Ανάλυση του CNN για όσα μεταμόρφωσαν τον πλανήτη μας το 2025 και αξίζει να παρακολουθούμε το 2026.
Πριν από έναν χρόνο τέτοιες ημέρες, πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ο Τζο Μπάιντεν. Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη μεγαλύτερη στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων στην Καραϊβική από την κρίση των πυραύλων της Κούβας. Ρώσοι απεσταλμένοι βρίσκονται στο Μαϊάμι για να συζητήσουν μια νέα πρόταση κατάπαυσης του πυρός για την Ουκρανία, την ώρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν κλιμακώνει τις επιθέσεις του στο πεδίο. Οι ΗΠΑ έχουν εγκαταστήσει ανώτατο στρατιωτικό αξιωματούχο στο Ισραήλ για να επιβλέπει μια εύθραυστη εκεχειρία στη Γάζα, αφού βομβάρδισαν το Ιράν το καλοκαίρι. Κι ο πρόεδρος Τραμπ σχεδιάζει μια σύνοδο κορυφής στο Πεκίνο που ενδέχεται να καθορίσει τη μοίρα της Ταϊβάν, καθώς και τον ανταγωνισμό με την Κίνα στους τομείς των προηγμένων τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης.
Ο χρόνος που πέρασε μοιάζει περισσότερο μεταμορφωτικός παρά μεταβατικός, με το 2026 να διαμορφώνεται πλέον ως έτος καμπής – με πολλαπλά «καυτά» θέματα στην παγκόσμια ατζέντα.
Και ο Brett McGurk του CNN ξεχωρίζει αυτά που θα μας απασχολήσουν περισσότερο τους επόμενους μήνες.
1. Βενεζουέλα
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει αναπτύξει τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στην Καραϊβική και τον δυτικό Ατλαντικό από την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή περιλαμβάνει μια ομάδα κρούσης αεροπλανοφόρου, πολλαπλά αντιτορπιλικά, αποβατικές δυνάμεις, βομβαρδιστικά stealth και μονάδες ειδικών επιχειρήσεων.
Ο στόχος παραμένει ασαφής, αλλά ο αμερικανικός στρατός διεξάγει μια φονική εκστρατεία κατά φερόμενων ως διακινητών ναρκωτικών – πλέον με σχεδόν 30 πλήγματα χωρίς καμία έγκριση από το Κογκρέσο.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ αύξησε περαιτέρω την ένταση, ανακοινώνοντας στρατιωτικό αποκλεισμό κατά των παράνομων αποστολών πετρελαίου και την κατάσχεση περισσότερων πετρελαιοφόρων.
Ο Λευκός Οίκος φαίνεται να ελπίζει ότι ο ηγέτης της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, θα εγκαταλείψει οικειοθελώς την εξουσία για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στη Ρωσία ή αλλού. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τραμπ διατύπωσε αυτό το αίτημα απευθείας.
Πρόκειται για μια προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος, με τη στρατιωτική ισχύ να λειτουργεί ως στήριγμα.
Ωστόσο, αυτό είναι απίθανο να συμβεί. Υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα όπου η οικονομική πίεση και οι εξωτερικές απειλές από μόνες τους εξανάγκασαν έναν ηγέτη όπως ο Μαδούρο να παραδώσει την εξουσία.
Ο Τραμπ πλέον διακηρύσσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στο δυτικό ημισφαίριο – έτοιμες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ, όπου κρίνεται απαραίτητο για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η τύχη του Μαδούρο ίσως απαντήσει στο ερώτημα.
Αν αποχωρήσει από την εξουσία, λίγοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν το status των ΗΠΑ ως ηγεμονικής δύναμης στο δυτικό ημισφαίριο. «Για μένα, τίποτα από αυτά δεν φαίνεται ιδιαίτερα καλά μελετημένο», σχολιάζει ο Brett McGurk.
«Όμως τα ζάρια έχουν ήδη πέσει και ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθούν τα πράγματα τον επόμενο χρόνο θα δείξει πολλά για το τι να μπορούμε να αναμένουμε από το “Δόγμα Τραμπ” στο υπόλοιπο της δεύτερης θητείας του».

