τους συνοριακούς ελέγχους.