Είναι το όνειρο του τουρίστα και ο εφιάλτης του ενοικιαστή. Υπήρξε σανίδα σωτήριας στα χρόνια της κρίσης και, ενίοτε, επαγγελματική διέξοδος, Ωστόσο, το κάποτε Ελντοράντο της μεσαίας τάξης αρχίζει να γίνεται εφιάλτης για τους μικρούς παίκτες.
Το Airbnb φέτος έσπασε το φράγμα του 1.000.000 εκατομμυρίου κλινών στη χώρα μας. Μπορεί κανείς πια να βρει τα πάντα – από δενδρόσπιτα μέχρι βίλες και από χρέπια μέχρι κομψοτεχνήματα. Όπως και κάθε επισκέπτης μπορεί πια να ψάχνει τα πάντα, από σέρβις μέχρι οργανωμένες «εμπειρίες» σαν τις νοικιασμένες «γιαγιάδες» σε δημοφιλή προορισμό που παραδίδουν μαθήματα για το άνοιγμα του φύλλου της «tiropita» και συνταγές για «gemista». Αλλά και ο κάθε ιδιοκτήτης μπορεί να αναζητά τα πάντα – από αστρονομικά ποσά σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά μέχρι μια γρήγορη επένδυση, που θα τον κάνει πλουσιότερο.
Ίσως να μην υπάρχει πια περιοχή της χώρας που να μην διαθέτει έστω κι ένα Airbnb – με ότι, αυτό συνεπάγεται για τις πιέσεις που ασκούνται στην αγορά των μακροχρόνιων μισθώσεων. Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα αστικά κέντρα και τους σούπερ τουριστικούς προορισμούς, όπου η ζήτηση είναι υψηλή και περισσότερο σταθερή, στην υπόλοιπη Ελλάδα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρατηθούν στην αγορά οι μικροί παίκτες, εκείνοι δηλαδή που νοικιάζουν ένα με δυο το πολύ χώρους. Αλλά και οι ίδιοι μοιάζουν όλο και πιο απογοητευμένοι από τις υψηλές προσδοκίες που είχαν.
Το Airbnb «ενηλικιώνεται»
«Η λέξη είναι ‘εξουθένωση’, είναι πάρα πολλά τα βάρη και στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή» μας λέει ο Δρ.Δημήτρης Πέττας, κύριος ερευνητής Αστικής Γεωγραφίας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έχοντας μελετήσει το φαινόμενο για 5 χρόνια κι έχοντας κάνει αναρίθμητες συνεντεύξεις με ιδιοκτήτες, ο ερευνητής μιλάει για τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες στις οποίες καλούνται να ανταποκρίνονται συνεχώς οι ερασιτέχνες σε μια αγορά που επαγγελματοποιείται ραγδαία.
«Σε όλο τον κόσμο το Airbnb πέρασε μια ‘παιδική’ φάση και τώρα ‘ενηλικιώνεται’. Αρχικά όσοι νοίκιαζαν χώρους στα σπίτια τους αρχικά έψαχναν την πολιτισμική ανταλλαγή, το να γνωρίσουν κόσμο με ένα μικρό οικονομικό κίνητρο. Αυτό δεν δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα στο πεδίο της στέγασης», αναφέρει ο Πέττας. «Στην Αθήνα άρχισε να επαγγελματοποιείται από το 2013, με την κρίση. Τότε πολλοί άνθρωποι από την μικρομεσαία ή την εργατική τάξη βρέθηκαν είτε άνεργοι είτε με μειωμένους μισθούς και στράφηκαν στην πλατφόρμα ως στρατηγική επιβίωσης. Εκεί το σπίτι βγαίνει από την σφαίρα της οικογένειας και γίνεται δυνητικό πεδίο κερδοφορίας».

Ο Δρ.Δημήτρης Πέττας
«Κάποτε νοίκιαζα την γκαρσονιέρα που ζούσα χωρίς καμία ανακαίνιση. Όπως κι εγώ θεωρούσα μέρος της εμπειρίας το να ζήσω στο αληθινό σπίτι κάποιου άλλου, σε μια άλλη χώρα ή σε άλλη πόλη. Πριν από 1,5 χρόνο αποφάσισα να την ξαναβάλω στην πλατφόρμα, αφού εγώ ζω αλλού κι έμενε αναξιοποίητη. Ήταν μια εντελώς διαφορετική διαδικασία κι απαιτεί εντελώς διαφορετική διαχείριση πια», μας λέει ο 43χρονος Παύλος.
