Ενώ η Ουάσιγκτον στο παρελθόν πρωτοστάτησε στην αποκλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή του Κασμίρ, αυτή τη φορά ο Τραμπ επιλέγει τον ρόλο του παρατηρητή. Τουλάχιστον προς το παρόν.
Η αιματηρή κρίση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν φέρνει στο προσκήνιο τα όρια της διπλωματικής επιρροής των ΗΠΑ, αλλά και την απροθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις χωρίς να έχει κάτι να κερδίσει.
Ο Αμερικανός πρόεδρος αντέδρασε με φειδώ στην ανάφλεξη: «Είναι κρίμα. Ελπίζω απλώς να τελειώσει γρήγορα», ανέφερε την Τρίτη, ενώ την επομένη πρόσθεσε: «Τα πηγαίνω καλά και με τους δύο, τους γνωρίζω πολύ καλά και θέλω να τους δω να το βρίσκουν… Αν μπορώ να κάνω οτιδήποτε για να βοηθήσω, θα είμαι εκεί».
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωσε πως ο Μάρκο Ρούμπιο είχε επαφές με Ινδούς και Πακιστανούς αξιωματούχους τις τελευταίες εβδομάδες – αλλα και μετά τις επιθέσεις σε πακιστανικό έδαφος. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη ένδειξη για ευρύτερη προσπάθεια συντονισμένης διαμεσολάβησης ή διαχείρισης της κρίσης από την Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με όσα σημειώνει στην ανάλυσή του στο CNN ο Stephen Collinson, αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο χρόνος δεν είναι ακόμη ώριμος για διπλωματία, καθώς όλοι αναμένουν το επόμενο βήμα και από τις δύο πλευρές.
Η αντίδραση του Πακιστάν, που ισχυρίζεται ότι κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη, ενδέχεται να σηματοδοτήσει έναν κύκλο αντιποίνων, ενισχύοντας τον κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης, ενώ ο Πακιστανός πρωθυπουργός Σαμπάζ Σαρίφ δεσμεύτηκε το βράδυ της Τετάρτης πως θα εκδικηθεί «κάθε ρανίδα αίματος αυτών των μαρτύρων».
Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους εχθρότητας μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, όταν οι ΗΠΑ έπαιζαν «εξέχοντα ρόλο» στην αποκλιμάκωση των εντάσεων, αυτή τη φορά υπάρχει «περιορισμένη εξωτερική πίεση» – τονίζει ο Chietigj Bajpaee, ερευνητής για τη Νότια Ασία στο Chatham House. «Δεν έχουμε δει κάποια σημαντική πρωτοβουλία μέχρι στιγμής από τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες».
Αναλυτές σημειώνουν πως η διπλωματική απραξία αντικατοπτρίζει τόσο τη στρατηγική αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ρόλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα» όσο και την προσωπική κοσμοθεωρία του Τραμπ. Ο πρώην πρόεδρος έχει δείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για την οικοδόμηση διεθνών συνασπισμών, προτιμώντας τις διμερείς σχέσεις με συναλλακτικό χαρακτήρα.
Την ίδια ώρα, η αμερικανική εξωτερική πολιτική υπό τον Τραμπ χαρακτηρίζεται περισσότερο από μονομερείς κινήσεις για οικονομικό όφελος παρά από συστηματική διπλωματία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η πίεση προς την Ουκρανία για τις σπάνιες γαίες, αλλά και το αμφιλεγόμενο όραμα για τη μετατροπή της Γάζας σε «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής».

Στην περίπτωση του Κασμίρ, η απουσία άμεσου οικονομικού συμφέροντος για τις ΗΠΑ πιθανόν εξηγεί τη χαμηλής έντασης αντίδραση του Λευκού Οίκου.
Η έλλειψη ρητής αμερικανικής έκκλησης για αυτοσυγκράτηση μετά τα ινδικά πλήγματα – αφήνοντας άλλες χώρες να καλύψουν αυτό το διπλωματικό κενό – αντανακλά την ενίσχυση των δεσμών των ΗΠΑ με το Νέο Δελχί και τη σχετική απομόνωση του Πακιστάν, σημειώνει από την πλευρά του ο Tom Bateman στο BBC.
«Φαίνεται ότι ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να αφήσει στο Δελχί χώρο για να δράσει. Αλλά αυτή η προσέγγιση μπορεί να μην διαρκέσει πολύ», εκτιμά ο Bateman.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλης κρίσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 2019, η κυβέρνηση Τραμπ υποστήριξε αρχικά αυτό που θεωρούσε ως δικαίωμα της Ινδίας να στοχεύει μαχητές που είχαν χτυπήσει στο ινδικό Κασμίρ. Γρήγορα ωστόσο στράφηκε στις εκκλήσεις για αποκλιμάκωση, όταν η κατάσταση φάνηκε να ξεφεύγει.«Δεν νομίζω ότι ο κόσμος γνωρίζει πόσο κοντά έφτασε η εχθρότητα Ινδίας-Πακιστάν στο να ξεσπάσει μια πυρηνική πυρκαγιά τον Φεβρουάριο του 2019», έχει γράψει ο Πομπέο στα απομνημονεύματά του.
Στο μεταξύ, ωστόσο, η ικανότητα των ΗΠΑ να ασκούν πιέσεις στο Πακιστάν έχει μειωθεί σημαντικά, έπειτα κι από την αποχώρηση της Αμερικής από το Αφγανιστάν. Το Πακιστάν έχει πλέον επιστρέψει πλήρως στη μακροχρόνια πολιτική του συμμαχία με την Κίνα, πράγμα που σημαίνει ότι καθένας από τους αντιπάλους της Νότιας Ασίας έχει στο πλευρό της μια υπερδύναμη.
Κάπως έτσι η διεθνής κοινότητα κρατάει την αναπνοή της για την επόμενη πιθανή κλιμάκωση, με το αμερικανό κενό να καλύπτεται στην καλύτερη περίπτωση από το Κατάρ.