Ζούμε σε περίεργους καιρούς. Σε καιρούς που τα προσωπεία λιώνουν κάτω από τον φλογερό φως της αλήθειας και αποκαλύπτουν το πραγματικό, ζοφερό πρόσωπο της αλαζονείας. Κάποιοι, μεθυσμένοι από το κρασί της εξουσίας (και τη γλύκα του μελιού) –μιας εξουσίας πρόσκαιρης και δοτής – φαίνεται πως έχουν μπερδέψει την αυτοδιοίκηση με το τσιφλίκι τους και το διοικητήριο της ΕΣΑ.
Υπάρχει μια παράξενη φιγούρα στην περιοχή μας. Ένας «άρχοντας» που έχει αναπτύξει μια επικίνδυνη αλλεργία: Την αλλεργία στην κριτική.
Και είναι αυτός, που ενώ δημόσια υποκρίνεται αισχρά τον φιλικό, τον λογικό, τον μετριοπαθή και τον «casual», πίσω από τις πόρτες ραδιουργεί και λειτουργεί ως ο πιο επικίνδυνος, νοσταλγός του ολοκληρωτισμού, ένας τραγέλαφος δικτατορίσκος μια καρικατούρα μεθυσμένη από την εξουσία και γεμάτος κουτοπονηριά και τοξική χολή, που εκδηλώνει αντιδημοκρατικά και απάνθρωπα σκεπτικά κεκαλυμμένα και μανιωδώς.
Μόνο και μόνο για να μην χάσει την καρέκλα, την εξουσία, το ταμείο!
Επειδή ξέρει ότι εάν τελειώσει ως αιρετός, δεν θα χάσει όλα αυτά μόνο, αλλά θα μείνει και άνεργος!
Όσο τα λιβανιστήρια δουλεύουν υπερωρίες, όλα βαίνουν καλώς. Όταν όμως η πένα της δημοσιογραφίας ή η φωνή της λογικής τολμήσει να αρθρώσει λόγο αντίθετο, να ελέγξει τα κακώς κείμενα ή να ασκήσει τον θεσμικό της ρόλο, τότε το «δημοκρατικό» λούστρο ξεφτίζει. Και τι απομένει; Απομένει ένα μικρό, φοβισμένο «Χουντάκι».
Μαθαίνουμε για πρακτικές που παραπέμπουν σε εποχές που η χώρα μας πλήρωσε ακριβά και θέλει να ξεχάσει. Μαθαίνουμε για τηλέφωνα που παίρνουν φωτιά σε κέντρα και παράκεντρα. Όχι για να λυθούν προβλήματα των πολιτών, όχι για να διεκδικηθούν κονδύλια, αλλά για να πέσει «ράβδος» σε δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς που τόλμησαν να έχουν άποψη.
Το σενάριο είναι βγαλμένο από κακή ταινία του ’70: Ο τοπικός άρχων καλεί τα κεντρικά των υπηρεσιών. Απαιτεί «νουθεσίες». Ζητάει να «μαζέψουν» τους ανυπάκουους. Αξιώνει σιωπητήριο. Προσπαθεί, με έναν χυδαίο και αντιδημοκρατικό τρόπο, να εκφοβίσει ανθρώπους που απλώς κάνουν τη δουλειά τους ή ασκούν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Πόση ανασφάλεια, αλήθεια, κρύβει αυτή η προσπάθεια φίμωσης;
Η απάντηση είναι απλή: Τεράστια. Και άλλη τόση εξαιτίας του ότι, οι δελφίνοι του (αλήθεια κάποιοι πολύ καλύτεροι από τον ίδιο που είναι ένας τενεκές ξεγάνωτος ο οποίος ακόμη και για να βγάλει μια λέξη χρειάζεται λακέδες να του κρατούν το χέρι για να κρατά η ψυχολογία του) ήδη, λέμε ήδη, ετοιμάζουν ομάδες….
Αυτές οι σπασμωδικές κινήσεις, αυτό το ιδιότυπο bullying προς επαγγελματίες και λειτουργούς, είναι η πιο τρανή απόδειξη ότι η κριτική πιάνει τόπο. Ότι τα κείμενα διαβάζονται. Ότι η αλήθεια ενοχλεί γιατί χαλάει τη «βιτρίνα».
Ας το καταλάβει καλά το «Χουντάκι»: Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν είναι υποτακτικοί κανενός αιρετού. Η κριτική είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας, όχι ποινικό αδίκημα. Και η προσπάθεια εξόντωσης φωνών μέσω τηλεφωνημάτων σε «ανωτέρους», δεν δείχνει ισχύ. Δείχνει μικρότητα. Δείχνει πανικό. Δείχνει θλιβερή νοσταλγία για τον γύψο.
Η πένα θα συνεχίσει να γράφει. Και η κοινωνία θα συνεχίσει να κρίνει. Όχι με βάση το πόσο δυνατά φωνάζετε στα τηλέφωνα, αλλά με βάση το πόσο σέβεστε –ή μάλλον δεν σέβεστε– την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Ας το σημειώσει καλά το τραγελαφικό «Χουντάκι»: Όσο η προσπάθεια για εκφοβισμό συνεχίζεται, τόσο πυκνώνουν οι φάκελοι σε κεντρικά γραφεία που δεν ελέγχει. Οι πραγματικοί Θεσμοί και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις έχουν ήδη συλλέξει τις αποδείξεις. Η αυλαία της τοπικής αλαζονείας σηκώνεται για έναν πανελλαδικό διασυρμό που θα είναι πλήρως θεσμικός. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε.
Και όλα αυτά επειδή έχουν γλυκαθεί από την κουτάλα και την υπερβατική αίσθηση του ιλίγγου της εξουσίας αυτός, οι λακέδες και μερικά ζόμπι που αυτοαποκαλούνται «δημοσιογράφοι» στον δύσμοιρο τόπο μας. Επειδή τρέμουν στην ιδέα και μόνο, μην βρεθούν και πάλι εκεί από όπου ξεκίνησαν ως ανεπάγγελτοι που κατάφεραν με αριβιστικές μεθοδεύσεις να μπούνε στα σαλόνια. Και τώρα έχουν γαντζωθεί σε αυτά με νύχια σαν της ύαινας…









