Το Ιράν πυροδότησε συνθήκες ανάφλεξης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και πλέον απομένει να καταδειχθεί το πως θα επηρεάσει η επίθεση κατά του Ισραήλ τις διεθνείς αγορές.
Κυρίως την αγορά πετρελαίου και λοιπόν εμπορευμάτων. Το βάθος της επίδρασης εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει η διεθνής κοινότητα. Και από το εάν η απάντηση αυτή είναι ικανή να σταματήσει τη διένεξη σε αυτή τη φάση ή αποδειχθεί πως αυτό δεν είναι εφικτό και έχουμε περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Στην έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος, αναλύεται ως πιθανό ένα ενδεχόμενο κλιμάκωσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή με μια ευρύτερη εμπλοκή χωρών καθώς και παρατεταμένης διάρκειάς της.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, σε μια περίπτωση μιας τέτοιου είδους ανάφλεξη θα πρέπει να αναμένουμε μια έμμεση αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μέσω των διαύλων που συνδέονται κυρίως με τις τιμές των καυσίμων και με την αύξηση της αβεβαιότητας, οι οποίες θα επηρεάσουν τις επιλογές όλων των ταξιδιωτών, τις μεταφορές, καθώς και τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Να σημειωθεί πως ήδη το πετρέλαιο Μπρεντ βρίσκεται στα 90 δολάρια ανά βαρέλι και η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης στην Ελλάδα ξεπερνάει σε μέσα επίπεδα τα 2 ευρώ ανά λίτρο.
Παράλληλα η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα υπάρξει μείωση της εξωτερικής ζήτησης ελληνικών προϊόντων, καθώς και αναβολή ταξιδιών λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και του φόβου τρομοκρατικών ενεργειών, με μείωση των εισροών στο ισοζύγιο πληρωμών.
Προβλήματα θα μπορούσαν να ανακύψουν και για τα δημοσιονομικά της χώρας, καθώς αναμένεται να αυξηθούν οι τιμές των καυσίμων και ειδικά του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η νέα κρίση θα μπορούσε να χτυπήσει ξανά την εφοδιαστική αλυσίδα, προκαλώντας τη συνεπαγόμενη αύξηση των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών. Θα πυροδοτούσε δηλαδή έναν νέο κύκλο αύξησης του πληθωρισμού, ενδεχομένως σε επίπεδα που δεν είδαμε ούτε στην ενεργειακή κρίση, στην περίπτωση της χώρας μας.
Το τέταρτο δυνητικό πλήγμα σχετίζεται με την αναβολή επενδυτικών σχεδίων και μείωση των ροών ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς και η ενδεχόμενη επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης στην παγκόσμια και στην εγχώρια οικονομία λόγω ανόδου της αβεβαιότητας και επαναξιολόγησης των κινδύνων. Θα προκαλέσει δηλαδή ανάσχεση της ανάπτυξης, ενδεχομένως και ύφεση στην οικονομία.
Το εάν όλα τα παραπάνω αρνητικά σενάρια επιβεβαιωθούν, θα εξαρτηθεί από το πως η διεθνής κοινότητα θα παρέμβει προκειμένου να τεθεί τέλος σε αυτή τη σύγκρουση η οποία δημιουργεί νέα δεδομένα στην παγκόσμια γεωπολιτική σφαίρα.