Από τον Γράμμο έλκει την καταγωγή του ο συγγραφέας Δημήτρης Μάνος που καταγίνεται με το θέατρο, την ποίηση και την πεζογραφία.
Δομημένο στιχούργημα, αυτή η τόσο «κλασική» στη μορφή της ποιητική έκφραση κι εκδήλωση πάθους φωτεινού που και τον θάνατο αψηφάει αφού αναφωνεί: «Διόνυσε, έαρ γλυκύ της κλίνης μου! Άχραντη κόρη του αέναου δράματος, εγώ, στα πόδια σου προσπέφτω. Ανύμφευτή είμαι πένομαι…» (σελ. 21).
Έντονη δραματικότητα που αποκλείει κάθε ψυχρότητα του συναισθήματος, κάθε θολό υπεισερχόμενο διανόημα. Στο ίδιο ποίημα «Άχραντη κόρη» παραπέμπει αντιστρόφως στον Ευριπίδειο «Ιππόλυτο» και στην περίφημη ρήση «μισώ τη μέρα και το φως» (στιχ. 355). Αυτή η σχεδόν μεσογειακή μη παραίτηση από το ανέφικτο πλησιάζει το πόνημα αυτό στον «Καλιγούλα» του Καμύ.
Ο ποιητής καταφεύγει στην αρχαία ελληνική Μυθολογία και Γραμματεία προκειμένου να μιλήσει για οικεία κακά και να ξεθάψει από τις εσχατιές της μνήμης τον θησαυρό της πλούσιας, πολύχρωμης κι αισθαντικής ψυχής του. Π.χ: Διαβάστε το ποίημα: «Το παράπονο της Μήδειας»
Ο Νίτσε κι ο Σοπενχάουερ πρωταγωνιστούν στο φιλοσοφικό του σύμπαν κι η κραυγή του είναι έρρυθμη, έλλογη, κ ε κ ο σ μ η μ έ ν η, με όλα τα λαϊκά μοτίβα από την μακραίωνη παράδοσή μας.
Τα δίστιχα, μονόστιχα και ολιγόστιχα στις ζυγές σελίδες ποιήματα υποδηλώνουν τον απευθυνόμενο έρωτα που αναφέρεται και λογοδοτεί, παρακαλεί και επικαλείται το αντικείμενο του πόθου του. Αντίθετα στις μονές σελίδες υπερισχύει η φιλοσοφία κι ο διδακτισμός, μόνη καταφυγή της εμπειρίας όταν δεν προσμένει πολλά πια από την όποια πραγμάτωση σε μελλοντικό και παρόντα χρόνο.
Ποίηση στενά συνυφασμένη με την ελληνική γλώσσα, το ελληνικό τοπίο,
στις εδώ προσλαμβάνουσες. Ποίηση σχεδόν αμετάφραστη, αλλά πλέον «εξωτική» όταν μεταφραστεί.