Καταγράφουμε την ιστορία σήμερα για να μην μας διαγράψει αύριο.
Του Λεωνίδα θ. Πουλιόπουλου*
Η πικρή σοκολάτα της Αφροδίτης του Γράμμου.
Αφορμή για το άρθρο αυτό ήταν μία δημοσίευση που έγινε σε τοπική ιστοσελίδα και αφορούσε μια βράβευση για ένα ιστορικό γεγονός του εμφυλίου. Έτσι λοιπόν θεώρησα χρέος μου προκυμμένου πρώτον να γλυκάνω την ΄΄ πικρή σοκολάτα΄΄ της μικρής προσφυγοπούλας που η μοίρα της επιφύλαξε να ζήσει τον αποχωρισμό από την οικογένειά της και την προσφυγιά του εμφυλίου και δεύτερον να καταγράψω ένα ιστορικό γεγονός του εμφυλίου που θα συμβάλει στον εμπλουτισμό της ιστορικής μας παρακαταθήκης, καθώς και στην αρτιότερη κατανόηση της ιστορικής αλήθειας και αντικειμενικότητας.
Έτσι λοιπόν διαβάζουμε σε ένα τοπικό ηλεκτρονικό σάιτ το εξής γεγονός.
<< Δεύτερο βραβείο για την Καστοριανή Δήμητρα Θωμά στον πανελλήνιο διαγωνισμό της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος.
Στην κατάμεστη αίθουσα του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης απονεμήθηκαν τα βραβεία του 11ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Συγγραφής Πρωτότυπου Σεναρίου Μικρού και Μεγάλου Μήκους της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος και του 8ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Συγγραφής θεατρικού έργου και θεατρικού έργου 30 σελίδων που διεξάγεται σε συνεργασία με το Ι.Μ.Κ.
Το δεύτερο βραβείο στην κατηγορία Σενάριο για Ταινία Μικρού Μήκους απέσπασεη Δήμητρα Θωμά για την “πικρή σοκολάτα“. Η Καστοριανή φιλόλογος που τώρα κάνει το μεταπτυχιακό της στη δημιουργική γραφή, στο βραβευμένο σενάριό της αφηγείται μια πραγματική ιστορία που διαδραματίζεται στα χρόνια του εμφυλίου στον Γράμμο>>.
Δεν γνωρίζω τι γράφθηκε από την βραβευμένη φιλόλογο, στο θεατρικό έργο των 30 σελίδων, εκείνο όμως που θέλω να καταγράψω για δύο λόγους είναι τα εξής. Πρώτον να αποτυπώσω ένα από τα χιλιάδες ιστορικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στον αχρείαστο και καταστροφικό αυτόν εμφύλιο και δεύτερον να απαλύνω έστω και αργά τον πόνο της γιαγιάς πλέον Αφροδίτης που έζησε εντελώς άδικα μια περιπέτεια που δεν της άξιζε αλλά και ούτε έπρεπε να ζήσει.
