Η Καστοριά, μια πόλη-κόσμημα, βιώνει εδώ και μήνες μια παράλογη και επικίνδυνη πραγματικότητα, θύμα μιας σειράς «έργων» που αγγίζουν τα όρια του ιλαροτραγικού. Πρόκειται για τα περίφημα «τσιμεντώματα» που, αντί να αναβαθμίσουν τις γειτονιές, τις έχουν μετατρέψει σε μνημείο ανεξήγητης βραδύτητας και αναλγησίας από την πλευρά της δημοτικής αρχής.
Η Εκρίζωση και η Παραμόρφωση: Ένα Έργο χωρίς Λογική
Η αρχή έγινε με την αποψίλωση. Υγιέστατα, καλαίσθητα και σκιερά δέντρα -τα μόνα που προσέφεραν ανάσα στις καυτές ημέρες του καλοκαιρινού καύσωνα- ξεριζώθηκαν, στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης «ανάπλασης». Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο σουρεαλιστική: Μεγέθυνση πεζοδρομίων σε σημεία όπου δεν περνάει ψυχή με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του οδικού δικτύου και το χειρότερο, των θέσεων στάθμευσης.
Σε μια εποχή που ο αριθμός των οχημάτων πολλαπλασιάζεται, η δημοτική αρχή, με τη λογική της “ταύτισης του δρόμου με το πεζοδρόμιο”, φαίνεται να προτείνει έμμεσα στους δημότες να παρκάρουν στο Δισπηλιό και να επιστρέφουν με… μουλάρια στην πόλη! Αυτή η έλλειψη λογικής, ενδιαφέροντος και πρακτικής σκέψης που θυσιάζει τη λειτουργικότητα στον βωμό του τσιμέντου, συνιστά πραγματική ύβρη απέναντι στην καθημερινότητα του δημότη.
Ο Ρυθμός «Τα Ζώα μου Αργά» και οι «Τάφοι»-Παγίδες
Ο ρυθμός εκτέλεσης του έργου; Ο παροιμιώδης «ρυθμός Κορεντσίδη», αυτός του «τα ζωα μου αργά». Μήνες ολόκληρους, οι γειτονιές είναι βορά στην σκόνη, τα μπάζα, την ηχορύπανση και την ταλαιπωρία.
Και όταν, επιτέλους, το «πανηγύρι» έφτασε σε μια μορφή, εμφανίστηκε το αποκορύφωμα της επαγγελματικής αμέλειας και της εγκληματικής αδιαφορίας: Εκτός του ότι τα μαστόρια έριξαν μαύρη πέτρα πίσω και εξαφανίστηκαν ξεχνώντας ότι σε αυτά τα τσιμέντα που ρίξανε πρέπει να στρώσουν και κανα πλακάκι, κανα φως, δύο βαθιές τρύπες – «τάφοι», ανοιχτές για μήνες -σε δρόμο που παραμένει αφώτιστος-, δύο βαθιές τρύπες αφύλακτες, με καλώδια, σύρματα και μεταλλικά μπουλόνια να εξέχουν, μετατρέπουν το σημείο σε θανάσιμη παγίδα.
Η Πτώση του Πολίτη – Ο Κυνικός Δήμος
Το μοιραίο, φυσικά, δεν άργησε να συμβεί. Μετά από κατάγματα, ραγίσματα και διαστρέμματα σε προηγούμενα στάδια των έργων, σήμερα γίναμε μάρτυρες της πτώσης ενήλικα που κόντεψε να μείνει στον τόπο, μέσα σε αυτές τις εγκαταλελειμμένες, σκοτεινές τρύπες.
Και ποια είναι η απάντηση των αρμοδίων του Δήμου, όταν ο πολίτης ζητά εξηγήσεις για την ανυπαρξία ελέγχου και την έκθεση του σε κίνδυνο σε παρόμοιες καταστάσεις που έχουν να κάνουν με αβλεψίες και κακές πρακτικές; Η απάντηση που καταγράφεται και μαρτυράται είναι κυνική, προκλητική και αδίστακτη:
«Ε, κάνε μήνυση!»
Το Ταμείο Είμαστε Όλοι Εμείς
Αυτή η απάντηση δεν είναι απλώς αποποίηση ευθυνών. Είναι η απόλυτη επιτομή της αναλγησίας και της θεσμικής αλαζονείας. Φυσικά και ο αρμόδιος θα προτρέψει σε μήνυση, αφού γνωρίζει καλά: Τυχόν αποζημίωση δεν θα πληρωθεί από την τσέπη του, αλλά από το Ταμείο του Δήμου. Ένα ταμείο που, ας μην ξεχνάμε, είμαστε όλοι εμείς. Οι δημότες που πληρώνουμε φόρους για να χρηματοδοτούνται τέτοια έργα-φιάσκο και να καλύπτονται οι επιπτώσεις της ασυδοσίας.
Περαστικός κουνώντας το κεφάλι: Αυτά μόνο εδώ γίνονται…
Η οργή του περαστικού, που λίγο μετά το ατύχημα σχολίασε κουνώντας το κεφάλι: “Αυτά μόνο εδώ γίνονται, πήγαινε να κάνεις τέτοιο έργο στη Γερμανία και άστο έτσι να δεις τι θα πάθεις!”, συμπυκνώνει την πικρή αλήθεια: Ποιος θα ελέγξει; Ποιος θα λογοδοτήσει για την μετατροπή των δρόμων μας σε πεδίο μάχης και των πεζοδρομίων σε ναρκοπέδιο;
Αυτά τα έργα είναι η ζωντανή απόδειξη όχι μόνο της κακοδιαχείρισης, αλλά κυρίως της έλλειψης σεβασμού προς τη ζωή, την ασφάλεια και την καθημερινότητα των πολιτών. Η δημοτική αρχή οφείλει άμεσα να αναλάβει τις ευθύνες της, να ολοκληρώσει με ταχύτητα και ασφάλεια τα έργα και να σταματήσει να απαντά με την αλαζονεία της εξουσίας στους δημότες που πληρώνουν για τις ατέλειές της.
Φευ! Σαν άλλος Μαυρογιαλούρος και Γκρούεζας, οι αρμόδιοι του δήμου αντί να σκύψουν το κεφάλι και να αντιληφθούν τα κακώς κείμενα, τα προβλήματα και τις ανάγκες, ποζάρουν αυτάρεσκα σαν πολιτικοί άλλων εποχών μπροστά σε κάμερες, την ίδια ώρα που ανύποπτοι πολίτες σπάζουν τα κόκκαλα τους στις παγίδες του δήμου, αποδεικνύοντας ότι η απόσταση μεταξύ τοπικής εξουσίας και απλών πολιτών, είναι τεράστια.

















