Στην παραλίμνια πόλη της Δυτικής Μακεδονίας με τα 7 τζαμιά κατά την οθωμανική περίοδο, σήμερα απόμεινε μόνο ένα, το εντυπωσιακότερο από όλα, το Κουρσούμ Τζαμί
Εφτά μιναρέδες ξεχώριζαν από μακριά και εφτά τζαμιά υπήρχαν στην πόλη της Καστοριάς στα 527 χρόνια κατάκτησής της από τους Οθωμανούς.
Το εντυπωσιακότερο και μεγαλοπρεπέστερο όλων, ήταν το Κουρσούμ Τζαμί, με τον μολυβδοσκέπαστο θόλο, όπως δηλώνει και το όνομά του.
Αφημένο στη φθορά του χρόνου το Κουρσούμ Τζαμί αναστηλώνεται μέσα από ένα μεγάλο πρόγραμμα ύψους 1 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στο τέλος του 2025 θα δοθεί στην πόλη και στους πολίτες, για πολιτιστικές χρήσεις. Είναι μάλιστα ιδανικό για μουσικές εκδηλώσεις, λόγω της εξαιρετικής ακουστικής του.
«Το τέμενος Κουρσούμ βρίσκεται στην πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου σε ένα από τα λίγα πλατώματα που διαμορφώνονται στη βραχώδη χερσόνησο της Καστοριάς. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο σήμερα τζαμί από τα επτά που οικοδομήθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση. Βρισκόταν στο εσωτερικό της τειχισμένης πόλης και ανήκε στον τύπο του μονόχωρου θολωτού τζαμιού με προστώο και χρονολογείται με τα μέχρι σήμερα δεδομένα στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα», λέει στη Voria.gr, η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καστοριάς, Ανδρομάχη Σκρέκα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του είναι πως στη θέση εκείνη υπήρχε μια τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική, τον 13ο αιώνα στο ίδιο σημείο ένα εκτεταμένο νεκροταφείο χωρικών της περιοχής και τον 15ο αιώνα ανεγέρθηκε το τζαμί, έτσι το μνημείο αποτελεί ένα παλίμψηστο της ιστορίας της Καστοριάς στη διαχρονία.
Τα τζαμιά αποτελούσαν αναπόσπαστα κομμάτι της ιστορίας της πόλης, ωστόσο δεν υπήρξε μέριμνα για τη διάσωση και την ανάδειξή τους. Το ενδιαφέρον για το Τέμενος Κουρσούμ αναζωπυρώθηκε το 2014 όταν επί δημαρχίας Ανέστη Αγγελή, με πρωτοβουλία του τότε Αντιδημάρχου Πολιτισμού και Παιδείας Λεωνίδα Παπαδημητρίου, ανατέθηκε από το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα για την «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων» της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. η εκπόνηση διπλωματικής εργασίας για το συγκεκριμένο μνημείο. Στο πλαίσιο αυτό το τζαμί αποτυπώθηκε, τεκμηριώθηκε ιστορικά και διερευνήθηκαν πιθανές μελλοντικές του χρήσεις .
Στη συνέχεια η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καστοριάς σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού, εξασφάλισε χρηματοδότηση για την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών, ώστε το έργο της αποκατάστασης και συντήρησης των τοιχογραφιών του μνημείου να αποκτήσει ωριμότητα για να ενταχθεί σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Όπως και έγινε, αφού συμπεριλήφθηκε από το υπουργείο στη γενικότερη δράση « Πολιτιστικές Διαδρομές σε εμβληματικούς χώρους και μνημεία» με χρηματοδότηση ύψους 1.000.000 ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με ορίζοντα υλοποίησης τα τέλη του 2025.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, οι εργασίες ξεκίνησαν με την αφαίρεση των όγκων χωμάτων από το εσωτερικό του μνημείου για την ενίσχυση της θεμελίωσής του. Η ανασκαφή έφερε στο φως θεμέλια παλαιότερου κτηρίου, δάπεδα, ταφές και άλλες σταθερές κατασκευές κι αποφασίστηκε η επέκταση της ανασκαφής και στον περιβάλλοντα χώρο του τζαμιού.
Συγκεντρωτικά, αποκαλύφθηκαν τμηματικά δύο παράλληλοι τοίχοι, μήκους 11μ και πλάτους 0,90μ., κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθους της περιοχής, πλίνθους και άφθονο λευκό ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Στην άνω επιφάνειά τους διαμορφώνονταν τετράπλευρες κατασκευές για τη στήριξη της ανωδομής του κτηρίου. Στα ανατολικά αποκαλύφθηκε θεμέλιο τοίχου με άνοιγμα στο μέσο που οδηγούσε σε άλλον χώρο.