Την περίοδο εκείνη τα ενοίκια στην Αθήνα ήταν χαμηλά, η διαφορά του κέρδους ανάμεσα στην μακροχρόνια και την βραχυχρόνια μίσθωση ήταν τεράστια. Η επισφάλεια, η ανεργία και οι κακοπληρωμένες δουλειές ήταν το κίνητρο πολλών ώστε να ανοίξουν τα σπίτια τους σε επισκέπτες και να γίνουν επαγγελματίες «οικοδεσπότες». Κι από την άλλη, όπως λέει ο κ.Πέττας, «πλούσιες ελληνικές οικογένειες που αγοράζουν σπίτια για να μπουν στρατηγικά στο Airbnb. H golden visa προσέλκυσε διεθνείς επενδυτές, άτομα και fund, Κινέζους και Ισραηλινούς. Αν δείτε σήμερα τις καταχωρήσεις φαίνεται ότι μειώνονται οι ερασιτέχνες, που έχουν ένα σπίτι, κι αυξάνονται οι επενδυτές που έχουν πάνω από 5 ακίνητα».
Καινούργιες δουλειές, αλλά και τουριστικοποίηση
Το αποτέλεσμα για τους μακροχρόνιους ενοικιαστές ήταν δραματικό, όπως και για ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας που τουριστικοποιήθηκαν. Από την άλλη, για μια σειρά από επαγγελματίες άνοιξαν καινούργιες δουλειές, αφού τα καταλύματα χρειάζονται συνήθως ανακαίνιση, αλλά και μόνιμη συντήρηση. Ωστόσο για τους μικροιδιοκτήτες το τοπίο αλλάζει δραματικά, αφού μοιάζει η ολοένα και πιο απαιτητική αγορά να τους πετάει έξω.
Για να μπει κανείς πια στην αγορά απαιτείται να επενδύσει χρήματα, αλλά και να έχει ανθρώπινο δυναμικό που να στηρίζει το όλο εγχείρημα. Και, όπως είναι προφανές, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους επενδυτές που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας, συμπιέζοντας τα κόστη και προσφέροντας καλύτερες υπηρεσίες.

Στα νότια προάστια της Αθήνας και σε απόσταση αναπνοής από την θάλασσα, η γκαρσονιέρα του Παύλου φαίνεται ότι μπορεί να του αποφέρει τις 5.000 ευρώ που επένδυσε, αλλά το τίμημα σε χρόνο και κόπο είναι μεγάλο. «Για να είναι πραγματικά κερδοφόρα, κάνω όλες τις δουλειές μόνος μου, από την διαχείριση των κρατήσεων μέχρι την καθαριότητα. Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι, αφού πια οι πελάτες περιμένουν να τους απαντάς άμεσα στα μηνύματα, όπως κάνουν οι εταιρείες διαχείρισης, ή να τους υποδέχεσαι ακόμα και μέσα στη νύχτα – η ικανότητά σου να ανταποκριθείς σε αυτά επηρεάζει τη θέση στην οποία σε εμφανίζει ο αλγόριθμος. Πρέπει το σπίτι να είναι σε άψογη κατάσταση και είναι δύσκολο εγώ να ανταγωνιστώ ένα συνεργείο καθαρισμού ή ένα επαγγελματικό πλυντήριο. Παρόλο που έχω κουραστεί αφάνταστα ωστόσο, δεν το παρατάω. Είναι τόσο επισφαλής η κύρια δουλειά μου που θα μου δημιουργούσε άγχος να μην το έχω».
«Είναι τόσο χαμηλός ο μισθός μου που δεν είχα άλλη επιλογή από το να νοικιάζω το σπίτι μου τα καλοκαίρια», μας λέει ο Γιάννης. Το σπίτι του πάνω ακριβώς στο κύμα σε ένα αρκετά δημοφιλές χωριό στην Πελοπόννησο απέκτησε μέσα σε 4 χρόνια σταθερούς πελάτες κυρίως από το εξωτερικό. «Τα κόστη συνεχώς ανεβαίνουν κι αν τα μετακυλήσω στους πελάτες, απλώς δεν θα επιστρέψουν», μας λέει. «Αν βγάλουμε την εφορία, το Τέλος Ανθεκτικότητας, την ενέργεια και τα αναλώσιμα, εντέλει το καθαρό ποσό είναι πολύ μικρό για την ταλαιπωρία που τραβάω. Αναγκάζομαι να ζω με την μάνα μου για 6 μήνες, κάνω τα πάντα μόνος μου και δεν έχω ποτέ χρόνο ούτε να σταθώ. Όλο κάτι χαλάει, όλο κάτι παλιώνει, όλο και κάποιο έξοδο καινούργιο έρχεται. Ειλικρινά, αν μπορούσα να έχω έναν μισθό που να μου εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση, θα το σταματούσα».