Φυσικά η ιστορία της κυρίας και γιαγιάς πλέον Αφροδίτης δεν χωράει όχι σε ένα μόνο άρθρο αλλά ούτε και σέ ένα βιβλίο. Εμείς εδώ θα προσπαθήσουμε να αναφέρουμε μόνο μερικά αποσπάσματα χωρίς λεπτομέρειες από την περιπέτειά της. Η περιπέτεια ξεκινάει λοιπόν ως εξής:
Η Αφροδίτη Βρέττα – Λιάπη ήταν το μεγαλύτερο παιδί από την εφταμελή οικογένεια του Πέτρου και της Κατερίνας Λιάπη που διέμενε στο χωριό του Γράμμου Χρυσή, κοντά στα Αλβανικά σύνορα. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι, το οποίο πολύ αργότερα βρήκε την τύχη του στην Αμερική. Η γιαγιά και ο παππούς καθώς και όλη η οικογένεια του Πέτρου και της Κατερίνας μεταφέρθηκαν από τον στρατό στο κεφαλοχώρι του Γράμμου, το Νεστόριο, μια προσφιλή τακτική του εμφυλίου πολέμου, προκειμένου οι αντάρτες να μην έχουν στήριγμα τους κατοίκους των απομακρυσμένων χωριών της υπαίθρου. Να όμως που ο παππούς Σωτήρης και η γιαγιά Κυράτσα που είχαν γιό αντάρτη και η μάνα του ήθελε να τον βλέπει που και που. Το Νεστόριο όμως το έλεγχε ο Στρατός και δεν ήταν εύκολο να βλέπει τον γιό της. Έτσι μετά από μερικούς μήνες γίνεται οικογενειακό συμβούλιο και με την επιμονή της γιαγιάς μητέρα του αντάρτη Θωμά, αποφασίζεται να φύγουν για τη Χρυσή ο παππούς και η γιαγιά συνοδευόμενοι από την τότε 13άχρονη Αφροδίτη, που ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλα τα αδέρφια της. Έτσι αρχίζει η περιπέτεια του ξεριζωμού ενός παιδιού, ένα από τα χιλιάδες θύματα του εμφυλίου, ενός ανθρώπινου παραλογισμού, ο οποίος συνοδευόμενος από την προπαγάνδα, την απληστία, την αδικία και ότι άλλο απάνθρωπο και παράλογο μπορεί να σκεφθεί κανείς, κάνει όλους τους ανθρώπους να υποφέρουν ώστε να διερωτάται ο κάθε λογικός άνθρωπος, με ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ;
Στο ημερολόγιο της αργότερα αποτυπώνοντας τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου και της προσφυγιάς έγραφε.
Μάνα σε τούτο το χαρτί, τον πόνο μου θα γράψω
Γιατί σ’ αποχωρίστηκα και πώς να σε ξεχάσω.
Ήτανε το 47 τον Αύγουστο τον μήνα γύρισα πάλι απ’ το χωριό
Και είχα χαρά μεγάλη είδα τις αδελφούλες μου είδα τον αδελφό μου
Μα ήταν λίγη η χαρά κι’ αυτό το όνειρό μου
Την άλλη μέρα το πρωί μου είπατε να φύγω
Υπάρχει λόγος σοβαρός και δεν μπορώ να μείνω.
Το άκουσα και πόνεσα μα είπα θα τ’ αντέξω
Μην πω δεν φεύγω μάνα μου και σας στεναχωρήσω
Μάνα μου το κατάλαβα γιατί δεν με κρατούσες
Και πήρες την απόφαση όσο και αν πονούσες
Χαιρέτησα τ’ αδέλφια μου μαζί και τον πατέρα
Βουρκώσανε τα μάτια μου σκοτείνιασε η μέρα .
Φύγαμε τον κατήφορο κι’ εγώ κοιτούσα πίσω
Μήπως κανείς με φώναζε για να ξαναγυρίσω.
Με πήγες στο Μελάνθιο περίμενε ο παππούς μου
Αγκαλιασθήκαμε και κλάψαμε κι’ τρεις μας
Μα έπρεπε μανούλα μου τώρα να χωριστούμε
Και όλοι ευχηθήκαμε ξανά ν’ ανταμωθούμε.
Πήγαινε Μάνα μου σπίτι σου πήγαινε στα παιδιά σου
Και μην αφήσεις άλλο παιδί να φύγει από την αγκαλιά σου.
Κι’ εμείς τον δρόμο πήραμε με πόνο περπατούμε
Και προσπαθούσαμε και οι δύο να παρηγορηθούμε.
Ο ήλιος εβασίλευε ημέρα σκοτεινιάζει
Και τα πουλιά φτερούγιζαν ψάχνοντας την φωλιά τους
Να πάνε να κουρνιάσουνε μαζί με την μαμά τους.
Είχα κι’ εγώ ζεστή φωλιά μα τώρα δεν την έχω
Και πριν να βγάλω τα φτερά μου είπανε να πετάξω.
Μα πώς να πετάξω στα βουνά αφού φτερά δεν έχω
Και δεν θα βρω ζεστή φωλιά το κρύο δεν τ’ αντέχω.