Επίσης, ανασκάφηκαν αποσπασματικά τρία πλίνθινα δάπεδα, από τα οποία το αρχικό αποτελούνταν από τετράγωνες πήλινες πλάκες, ενώ τα υπόλοιπα δύο, ήταν κατασκευασμένα από ορθογώνιες πλίνθους και αποτελούσαν πιθανώς επισκευές του αρχικού σε μικρή σχετικά χρονολογική απόσταση.
«Επιπλέον, κατά την ανασκαφή προέκυψαν 25 ταφές που περιείχαν 47 άτομα, εκ των οποίων 28 ήταν ενήλικες και 19 ανήλικοι. Κατά κύριο λόγο βρέθηκαν προσανατολισμένοι στον άξονα Δ-Α σε ύπτια θέση με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιακή χώρα ή στο στήθος. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία της προκαταρκτικής οστεολογικής μελέτης μπορούμε να υποθέσουμε ότι το πληθυσμιακό αυτό δείγμα αντιπροσωπεύει μια κοινωνία με χαμηλό βιοτικό επίπεδο που σχετίζεται με χειρωνακτικές εργασίες», αναφέρει η κ. Σκρέκα και προσθέτει: «Οι ταφές ήταν κατά κανόνα λαξευτές στον φυσικό βράχο ή λακκοειδείς, ενώ βρέθηκαν και δύο κιβωτιόσχημες στον χώρο μεταξύ των δυο τοίχων που ανήκαν σε ενήλικες άνδρες. Η μία εντοπίστηκε κάτω από δάπεδο, ενώ στην επίχωση που αφαιρέθηκε, βρέθηκαν 17 νομίσματα, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη 13ου με αρχές 14ου αι., μεταλλικά κομβία, πήλινος βόλος, εξάρτημα από ενδυμασία κ.ά. Επίσης, περισυλλέχτηκαν γυάλινα θραύσματα και μεγάλη ποσότητα οστών ψαριών που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με νεκρικές τελετές».
Ενδιαφέρον παρουσίασε η ανεύρεση σχεδόν επιφανειακά εκτός του περιγράμματος του τεμένους ενός «θησαυρού», ο οποίος αποτελούνταν από 60 χάλκινα νομίσματα, που χρονολογήθηκαν στον 13ο αι. Βρέθηκε επίσης ένας λάκκος με ταφές 14 ανήλικων, ανάμεσά τους και ένα βρέφος και 6 ενήλικων.
Οι ανασκαφές και η μελέτη του υλικού οδηγούν τους αρχαιολόγους της ΕΦΑ Καστοριάς στο συμπέρασμα, πως έχει αποκαλυφθεί το μεσαίο κλίτος πλάτους 4,7μ. μιας τρίκλιτης βασιλικής, της οποίας το ανατολικό όριο έχει καταστραφεί, καθώς στο επίπεδο εκείνο διαμορφώθηκε η πλατεία, όπως και το δυτικό από την ανέγερση των σύγχρονων οικοδομών.
«Τυπολογικά, η κατασκευή παραπέμπει στις τρίκλιτες μεσοβυζαντινές βασιλικές της πόλης και της ευρύτερης περιοχής ( Άγιοι Ανάργυροι και Άγιος Στέφανος στην Καστοριά, βασιλική Σερβίων κ.ά.). Η χωροθέτησή της, άλλωστε, σε μία από τις δυο παλαιότερες συνοικίες της πόλης, τη συνοικία Οικονόμου, συνάδει με την παρουσία ναών της ίδια περιόδου σε αυτήν, όπως της Παναγίας Κουμπελίδικης, του Άγιου Δημητρίου, του Ταξιάρχη Γυμνασίου», επισημαίνει η κ. Σκρέκα, ωστόσο ακόμη δεν είναι βέβαιο ποια από τις παλιές εκκλησίες της πόλης ήταν.
«Εάν ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία ή την Αγία Παρασκευή, όπως ισχυρίζονται ο Τσαμίσης και ο Ορλάνδος αντίστοιχα, δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι πως ο αρχικός ναός μετατρέπεται τον 13ο αι. σε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο, όπως επιβεβαιώνουν τα κινητά ευρήματα στις ταφές και οι συνεχείς επισκευές των δαπέδων. Τον 15ο αι. με την οθωμανική κατάκτηση θεμελιώνεται το τζαμί στον φυσικό βράχο και στα θεμέλια της βασιλικής, ενώ χρησιμοποιείται οικοδομικό υλικό της εκκλησίας για την κατασκευή του», καταλήγει.
Η πρόταση της ΕΦΑ Καστοριάς προς το υπουργείο είναι να παραμείνει η ανασκαφή ορατή για τους επισκέπτες με την τοποθέτηση δαπέδου από γυαλί ασφαλείας.