Κάθε φορά που μιλάω με τη συγγραφέα Νίνα Ράπη, υπάρχει και ένας καινούργιος λόγος να τη συγχαρώ. Έχει γράψει θεατρικά έργα, διηγήματα, δοκίμια, έχει διδάξει δημιουργική και θεατρική γραφή σε δύο από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αγγλίας, έχει εκδώσει περιοδικό – και έχει διακριθεί επίσημα στα περισσότερα από αυτά.
Οι βραβεύσεις της και το ανέβασμα των έργων της σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και στις πιο σημαντικές σκηνές της Αγγλίας, θα μπορούσαν να είναι αρκετά για να την πείσουν να παραμείνει στο Λονδίνο, όπου και διέμενε για πολλά χρόνια. Η συγγραφέας παρέκκλινε και ήρθε στην Ελλάδα όμως, επιλέγοντας την Αθήνα ως τόπο διαμονής αντί για το Άργος Ορεστικό Καστοριάς απ’όπου και κατάγεται.
Αυτή η παρέκκλιση δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό στην πορεία της. Η Νίνα Ράπη παρεκκλίνει, γράφει γι’αυτό, εστιάζει συχνά στην σεξουαλικότητα και αυτός είναι ο δικός της τρόπος να καταπολεμά το ‘τίποτα’. Λίγες μέρες μετά την τελευταία της βράβευση στο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό UNESCO, μιλήσαμε για τις παρεκκλίσεις, τη σεξουαλικότητα, τη ‘μεγέθυνση του τίποτα’ καθώς και για τις τέχνες και τους νέους συγγραφείς στην Ελλάδα.
Το τίμημα του να είσαι/κάνεις κάτι διαφορετικό
Ιωάννα Μανέτα: Στο θεατρικό σας έργο ‘Άγριες Νότες’ “οι θεατές γίνονται μάρτυρες των πιο σκληρών τεχνικών αναμόρφωσης, σε αυτό το πείραμα-μάθημα, για όλους όσους τυχόν παρεκκλίνουν”, όπως διαβάζω. Ποιες παρεκκλίσεις είδατε και σας ενέπνευσαν να βασίσετε το έργο σας σε κάτι τέτοιο;
Νίνα Ράπη: Ναι, αυτό ισχύει. Βασικά ο τρόπος που προσλαμβάνω και βιώνω την πραγματικότητα-και αυτό βγαίνει και στη δουλειά μου-είναι ότι όταν παρεκκλίνεις από το ‘κανονικό’ τιμωρείσαι, απομονώνεσαι, τίθεσαι υπό καταστολή. Αυτό βέβαια γίνεται και σε προσωπικό και σε πολιτικό επίπεδο.
Κατά κάποιον τρόπο όταν γίνεται σε προσωπικό επίπεδο είναι ακόμη πιο οδυνηρό. Είναι ενδιαφέρον ότι όταν εγώ έγραψα τις ‘Άγριες Νότες’, δεν έγραφα, συνειδητά τουλάχιστον, ένα ‘πολιτικό’ έργο, αν και βέβαια έχω σαφώς πολιτική συνείδηση και αυτό διαποτίζει τα έργα μου. Αλλά το είδα κυρίως σαν ένα προσωπικό/υπαρξιακό αδιέξοδο ανθρώπων που παρεκκλίνουν από τα επιβαλλόμενα πρέπει.
-
Η συγγραφέας Νίνα Ράπη, Φωτογραφία του Χρήστου Κυριαζίδη
ΙΜ: Ποιες παρεκκλίσεις ‘τιμωρούνται’; Και με ποιον τρόπο;
ΝΡ: Η μία και πιο κεντρική στο έργο παρέκκλιση είναι το να δημιουργείς, το να παράγεις τέχνη πέρα από τα αναμενόμενα, τα ‘καθησυχαστικά’, τα συνήθως αποδεκτά. Νιώθω ότι μας επιβάλλεται όχι μόνο να δημιουργούμε σύμφωνα με το τι είναι αποδεκτό ήδη, δηλαδή χωρίς πολλές προκλήσεις/παρεκκλίσεις από το σύνηθες, αλλά και να ‘καταναλώνουμε’ παρόμοια τέχνη – από τη γελοιότητα του βαριά mainstream/υπερ-εμπορικού σινεμά, θεάτρου, βιβλίου έως την αναπαραγωγή αποδεκτής θεματικής και φόρμας στον πιο ‘εναλλακτικό’ χώρο.