2. Ουκρανία
Τον Φεβρουάριο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα εισέλθει στον πέμπτο χρόνο της.
Οι δυνάμεις του Πούτιν έχουν παγιδευτεί στην ανατολική Ουκρανία, κοντά στα ρωσικά σύνορα, και έχουν υποστεί πάνω από 1 εκατομμύριο απώλειες. Παρόλα αυτά ο ρώσος πρόεδρος δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης, ακόμα κι αν οι στόχοι του πλέον είναι πιο περιορισμένοι.
Ο πέμπτος χρόνος ενός πολέμου μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής, είτε προς την ειρήνη καθώς τα εμπλεκόμενα μέρη φτάνουν σε εξάντληση, είτε προς μεγαλύτερους κινδύνους για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο. Ο Πούτιν δηλώνει «μελετητής της ιστορίας» και πιθανόν βλέπει τον επόμενο χρόνο ως ευκαιρία να κάμψει το ηθικό της Ουκρανίας.
Σήμερα, ωστόσο, καμία πλευρά δεν φαίνεται έτοιμη για σημαντική πρόοδο.
Ο πέμπτος χρόνος ίσως μοιάζει πολύ με τους προηγούμενους τέσσερις – με τον Πούτιν να ρίχνει ανθρώπινο δυναμικό σε έναν «μηχανισμό σφαγής» για να καταλάβει περιορισμένη εδαφική έκταση μήνα με τον μήνα, και την Ουκρανία να βασίζεται στη στήριξη των δυτικών της εταίρων για οικονομική βοήθεια και στρατιωτικό υλικό.
Ο Τραμπ προωθεί μια συμφωνία ειρήνης που φέρεται να εξασφαλίζει την ασφάλεια της Ουκρανίας, ικανοποιώντας τις περισσότερες αιτιάσεις του Κρεμλίνου.
Παρόλα αυτά ο Πούτιν δεν δείχνει διάθεση να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο, και το ερώτημα είναι αν ο Τραμπ θα τον κατηγορήσει για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων ή αν θα αποφασίσει να αποσυρθεί, υπονομεύοντας την ικανότητα της Ουκρανίας να αντέξει την επίθεση.
Με αυτή την έννοια, ο πέμπτος χρόνος του πολέμου ίσως είναι καθοριστικός – «περισσότερο όμως για την Ουάσινγκτον παρά για το πεδίο της μάχης», σχολιάζει ο McGurk.

3. Ταϊβάν
Μια χαρακτηριστική εικόνα του 2025 είναι το φιλικό ενσταντανέ κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Πεκίνο μεταξύ του Πούτιν, του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ και του ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, με τον πρόεδρο του Ιράν στο βάθος.
Αυτές οι τέσσερις χώρες (γνωστές ως CRINK) συνεργάζονται για να στηρίξουν τη Ρωσία στην Ουκρανία και επιδιώκουν έναν κόσμο στον οποίο Ρωσία και Κίνα καθορίζουν τις εξελίξεις στις λεγόμενες σφαίρες επιρροής τους, ενώ οι ΗΠΑ «κάνουν πίσω».
Πρόκειται για έναν κόσμο στον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις επιβάλλουν τη θέλησή τους και οι μικρότερες υποκύπτουν. Παραδόξως, οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ φαίνεται να ευθυγραμμίζονται με αυτή την οπτική.
Η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας (NSS) περιγράφει τις ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη στο δυτικό ημισφαίριο και αναφέρει: «Οι ημέρες που οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν ολόκληρη τη διεθνή τάξη σαν τον Άτλαντα έχουν παρέλθει». Το έγγραφο επικρίνει επίσης τους ευρωπαίους συμμάχους ως ανίσχυρους και σε κίνδυνο «πολιτισμικής εξαφάνισης» λόγω χαλαρών μεταναστευτικών πολιτικών.
Ο εκπρόσωπος του Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε ότι η NSS του Τραμπ φαίνεται να «συμφωνεί με πολλούς τρόπους με το όραμά μας».
