Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Καστοριά, ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, χαρακτηρίστηκε από μια έντονη δυσπιστία έναντι της οργανωμένης και επιστημονικά θεμελιωμένης διοίκησης. Η τοπική επιχειρηματική τάξη, κατά κανόνα, δεν αναγνώριζε την αξία της τυπικής εκπαίδευσης και των σπουδών στη διοίκηση επιχειρήσεων, θεωρώντας ότι η επιτυχία προκύπτει αποκλειστικά μέσω της εμπειρίας και της άτυπης μαθητείας.
Η κυρίαρχη μορφή μάθησης και επαγγελματικής κοινωνικοποίησης στηριζόταν σε βιωματικά παραδείγματα εντός της κοινότητας: ο παππούς, ο πατέρας, ο θείος ή ο γείτονας που απέκτησε οικονομική επιφάνεια μέσω της ενασχόλησής του με το εμπόριο ή την παραγωγή γουναρικών. Αντίστοιχα, πρότυπα επιτυχίας αποτελούσαν οι προμηθευτές πρώτων υλών «χορδατζήδες», οι οποίοι διατηρούσαν καθοριστικό ρόλο στην τροφοδοσία των εργαστηρίων γούνας.
Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της διοίκησης προσλαμβανόταν περισσότερο ως πρακτική ικανότητα διαχείρισης πόρων – συγκεκριμένα, της εξεύρεσης φθηνής πρώτης ύλης, φθηνού εργατικού δυναμικού και αγοραστών πρόθυμων να καταβάλουν υψηλές τιμές για προϊόντα που συχνά δεν αντιστοιχούσαν σε αντίστοιχη ποιοτική αξία. Ο άμεσος και όσο το δυνατόν μεγαλύτερος οικονομικός προσπορισμός αποτελούσε τον πρωταρχικό επιχειρηματικό στόχο, σε βάρος οποιασδήποτε στρατηγικής ή μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
Η έννοια του μάρκετινγκ δεν είχε ενσωματωθεί στον τρόπο σκέψης των τοπικών επιχειρηματιών· στην καλύτερη περίπτωση εκλαμβανόταν ως απλή διαφήμιση, χωρίς ουσιαστικό στρατηγικό προσανατολισμό. Επιπλέον, οι συνεργασίες ήταν κατά βάση βραχυπρόθεσμες και αφορούσαν αποκλειστικά την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων και άμεσων στόχων, χωρίς να συγκροτούνται σταθερά σχήματα συνεργειών ή δικτύωσης.
Ο μακροχρόνιος επιχειρηματικός σχεδιασμός απουσίαζε σχεδόν πλήρως, ενώ η δυνατότητα πρόβλεψης ή διαχείρισης εξωτερικών παραγόντων –όπως οικονομικές κρίσεις, μεταβολές στη διεθνή αγορά ή πολιτικά γεγονότα– παρέμενε περιορισμένη. Η απουσία θεσμικής παιδείας και η έλλειψη αναγνώρισης της μόρφωσης ως εργαλείου στρατηγικής οργάνωσης και ανθεκτικότητας οδήγησαν στην αποδυνάμωση πολλών επιχειρήσεων γουνοποιίας και στην αδυναμία συγκρότησης συλλογικών μορφών δράσης και υποστήριξης.
Οι αντιλήψεις αυτές επεκτάθηκαν και στο πολιτικό πεδίο, επηρεάζοντας καθοριστικά τις επιλογές των πολιτών, ιδίως στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η προτίμηση υποψηφίων χωρίς διοικητικές ή οργανωτικές δεξιότητες και χωρίς τυπική πανεπιστημιακή κατάρτιση συνιστά έκφραση μιας πολιτισμικά διαμορφωμένης στάσης, η οποία προκρίνει την εμπειρική “γνώση” έναντι της θεσμικά κατοχυρωμένης επάρκειας.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα, έχει σχεδόν κανονικοποιηθεί και η ιδέα ότι η ενασχόληση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί –και πρέπει– να προσφέρει οικονομική εξασφάλιση. Για πολλούς, το να διεκδικεί κανείς μια θέση στον δήμο όχι για να προσφέρει, αλλά για να εξασφαλίσει έναν μισθό ή μια «θέση», δεν μοιάζει παράλογο – ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια βαθιά στρέβλωση του δημοσίου ήθους.
Η ενασχόληση με την τοπική αυτοδιοίκηση μετατρέπεται έτσι σε εργαλείο προσωπικής επιβίωσης, σε ένα είδος «επιχειρηματικής εναλλακτικής» για όσους δεν ευδοκίμησαν στον ιδιωτικό τομέα. Και αυτή η αντίληψη, όταν ριζώνει, αποσαρθρώνει κάθε έννοια προσφοράς, σχεδίου και κοινής ευθύνης.
Η επιχειρηματική και πολιτική κουλτούρα της Καστοριάς, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά, βασίστηκε σε μια αντίληψη της επιτυχίας που αντλείται από την εμπειρική γνώση, την ατομική επινοητικότητα και την άμεση οικονομική ανταμοιβή. Αν και αυτό το μοντέλο απέδωσε σε παλαιότερες οικονομικές συνθήκες, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον, η ανάγκη για θεσμική οργάνωση, καθώς και οι κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών ανέδειξαν τα όριά του. Η περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης, η απόρριψη του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και η κανονικοποίηση της πολιτικής ως μέσο βιοπορισμού συνθέτουν ένα πλαίσιο που δυσχεραίνει κάθε συλλογική πρόοδο.
Η υπέρβαση αυτής της κατάστασης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τεχνικές παρεμβάσεις ή επιφανειακές αλλαγές προσώπων. Απαιτείται μια ουσιαστική πολιτισμική αναθεώρηση, που να αναγνωρίζει τη σημασία της εκπαίδευσης, της οργάνωσης, της στρατηγικής διοίκησης και της διαφανούς πολιτικής συμμετοχής. Μόνο μέσα από μια τέτοια μετάβαση μπορεί η Καστοριά να κινηθεί προς ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μέλλον – επιχειρηματικά, θεσμικά και κοινωνικά.
με το Ν και το Σ