Η άλλη παρέκκλιση στο έργο είναι η διαφορετικότητα και αυτό είναι σε πολιτικό επίπεδο. Δηλαδή η εξουσία μέσα από τον Μαρμαρά θέλει να εντοπίσει τι είναι αυτό που τον κάνει όχι μόνο διαφορετικό αλλά και αποτελεσματικό στη τέχνη του, δηλαδή να έχει απήχηση και να “κάνει τον κόσμο για λίγες στιγμές να μη θέλει να φουντάρει; Και ίσως κάτι να αλλάξει μέσα του;”
ΙΜ: Ποιες είναι οι συνέπειες που αντιμετωπίζει κάποιος όταν κάνει κάτι διαφορετικό;
ΝΡ: Οι συνέπειες είναι η καταστολή αλλά και το ‘σε βάζω σε κλουβί όπως στον ζωολογικό κήπο για να σε παρακολουθώ.’
Το δεύτερο βέβαια σε προσωπικό επίπεδο γίνεται συνέχεια. Αν κάνεις κάτι το διαφορετικό γίνεσαι μεν αντικείμενο περιέργειας, και αυτό είναι καλό αν η περιέργεια είναι εποικοδομητική, αλλά μπορείς να γίνεις και αντικείμενο ‘μόνιμης παρακολούθησης και επίβλεψης’ από νοσηρότητα και από την ανασφάλεια που νιώθουν άτομα (και αρχές) για ό,τι διαταράσσει την ‘κανονικότητα’ τους.
ΙΜ: Μου έχει μείνει πολύ μία φράση από ένα βιβλίο, το ‘Εγώ σε ξέρω’, που εκφράζεται από τη μία ως ένδειξη οικειότητας και ίσως τρυφερότητας, αλλά από την άλλη μπορεί να εξελιχτεί σε φυλακή, γιατί έχεις την άδεια να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με αυτήν την εικόνα που έχει για σένα αυτός που λέει ‘Εγώ σε ξέρω’. Και όταν μιλάμε για παρεκκλίσεις, εμένα μου έρχεται αυτό στο μυαλό. Είτε το προσωπικό ‘Εγώ σε ξέρω’ του ανθρώπου που έχεις δίπλα σου (η άλλη όψη του ‘δε σε αναγνωρίζω!’) είτε το κοινωνικό ‘εγώ ξέρω τι μπορείς να κάνεις ως γυναίκα’ για παράδειγμα, και μέχρι εκεί. Σε προσωπικό επίπεδο, τι γνώμη έχετε εσείς για το ‘Εγώ σε ξέρω’ των κοντινών σχέσεων;
ΝΡ: Το ‘Εγώ σε ξέρω’ σε πρώτο επίπεδο μου ακούγεται απειλητικό. Δηλαδή κάπου σαν το ‘ξέρω που μένεις, δεν μου ξεφεύγεις’, εγώ έχω την εξουσία και εγώ καθορίζω τη συμπεριφορά σου. Και επανερχόμαστε στο ‘μη τολμήσεις να παρεκκλίνεις’. Γιατί αλίμονο σου. Αυτή είναι η πρώτη μου αίσθηση.
Βέβαια μπορεί να λειτουργήσει και θετικά αν και έτσι όπως είναι τοποθετημένο μου ακούγεται πιο πολύ σαν εξουσιαστικό παιχνίδι παρά σαν μια ένδειξη τρυφερότητας και αγάπης.
Το σε ‘δέχομαι όπως είσαι’ βέβαια είναι το κάτι άλλο. Αυτό ναι.
-
Λευτέρης Παπακώστας (Μαρμαράς) και Βάλια Παπαχρήσου (Αντικαταστάτρια) στις ‘Άγριες Νότες’ της Νίνας Ράπη, σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, Φωτογραφία της Μαρίας Αλβανού
ΙΜ: Συμβαίνει πιστεύετε;
ΝΡ: Ναι συμβαίνει σίγουρα, κυρίως σε φιλίες. Δέχεσαι τις φίλες και φίλους σου αν και ξέρεις τα ελαττώματα τους. Δεν είναι όμως μόνο φιλίες. Το ίδιο γίνεται και σε ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις. Μια βασική αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου – σε οποιοδήποτε επίπεδο- είναι απαραίτητη για μια αρμονική σχέση.
Αρκεί αυτή η αποδοχή του ‘όπως είσαι’ να μην εμπεριέχει κακοποίηση.