Η Ταϊβάν είναι το σημείο όπου αυτή η στρατηγική περνά από την θεωρία στην πράξη. Οι ΗΠΑ επί μισό αιώνα έχουν ενισχύσει την ανάπτυξη της Ταϊβάν και έχουν συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης μέσω μιας αμφίσημης πολιτικής που αναγνωρίζει την Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα δεσμούς ασφάλειας και οικονομική συνεργασία με το νησί.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ ενέκρινε το μεγαλύτερο πακέτο όπλων στην ιστορία για την Ταϊβάν, ύψους σχεδόν 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνει πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και προηγμένο σύστημα αεράμυνας.
Η Κίνα, από την πλευρά της, ετοιμάζει τις στρατιωτικές της δυνάμεις ώστε να είναι έτοιμη για εισβολή στην Ταϊβάν έως το 2027.
Όταν ο Τραμπ ταξιδέψει στο Πεκίνο για τη σύνοδο κορυφής με τον Σι, όπως αναμένεται την άνοιξη, η Ταϊβάν θα είναι κεντρικό θέμα. Πρόκειται για ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα στην παγκόσμια ατζέντα ασφάλειας.
Η Ταϊβάν είναι ζωτικής σημασίας για την καθημερινότητά μας, καθώς εκεί παράγεται η πλειονότητα των ημιαγωγών που τροφοδοτούν τα αυτοκίνητα και τα κινητά μας τηλέφωνα, και οι εκτιμήσεις για την… παγκόσμια αναστάτωση σε περίπτωση εισβολής ή αποσταθεροποίησης του νησιού φτάνουν τα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Παρά ταύτα, παραμένει ασαφές εάν ο Τραμπ θα ακολουθήσει την στρατηγική δεκαετιών – όπως υποδηλώνει η πρόσφατη πώληση όπλων – ή θα υποχωρήσει για χάρη μιας εμπορικής συμφωνίας, αποδέχομενος σιωπηρά την υπεροχή της Κίνας στη σφαίρα επιρροής της – όπως προαναγγέλλει η NSS του.

4. Ισραήλ
Σε επίπεδο στρατιωτικών επιτυχιών, το 2025 ήταν καλό για το Ισραήλ. Ξεκίνησε με μια συμφωνία για την απελευθέρωση ομήρων και μια προσωρινή εκεχειρία στη Γάζα και ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση όλων των ζώντων ομήρων και ένα σχέδιο 20 σημείων για την κατάπαυση του πυρός, το οποίο υποστηρίζεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και καλεί τη Χαμάς να αφοπλιστεί.
Το Ιράν βρίσκεται στη πιο αδύναμη θέση του από τη στιγμή της επανάστασης του 1979. Οι ηγέτες των ένοπλων κινημάτων που κάποτε απειλούσαν το Ισραήλ – Χαμάς και Χεζμπολάχ – είναι πλέον νεκροί.
Συνολικά, όμως, το Ισραήλ δεν κατάφερε να μετατρέψει τις στρατιωτικές του επιτυχίες σε διαρκή πολιτικά και διπλωματικά αποτελέσματα, εν μέρει λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων.
Σήμερα, η χώρα κυβερνάται από μια αδύναμη κυβέρνηση συνεργασίας – κυριαρχούμενη από εθνικιστικά, (ακρο)δεξιά κόμματα που πολώνουν την ισραηλινή κοινωνία και περιορίζουν τις όποιες ευκαιρίες συνεργασίας με αραβικές πρωτεύουσες.
Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, μακροχρόνιος ηγέτης της παραδοσιακής δεξιάς στο Ισραήλ, αναφέρεται στον εαυτό του ως…το πιο φιλελεύθερο μέλος της δικής του ακροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού.
Λίγοι Ισραηλινοί πιστεύουν ότι αυτή η κυβερνητική φόρμουλα, μετά από δύο χρόνια πολέμου, μπορεί ή πρέπει να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Το 2026 θα έχουν την ευκαιρία να κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Το Ισραήλ πρέπει να διεξάγει κοινοβουλευτικές εκλογές έως τις 27 Οκτωβρίου 2026, τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία ψηφοφορία, ενώ οι εκλογές μπορεί να πραγματοποιηθούν νωρίτερα εάν ο Νετανιάχου τις προκηρύξει ή η κυβέρνησή του αποτύχει να περάσει τον προϋπολογισμό την άνοιξη. Το αποτέλεσμα ενδέχεται να καθορίσει εάν το Ισραήλ θα μπορέσει να εδραιώσει τις στρατιωτικές του επιτυχίες ή θα παραμείνει σε μια εύθραυστη και αβέβαιη κατάσταση.