Γύρισα πάλι στο χωριό δρόμοι χορταριασμένοι
Τα σπίτια σαν φαντάσματα μέσα κανείς δεν μένει.
Αυτό το ποίημα όπως και αρκετά άλλα τα θυμάται ακόμη και σήμερα και τα απαγγέλει χωρίς να τα διαβάζει η γιαγιά Αφροδίτη.
Το χωριό ‘’ Χρυσή’’ ήταν το 1947 ανταρτοκρατούμενο. Οι αντάρτες μαζί με το νοσηλευτικό προσωπικό και τους τραυματίες, κατά την εκτίμηση της μικρής τότε Αφροδίτης, θα αριθμούσαν περίπου τα 300 άτομα. Τα περισσότερα σπίτια χρησιμοποιούνταν για περίθαλψη των τραυματιών. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού που ήταν μερικές οικογένειες των δύο τριών ατόμων, μετρημένες στα δάκτυλα, παρέμεναν αναγκαστικά στο χωριό, αφού διατελούσαν υπό περιορισμό και δεν μπορούσαν να φύγουν. Φυσικά κάποιοι έβρισκαν τρόπο και έφευγαν κάποιοι όμως καθόταν από ανάγκη προκειμένου να διαφυλάξουν το βιός τους. Η μικρή τότε Αφροδίτη ως η μεγαλύτερη από όλα τ’ αδέρφια έπρεπε να ‘’θυσιαστεί’’ για χάριν του παππού και της γιαγιάς της και να μείνει στο χωρίο μαζί τους, για να διαφυλάξουν το βιός τους. Ο αποχωρισμός από τους γονείς της που έμειναν στο Νεστόριο έγινε το 1947 και το 1948 οι αντάρτες τους πήραν μαζί τους στην Αλβανία με το ζόρι.
Το Αύγουστο του 1948 υποχωρούν οι αντάρτες, μαζεύουν όσα γυναικόπαιδα μπορούσαν και περνούν στην Αλβανία. Μία αφιλόξενη και ρημαγμένη χώρα η οποία δεν διέθετε σχεδόν καμία υποδομή για να υποδεχθεί πρόσφυγες.
Σε ένα άλλο σημείο του ημερολογίου της διαβάζουμε ένα άλλο ποίημα που θυμόταν ακόμη και στα βαθιά γεράματα απέξω.
Όλοι βουβοί και αμίλητοι πάμε την ανηφόρα,
χωρίς κανείς να μας το πει πως πάμε σε ξένη χώρα
το βοριαδάκι δροσερό χαϊδεύει τα κορμιά μας
ήταν ο μόνος σύμμαχος και η παρηγοριά μας .
Τα πεύκα γύρω βούιζαν λες και μοιρολογούσαν
μας λέγανε μη φεύγετε καθίστε στη δροσιά μας.
Κάλιο στη σκιά μας νηστικοί κι’ ας είστε πληγωμένοι
παρά στα ξένα ζωντανοί για πάντα πεθαμένοι.