Η ‘λοξή’ ματιά στη σεξουαλικότητα είναι η ευρεία ματιά στη σεξουαλικότητα
ΙΜ: Οι ‘φύσεις’, τι ρόλο όμως παίζουν σε κοινωνικό επίπεδο σε αυτήν την αποδοχή; Δηλαδή, το να λέμε σε σχέση με τα φύλα-ένας άλλος τομέας που πιστεύω ότι οι διακρίσεις βασιλεύουν-ότι η γυναικεία φύση είναι έτσι, η αντρική έτσι κλπ. Εσείς κατ’αρχήν πιστεύετε ότι υπάρχει γυναικεία φύση;
ΝΡ: Όχι γυναικεία φύση δεν υπάρχει. Είναι ένας μύθος. Όπως είπε και η Σιμόν ντε Μποβουάρ: “Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι.” Αν γεννιόσουν γυναίκα δεν θα είχες συνεχώς τις παροτρύνσεις ‘γίνε πιο γυναίκα’ κλπ. Πιο γυναίκα από ποιο πρότυπο; Το μυθικό βέβαια, το μη υπάρχον στην πραγματικότητα.
Το να δεχτούμε την έννοια της ‘γυναικείας’ και ‘αντρικής’ φύσης είναι διαβατήριο για ατέλειωτες προκαταλήψεις, διακρίσεις και βία.
Πιστεύω ότι η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα είναι κοινωνικές κατασκευές. Και σαν τέτοιες είναι συνέχεια εν εξελίξει, δεν είναι κάτι το φιξαρισμένο δηλαδή. Οι έννοιες αυτές εξελίσσονται. Π.χ. σε μερικές κοινωνίες θεωρείται de rigueur για άντρες να στολίζονται, να βάφονται και να δείχνουν τα κάλλη τους στις γυναίκες. Και κοινωνίες όπου οι γυναίκες κυριαρχούν και οι άντρες έχουν βοηθητικό ρόλο.
Επίσης, το κλασσικό ‘οι άντρες δεν κλαίνε’ είναι ένα ψέμα. Προσωπικά ξέρω πολλούς άντρες, και ετερό και gay, που κλαίνε. Φυσικό είναι, πονάς, κλαις. Τελείωσε. Αν κάτσεις να σκεφτείς ‘υποφέρω, θέλω να κλάψω, να ξεσπάσω αλλά σαν άντρας δεν πρέπει’, την έβαψες. Καταπιέζεις τον εαυτό σου, τα συναισθήματα σου, την έκφραση σου, την ίδια σου την ύπαρξη. Και αυτή η καταπίεση θα μετατραπεί σε επιθετικότητα που θα βλάψει όχι μόνο εσένα αλλά και τους γύρω σου.
Και αντιστρόφως μια γυναίκα που είναι από τη φύση της δυναμική αν καταπιέσει αυτόν τον δυναμισμό επειδή ‘δεν είναι θηλυκή συμπεριφορά’ δήθεν, και τον εαυτό της αδικεί αλλά και την κοινωνία που θα επωφεληθεί από αυτό τον δυναμισμό.
-
Η θέα της άμεσης καθημερινότητας της συγγραφέως από το γραφείο της, Από το προσωπικό αρχείο της Νίνας Ράπη
ΙΜ: Έχετε ασχοληθεί γενικότερα με τη σεξουαλικότητα μέσα από τα γραπτά σας, όπως και τώρα που εκφράζετε μία “queer ματιά” μέσα από τη ραδιοφωνική σας εκπομπή στο ραδιόφωνο του beton7. Πώς χαρακτηρίζεται αυτή η ματιά, πώς την προσεγγίζετε εσείς;
ΝΡ: Ναι σίγουρα, και αυτό βγαίνει και στα θεατρικά και τα διηγήματα μου αλλά έχω γράψει και δοκίμια για τη σεξουαλικότητα αλλά και την αισθητική.
Στην εκπομπή Spiccato υιοθετώ μια queer ματιά δηλαδή μια ‘λοξή’ ματιά στην πραγματικότητα και την τέχνη. Ο όρος ‘queer’ με αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερο από τους όρους gay/λεσβία, είναι πολύ ευρύτερος.