Εάν από τις εκλογές προκύψει ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός ενότητας ή έστω μια κυβέρνηση χωρίς τα ακραία μέλη της σημερινής κυβέρνησης του Νετανιάχου, αυξάνονται οι πιθανότητες ο Τραμπ να επεκτείνει τις Συμφωνίες του Αβραάμ πριν από τη λήξη της θητείας του – συμπεριλαμβανομένης και μιας συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία.
Αν οι εκλογές δεν οδηγήσουν σε νέα κυβέρνηση ή, χειρότερα, επαναφέρουν την τρέχουσα κυβέρνηση, τότε είναι απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε διπλωματική πρόοδος, και το Ισραήλ ενδέχεται να χάσει μια ιστορική ευκαιρία.

5. Ιράν
Το Ιράν είχε μια καταστροφική χρονιά και το 2026 μπορεί να είναι ακόμη χειρότερο.
Μέχρι πρόσφατα, η χώρα κινούσε τα νήματα στη Μέση Ανατολή μέσω δικτύων που ήλεγχε – και συγκεκριμένα μέσω Χεζμπολάχ, Χαμάς, ιρακινών πολιτοφυλακών και Χούθι – καθώς και μέσω του διαβόητου πυραυλικού της προγράμματος, προηγμένων ρωσικών συστημάτων αεράμυνας και ενός πυρηνικού προγράμματος που ξεπερνούσε κάθε πιθανή πολιτική χρήση.
Η Τεχεράνη είχε σταθερό σύμμαχο τον Μπασάρ αλ-Άσαντ και χρησιμοποιούσε τη Συρία ως βάση για να ενισχύει τα δίκτυά της σε ολόκληρη την περιοχή, περιβάλλοντας το Ισραήλ με τον δηλωμένο στόχο να το αφανίσει.
Όλα αυτά ανατράπηκαν. Το Ιράν έκανε την αποφασιστική επιλογή να συμμετάσχει στο χάος μετά την εισβολή της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, χωρίς να προβλέψει την αντίδραση. Σήμερα, πολλοί από τους ηγέτες του έχουν πεθάνει, τα δίκτυά του έχουν διαλυθεί, οι αντιαεροπορικές του άμυνες έχουν καταστραφεί, το πυρηνικό του πρόγραμμα έχει θαφτεί και ο σύμμαχος στη Συρία έχει αποχωρήσει.
Η χώρα είναι αποδυναμωμένη στρατιωτικά και οικονομικά. Η έλλειψη νερού μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε εκκενώσεις στην Τεχεράνη, ενώ επιπλέον, ο ανώτατος ηγέτης, Αλί Χαμενεΐ φέρεται να είναι άρρωστοε και σπάνια εμφανίζεται δημόσια.
Το 2026 τίποτα δεν φαίνεται να βελτιώνεται για το Ιράν.
Το Ισραήλ μπορεί να πλήξει ξανά τη χώρα, αν επιχειρήσει να επαναφέρει το πυρηνικό της πρόγραμμα ή – όπως έχει αναφερθεί – τον πύραυλικό της οπλοστάσιο.
Η ιρανική νεολαία απορρίπτει το θεοκρατικό καθεστώς και, με την επικείμενη διαδοχή μετά τον Χαμενεΐ, το σύστημα μπορεί να κλονιστεί. Παράλληλα, ένα αποδυναμωμένο καθεστώς μπορεί να αντιδράσει με τρομοκρατικές ενέργειες ή απερίσκεπτες επιθέσεις κατά του Ισραήλ.
Συνεπώς, το Ιράν θα παραμείνει υπό στενή παρακολούθηση και φέτος. «Όπως και το 2025, ενδέχεται να υπάρξουν εκπλήξεις».