Στην ύπαιθρο της Αλβανίας η Αφροδίτη μένει με τον παππού της και την γιαγιά της σε μια καλύβα στο βουνό, μαζί με άλλους πρόσφυγες που μεταφέρθηκαν από τους αντάρτες αναγκαστικά στην Αλβανία. Τότε από τα βουνά του Μπόγραδετς είδε τον Γράμμο να φλέγεται και έγραψε στο μυαλό της ένα άλλο ποίημα που το θυμάται ακόμη και σήμερα παρά τα ενενήντα ένα χρόνια της απ’ έξω, μολονότι δεν πήγε σχολείο και είναι αυτοδίδακτη.(βλ. ποίημα στο τέλος)
Στο τέλος της δεκαετίας του ‘ 50 γνωρίζει τον Λιτοχωρίτη σύζυγό της Κώστα, και αποκτά μαζί του μια κόρη το 1960. Το 1964 λόγω των διεθνών πολιτικών γεγονότων, αποχωρούν από την Αλβανία και καταλήγουν στην Τσεχοσλοβακία, μια αναπτυγμένη χώρα με βιομηχανία, υψηλό βιοτικό επίπεδο και ευρωπαϊκό πολιτισμικό υπόβαθρο. Εκεί αποκτά και τον δεύτερό της παιδί και το 1976 επί Καραμανλή, επιστρέφουν στην Ελλάδα και πάλι ως στιγματισμένοι πρόσφυγες από το παραπέτασμα. Τότε λοιπόν η μικρότερη αδελφή της Ρίτσα, της παραδίδει το τελευταίο κομμάτι της πικρής σοκολάτας από την ΟΥΝΤΡΑ, που κράτησε η μητέρα τους (που δεν ζούσε πλέον) με το σκεπτικό να το έδινε στην πρωτότοκη Αφροδίτη, όταν θα γύριζε από την Χρυσή που υποτίθεται ότι πήγε τότε για λίγο προκειμένου να βοηθήσει τον παππού της και την γιαγιά της, μέχρις ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Η μητέρα όμως πέθανε νέα, τροχαίου δυστυχήματος ένεκεν. Κράτησε όμως ένα κομμάτι από την πικρή σοκολάτα, το οποίο φυλάγει μέχρι σήμερα η κ. Αφροδίτη, για να το πάρει μαζί της όταν θα αποχωρήσει από τούτον τον μάταιο κόσμο.
Αυτή η ιστορία λοιπόν ενέπνευσε το σενάριο το οποίο βράβευσε η Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος στο ίδρυμα Κακογιάννη, σε πανελλήνιο διαγωνισμό που συμμετείχε η νεαρή συγγραφέας, συγγενικό πρόσωπο, της πρωταγωνίστριας της ιστορίας μας.
Εμείς παρόλο που δεν γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο αυτού του θεατρικού έργου, που αναφέρεται στην περιπέτεια της, εκείνο όμως που ελπίζουμε είναι, το έργο αυτό να απαλύνει την πονεμένη ψυχή της γιαγιάς πλέον Αφροδίτης, της οποίας η περιπέτεια ήταν τόσο σκληρή και συναισθηματικά φορτισμένη, που ούτε σε ογκώδες βιβλίο δεν θα χωρούσε. Ελπίζουμε δε με το άρθρο αυτό να συνεισφέραμε ένα μικρό λιθαράκι στην αποτύπωση της ιστορίας του εμφυλίου, ο οποίος αποτελείται από πολλές τέτοιες τραγικές ιστορίες.
* Ο Λεων. Πουλιόπουλος είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, τ. καθηγητής του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και νυν Πανεπιστήμιου.
Η δεκατετράχρονη Αφροδίτη με τον παππού της και την γιαγιά της στο βουνό ‘’Μαύρο Βράχο’’ στο Πόγραδετς.
Το ποίημα για τις φωτιές του πολέμου στο Γράμμο που αποτυπώνει την κραυγή ενός παιδιού.
Καίγεται ο Γράμμος καίγεται
καίγεται και το Βίτσι
πέφτει το σίδερο βροχή
Βροντάει το κανονίδι.
Καίγονται δάση και βουνά
Καίγονται παλληκάρια
γεμίσανε οι ρεματιές
με άψυχα κορμάκια.
Κανείς να τους θάψει δεν μπορεί
να γράψουν το όνομά τους
να έρθουν οι μάννες και οι αδερφές
να βρουν τα κόκκαλά τους.
Παντού το χώμα κόκκινο
βαμμένο με το αίμα
εκεί χορτάρι δεν θα βγει
θα βγουν μόνο λουλούδια
κι’ αυτά θα είναι κόκκινα
με αίμα ποτισμένα.
Θα ναι ψυχές παλληκαριών
των αδικοχαμένων
αυτά θα βγάζουνε κραυγές
και θα βροντοφωνάζουν.
Ανάθεμα στους αίτιους
και στους εγκληματίες
που βάλανε τ’ αδέρφια μας
αδέρφια να σκοτώνουν
ν’ αφήσουν χήρες και ορφανά
και μάννες μαυροφόρες
κι’ αυτοί που μείναν ζωντανοί
φεύγουν σε ξένες χώρες.