Το κίνημα queer ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και εκφράστηκε αρχικά ενάντια στον συντηρητισμό του LGBT κινήματος, το οποίο είχε αναπτύξει ένα είδος αστυνόμευσης παρεκκλίσεων και αυτό βέβαια είναι μια τεράστια ειρωνεία. Το queer κίνημα πήρε τέσσερις βασικές μορφές, σαν: ακτιβισμός (π.χ. ACT UP), θεωρία (π.χ. Judith Butler), αισθητική (π.χ. Derek Jarman) αλλά και σαν πιο ελεύθερη σεξουαλικότητα (σαν κάτι πολύ ανοιχτό που συμπεριλαμβάνει κάθε είδους σεξουαλικότητα που παρεκκλίνει από την ετερο-κανονικότητα.)
Ο δρόμος από το τίποτα προς το κάτι (άλλο)
ΙΜ: Από τη σεξουαλικότητα πάμε σε μία άλλη ιδέα που έχει κερδίσει την προσοχή πολλών αναγνωστών σας, τη μεγέθυνση του τίποτα: “είναι σαν να λες ‘γιατί άφησες το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε η μύγα’” διαβάζουμε στην ‘Κατάσταση Φούγκας’. Πώς εκφράζεται αυτό στην καθημερινότητα; Που το εντοπίζετε;
ΝΡ: Χα, ωραίο αυτό. Βασικά αυτό ήταν ένα σχόλιο μιας φίλης ενάντια σε μια παράσταση που κατά τη γνώμη της έκανε ακριβώς αυτό:”είναι σαν να λες ‘γιατί άφησες το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε η μύγα’ “. Το βρήκα τόσο αστείο αλλά και πνευματώδες και πετυχημένο που ανέπτυξα ένα διήγημα γι αυτό.
Η ειρωνεία είναι ότι πράγματι παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση ένιωθες ότι ναι υπάρχει δεξιοτεχνία εδώ αλλά τι μας λες; Μας λες κάτι; Ή απολύτως τίποτε;
Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο είναι μια κριτική για την μεγέθυνση του τίποτε, για την προσκόλληση στη φόρμα ενάντια στο περιεχόμενο, για την εμμονή στην λεπτομέρεια ενάντια στην ουσία.
ΙΜ: Αυτό φαντάζομαι όμως ότι δεν αφορά μόνο το θέατρο.ΝΡ: Όχι, σίγουρα. Το βλέπεις και στην καθημερινή ζωή. Και στον Τύπο. Άπειρες συζητήσεις για το τίποτε.
-
Παρουσίαση του βιβλίου ‘Κατάσταση Φούγκας’ με τις Έρση Σωτηροπούλου και Έλενα Πέγκα στο βιβλιοπωλείο ‘Επί Λέξει’ τον Μάρτιο 2015, Από το προσωπικό αρχείο της Νίνας Ράπη, Φωτογραφία της Μαρίας Αλβανού
ΙΜ: Έχετε στο νου σας κάποια παραδείγματα αυτού του τίποτα;
ΝΡ: Εντάξει το πιο πρόσφατο ήταν ο ‘ωραίος Κρητικός’ στη διαδήλωση των αγροτών στην Αθήνα που έγινε viral. Αν και προσωπικά το διασκέδασα για λίγες στιγμές, όπως είπε και ο ίδιος “εμείς πήγαμε εκεί για άλλο σκοπό και αυτό πήγε αλλού.”
Είναι κάτι που γίνεται συχνά. Εστίαση σε μια λεπτομέρεια που αποτραβά την προσοχή από κάτι σημαντικό σε κάτι ασήμαντο.
Και φυσικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συχνά η αποθέωση του τίποτε.ΙΜ: Αντίδοτο; Ποιο είναι;ΝΡ: Αντίδοτο; Μμμ…Εντάξει, σε γενικό επίπεδο: παιδεία, αγωγή και πολιτισμός. Σε προσωπικό επίπεδο η επιδίωξη μιας κάποιας ποιότητας ζωής.
Δηλαδή αν ασχολείσαι με κάτι δημιουργικό, παραγωγικό, αν κάνεις καλές συζητήσεις με φίλες και φίλους, αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να ερωτεύεται, αν πας μια βόλτα στη φύση, ακούς ωραία μουσική, πας σε μια γκαλερί, ασχολείσαι με κάτι που σε ενδιαφέρει, σε κινητοποιεί, σου δίνει ενέργεια, αν συνδέεσαι με τους γύρω σου, αυτο-οργανώνεσαι και κάνεις κάτι, δεν θα ανέχεσαι τις ηλιθιότητες που ποζάρουν για διασκέδαση, δεν θα έχεις ανάγκη τον εθισμό στην ανελέητη ροή του facebook, δεν θα παρασύρεσαι από το μηδαμινό, το ψεύτικο και την ασχήμια αλλά θα σε ελκύει το κάτι άλλο, το αληθινό, το όμορφο.