Για παρόμοιους λόγους, ένα υψηλό δάνειο που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, έβαλαν το σπίτι τους πλατφόρμα ο Νίκος και η Χρυσούλα. Είναι κι αυτό δίπλα στη θάλασσα και το έχτισαν με το εφάπαξ τους για να απολαύσουν την σύνταξή τους με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. «Εμείς στην δυτική Ελλάδα δεν είμαστε όπως στα νησιά, η σεζόν μας κρατάει το πολύ δυο μήνες. Οπότε, είμαστε μεροκαματιάρηδες του Airbnb. Για να το νοικιάζουμε μετακομίζουμε στο σπίτι της γιαγιάς στο βουνό – καμία σχέση δηλαδή με το όνειρο για σύνταξη πλάι στο κύμα. Δεν γκρινιάζουμε ωστόσο, βοηθά να αποπληρώνουμε το δάνειο, βγάζει τον ΕΝΦΙΑ, τους λογαριασμούς και τα κόστη συντήρησης. Εμείς χάσαμε απλώς το όνειρό μας, άλλοι άνθρωποι μέσα στην κρίση έχασαν τα σπίτια τους… ».
Η απότομη προσγείωση των ονειροπόλων
Πως μπαίνει ένας νεοφώτιστος στο μαγικό κόσμο της πλατφόρμας; Όπως συνήθως: ονειροπόλος και ανυποψίαστος. Πολύ γρήγορα ωστόσο προσγειώνεται, όπως η Κατερίνα. «Δεν είχα άλλο τρόπο να συντηρήσω το σπίτι στο χωριό, ο μισθός μου ίσα ίσα που φτάνει για να ζω στην Αθήνα. Νόμιζα πως με ένα βαψιματάκι το σπίτι θα ήταν έτοιμο. Ωστόσο, όταν άρχισα να σκέπτομαι σαν επισκέπτρια, άρχισα να κατανοώ πως δεν είναι πια το σπίτι της γιαγιάς μου, που δεν πειράζει αν τα στρώματα είναι παλιά ή αν δεν έχει παντού μπρίζες ή αν στην αυλή δεν έχει αυτόματο πότισμα. Οι επισκέπτες πάνε για να ξεκουραστούν και για λίγες μέρες διακοπών μπορεί να έχουν κάνει μήνες οικονομίες. Απαιτούν το καλύτερο και καλά κάνουν».

Η Κατερίνα στην αρχή απευθύνθηκε σε μια μικρή τοπική εταιρεία διαχείρισης ακινήτων, η οποία αναλαμβάνει όλο το project, από τις εργασίες ανακαίνισης μέχρι την εξυπηρέτηση των πελατών. «Ανακάλυψα ωστόσο πως υπερκοστολογούσαν μια σειρά από εργασίες ώστε να δεσμεύσουν το σπίτι για περισσότερο καιρό. Κι έτσι αποφάσισα να το φτιάξω μόνη μου, ψάχνοντας μάστορες και ‘σπάζοντας’ τις δουλειές της ανακαίνισης σε μικρότερες εργολαβίες. Αν ωστόσο η φύση της δουλειάς μου δεν μου επέτρεπε να ζω μεγάλα διαστήματα εκεί, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Υπήρχαν δε πολλά κόστη που στην αρχή δεν τα είχα σκεφτεί καν- για παράδειγμα το φωτογράφησα μόνη μου και το ανέβασα στην πλατφόρμα. Δεν πήγε καλά αυτό, χρειάστηκα επαγγελματία φωτογράφο. Ή νόμιζα ότι μπορώ να κρατήσω κάποια από τα έπιπλα της γιαγιάς, ούτε αυτό πήγε καλά. Όπως αδύνατο θα ήταν να το διαχειριστώ και μόνη μου – ευτυχώς βρήκα έναν πολύ καλό άνθρωπο στο χωριό και το ανέλαβε με ένα τίμημα σχεδόν συμβολικό, μόνο 8%. Δεν έχουν όλοι ωστόσο τέτοια τύχη για αυτό και διάφοροι φίλοι μου, που ξεκίνησαν με το ίδιο σκεπτικό, εγκαταλείπουν».
Είναι αυτά καλά νέα για τους ενοικιαστές μακροχρόνιας μίσθωσης; Όχι απαραίτητα, αφού δεν σημαίνει πως τα ακίνητα επιστρέφουν στην αγορά. Πολλοί φτιάχνουν ένα σπίτι ως Airbnb, το δουλεύουν για έναν χρόνο και το πουλούν ως επιχείρηση. Άλλοι στρέφονται σε εταιρείες διαχείρισης με μακροχρόνια δέσμευση. Κάποια ακίνητα επιστρέφουν στην μακροχρόνια μίσθωση αφού πια τα ενοίκια έχουν φτάσει στον Θεό.
«Οι απόλυτα κερδισμένοι είναι οι μεγάλοι παίκτες, όσοι έχουν την δυνατότητα να επενδύσουν μαζικά. Εντέλει αυτή είναι η ιστορία της οικονομίας διαμοιρασμού», καταλήγει ο κ.Πέττας. «Ξεκίνησε ως αμοιβαία ανταλλαγή, έκανε διαθέσιμους πόρους με την λογική της αμοιβαίας ωφέλειας, σταδιακά κωδικοποιήθηκε από τον καπιταλισμό με την λογική του κέρδους».