6. Ένοπλα κινήματα και τρομοκρατία
Ενώ από το 2014 έως και το 2020 οι τρομοκρατικές επιθέσεις παγκοσμίως μειώθηκαν κατά σχεδόν 60%, τα τελευταία τρία χρόνια τα παγκόσμια δίκτυα ανέκαμψαν και οι δολοφονίες αυξήθηκαν ξανά.
Μόνο τον προηγούμενο μήνα, σημειώθηκε η σφαγή στην Αυστραλία, με στόχο Εβραίους κατά τη διάρκεια του Χάνουκα, ενώ αποτράπηκε μια απόπειρα στη Λος Άντζελες. Την προηγούμενη εβδομάδα στη Συρία, το ISIS σκότωσε δύο Αμερικανούς στρατιώτες για πρώτη φορά από το 2019. Οι ΗΠΑ απάντησαν με επιθέσεις κατά «πάνω από 70 στόχων του ISIS» στη Συρία, εγείροντας το ερώτημα γιατί αυτοί οι στόχοι δεν είχαν εξουδετερωθεί νωρίτερα.
Ο επικεφαλής εσωτερικής ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτήρισε πρόσφατα την απειλή του ISIS ως «τεράστια», ενώ αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέφεραν ότι το ISIS αποτελεί και πάλι μία από τις πιο σημαντικές απειλές για τα κράτη-μέλη.
Η ανησυχητική αυτή τάση αναμένεται να συνεχιστεί την επόμενη χρόνια.

7. Τεχνητή Νοημοσύνη
Λίγα ζητήματα έχουν αναδειχθεί τόσο γρήγορα – και τόσο καθοριστικά – στην κορυφή της παγκόσμιας ατζέντας όσο η τεχνητή νοημοσύνη.
Τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Ουάσιγκτον, η ΤΝ αντιμετωπίζεται ως το κατεξοχήν πεδίο υπαρξιακού ανταγωνισμού, ενώ πλέον συχνά συγκρίνεται με τη διαστημική κούρσα του Ψυχρού Πολέμου – λόγω των στρατιωτικών εφαρμογών της και της ικανότητάς της να μετασχηματίσει σχεδόν κάθε τομέα της εθνικής πολιτικής.
Το 2025 η Κίνα αιφνιδίασε τον κόσμο με την παρουσίαση ενός νέου γλωσσικού μοντέλου, του DeepSeek R1, το οποίο αμφισβήτησε την κυριαρχία των αμερικανικών μοντελών και μάλιστα με πολύ χαμηλότερο κόστος.
Το μοντέλο ανέβηκε ταχύτατα στην κορυφή του App Store της Apple και προκάλεσε πρόσκαιρη αναστάτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πυροδοτώντας απότομη πτώση του Nasdaq και ιστορική ημερήσια απώλεια για την Nvidia, μεγάλο αμερικανικό κατασκευαστή μικροτσίπ.
Οι αγορές ανέκαμψαν, αλλά το επεισόδιο ανέδειξε πόσο γρήγορα μπορεί να διαβρωθεί το δήθεν τεχνολογικό πλεονέκτημα μιας υπερδύναμης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να ενισχύσουν τη θέση τους μέσω ελέγχων στις εξαγωγές και ενός διευρυνόμενου δικτύου εταίρων που βασίζονται στην αμερικανική τεχνολογία για την «εκπαίδευση» της ΤΝ. Η κυβέρνηση Τραμπ κινήθηκε προς την εμβάθυνση αυτών των συνεργασιών, ενώ ταυτόχρονα πρότεινε τη χαλάρωση ορισμένων περιορισμών στις εξαγωγές – συμπεριλαμβανομένων εκείνων προς την Κίνα – ένα βήμα που έχει προκαλέσει διακομματικές ανησυχίες και δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί.
Όπως και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο παγκόσμιος τεχνολογικός ανταγωνισμός ενδέχεται ολοένα και περισσότερο να συγκρούεται με εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς, ενώ για πρώτη φορά η τεχνητή νοημοσύνη αναδεικνύεται σε μια από τις πιο καθοριστικές δυνάμεις που θα διαμορφώσουν την παγκόσμια πολιτική τα επόμενα χρόνια.