Η Ελλάδα, η επαρχία της και οι νέοι θεατρικοί συγγραφείς της
ΙΜ: Τι κατάσταση βρήκατε στην Ελλάδα κατά την επιστροφή σας, στον τομέα των τεχνών και του πολιτισμού;
ΝΡ: Αυτό που μου έκανε ευχάριστη έκπληξη στην Ελλάδα όταν γύρισα ήταν, και είναι, ο δημιουργικός αναβρασμός που υπάρχει. Βλέπω μια ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία που είναι εμπνευστική.
ΙΜ: Η επαρχία; Τι ρόλο έχει τώρα στην πνευματική ζωή της Ελλάδας και ποιες είναι οι δυνατότητες της;
ΝΡ: Μου αρέσουν οι ρυθμοί στην επαρχία, δηλαδή την Καστοριά που είναι η επαρχία που γνωρίζω καλά. Μου αρέσει το γεγονός που ακόμη υπάρχει μια ανθρώπινη, ζεστή κλίμακα. Λυπάμαι όμως που δεν υπάρχει ούτε ένα Πολιτιστικό Κέντρο εδώ.Εν αντιθέσει, στο Άργος Ορεστικό υπάρχουν πέντε Πολιτιστικά Κέντρα!
Ενώ στην Καλαμάτα λειτουργούν εντυπωσιακοί πολιτιστικοί χώροι και φορείς. Στη Δράμα υπάρχει το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η Πάτρα, η Κοζάνη, το Ηράκλειο έχουν Δημοτικό Θέατρο, η Καβάλα έχει ετήσιο θεατρικό φεστιβάλ. Η Φλώρινα έχει Σχολή Καλών Τεχνών, Masters σε Δημιουργική Γραφή, τα Πρέσπεια. Γιατί να μην υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Καστοριά που προσφέρεται με το υπέροχο υπαίθριο αμφιθεατρικό της θέατρο και το αεροδρόμιο της, ακόμη και για ένα διεθνές φεστιβάλ παραστατικών τεχνών; Γιατί δεν γίνεται κάτι τέτοιο; Θα βοηθούσε την πόλη όχι μόνο πολιτιστικά αλλά και οικονομικά.
Ευτυχώς που υπάρχουν δραστηριότητες όπως το ‘Σπασμένο Ρόδι’ που κατ’ εμέ έχει αναβαθμίσει την πνευματική ζωή της Καστοριάς κατά πολύ. Μακάρι να γίνουν περισσότερα όμως και με θεσμική υποστήριξη – εκθέσεις, παραστάσεις, προβολές ταινιών, συναυλίες, παρουσιάσεις βιβλίων.
Ο πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια, είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.
ΙΜ: Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους θεατρικούς συγγραφείς που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα;
ΝΡ: Δεν θα έλεγα συμβουλή αλλά παρότρυνση: Γράφε, γράφε, γράφε! Δημιούργησε ομάδα αμοιβαίας υποστήριξης για εποικοδομητική κριτική, ξαναδούλεψε το κείμενο, κάν’το όσο καλύτερο μπορείς. Και τόλμα: με τη φόρμα και το περιεχόμενο.Και αφού νιώσεις έτοιμη/ος, κάνε μια έρευνα να δεις ποια θέατρα ή φεστιβάλ θα ενδιαφέρονταν για το έργο σου. Ή ακόμη κάποια/κάποιος σκηνοθέτης. Μη το στέλνεις όπου νά’ναι. Κάνε επιλογές. Και αν πάρεις απόρριψη, μη το βάζεις κάτω! Πίστεψε στην αλήθεια σου. Αλλά κοίταξε αν όντως έχεις κάτι να πεις και δεν είναι το κίνητρο σου η φιλαρέσκεια ή η ματαιοδοξία. Βέβαια πολλές φορές οι λόγοι απόρριψης δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την ποιότητα της δουλειάς σου αλλά με άλλους παράγοντες. Οπότε, αφού κάτι ακόμη καίει μέσα σου, συνέχισε. Βελτίωσε τη δουλειά σου. Και αν και πάλι τίποτε δεν γίνεται, εξερεύνησε την αυτο-οργάνωση και τις συνεργατικές πρωτοβουλίες.
Η συγγραφική ζωή είναι απαιτητική αλλά προσφέρει και πολλά.