Πριν πολλά χρόνια, απομεσήμερο, 13 Σεπτεμβρίου, παραμονή του Σταυρού, είμαι, περίπου, ένα 7χρονο κοριτσάκι και μου τάξανε να με πάνε στο Μοναστήρι για το πανηγύρι. Ποιο μοναστήρι; Μα το μοναστήρι μας! Η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου της Κλεισούρας Καστοριάς. Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα του χωριού μου. Η μονή πανηγυρίζει βέβαια στις 8 Σεπτεμβρίου αλλά, αυτή την εποχή, 1 βδομάδα αργότερα, οι αγροτικές οικογένειες, έχουν λιγότερες δουλειές και συρρέουν ευλαβικά.
Μισοθριαμβευτικά-μισοενοχικά αντιμετωπίζω το ξεγέλασμα της τρίχρονης αδελφής μου από τη γιαγιά κ την προγιαγιά μου που την βάζουν για ύπνο, για να ξεκινήσουμε εμείς οι πανηγυριώτες-εξιλεωθήκαμε μ’ ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι με τυρκουάζ πέτρα που της φέραμε από το πανηγύρι. Το λάτρεψε κ το φόρεσε χρόνιααα !!!
Φοράμε τα καλά μας και επιβιβαζόμαστε ! Στην ωραία κόκκινη φοράδα μας, στο σαμάρι, η ξαδέλφη μου η Νίκη, γύρω στα 16, και στα καπούλια η αφεντιά μου. Δεν ζηλεύω την πρωτοκαθεδρία της Νίκης παρά μόνο τη θαυμάζω με το υπέροχο ροζ της φόρεμα και την αλογοουρά της και νιώθω απίστευτα ασφαλής πάνω στο άλογο μαζί της! Η μάνα μου πάνω στον γάιδαρο με δεσπόζουσα την κοιλιά της 7μηνης περίπου εγκυμοσύνης της στον αδελφό μου. Καθώς βγαίνουμε από το χωριό, συναντούμε κ άλλους ευλαβικούς και χαρούμενους πανηγυριώτες. Διασχίζουμε την Ντουμπράβα (dobra ava=καλή ατμόσφαιρα, ωραίο αεράκι) μέσα σ’ ένα απίστευτο σκηνικό, σχεδόν δίπλα στο ποτάμι, που είχε νερό τότε, στους μπαχτσέδες, και παραδίπλα στο δάσος και συναντούμε προσκυνητές από τα διπλανά χωριά σχηματίζοντας ένα χαρούμενο πολύχρωμο και πολύβουο καραβάνι. Ανηφορίζοντας περνάμε από το Βαρυκό, σχεδόν μέσα στο δάσος, καταπράσινο! Ακόμη νιώθω την αίσθηση των τελευταίων χιλιομέτρων μέχρι το μοναστήρι. Τα κελαηδίσματα των πουλιών μέσα στο δάσος , τα δέντρα με αυτή την μυστηριακή ατμόσφαιρα, το «Κοινόν» των προσκυνητών από το βόρειο λεκανοπέδιο Εορδαίας.
Έχει βραδιάσει, όταν φτάνουμε στο μοναστήρι και πρέπει να βρούμε κατάλυμα, αρχίζω να ανησυχώ μέσα σ’ αυτή την κοσμοσυρροή. Καθώς όμως πλησιάζουμε τον επιστάτη, εκείνος, αναγνωρίζει τη μητέρα μου, που έλκει την από πατέρα καταγωγή της από την Κλεισούρα και την συνδέουν οικογενειακοί δεσμοί με το μοναστήρι.
-Γενοβέφα!!! Ελάτε, ελάτε μαζί μου!
Και πάραυτα μας τακτοποιεί σε ένα από τα ωραιότερα δωμάτια , όπου ήδη έχουν καταλύσει και άλλοι, όμως υπάρχει πολύς και άνετος χώρος και για εμάς. Ήσυχες που τακτοποιηθήκαμε χωρίς να ταλαιπωρηθούμε, κατεβαίνουμε στο καθολικό να προσκυνήσουμε και να χαιρετίσουμε την ασκητική Bab-Σοφία, με εκείνα τα ματάκια όπου χωρούσε όλη η καλοσύνη κ η αθωότητα του κόσμου !Είναι Αγία σήμερα! Έχω γνωρίσει μιαν Αγία!
Το μοναστήρι τότε ήταν «εκκοσμικευμένο» κατά την άποψη της εκκλησίας, του λαού και ανοιχτό στον κόσμο κατά την δική μου άποψη. Όπως σ’ όλα τα θρησκευτικά πανηγύρια τότε, δεν ήταν αμαρτία να τραγουδάς και να χορεύεις! Οι προσκυνητές, μετά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα το ’ριξαν στον χορό και το τραγούδι. Οι περισσότεροι νήστευαν λόγω της επικείμενης μεγάλης νηστείας του Σταυρού, άλλοι πάλι αρταίνονταν. Ακόμη θυμάμαι τις Λεχοβίτισσες να δειπνούν με κόκκινες ψητές πιπεριές και να τραγουδούν και να χορεύουν πανέμορφα.
Δεν θυμάμαι τι παιχνίδι απόκτησα σ’ αυτό το πανηγύρι. Όμως τέτοια αίσθηση της «κοινότητας», του «μαζί», δεν έχω ξανανιώσει… Και πολύ, μα πολύ θα ήθελα να ‘μαι εκεί απόψε έστω κι αν τίποτε δεν είναι όπως παλιά…
ΥΓ. Το ΄γραψα για πρώτη φορά τέτοια μέρα το 2013 και το ‘χω ξανανεβάσει
Της Maria Doumpa