Ασφυκτικές προθεσμίες για την επιστροφή των ενισχύσεων που πήραν εν μέσω ενεργειακής κρίσης έχουν όσοι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων έλαβαν το «ραβασάκι» των προμηθευτών με την έκτακτη χρέωση.
Οι περισσότεροι λογαριασμοί που έχουν εκδοθεί φέρουν ημερομηνία 26 Ιουνίου με προθεσμία εξόφλησης είτε στις 19 Ιουλίου είτε στις 23 Ιουλίου. Σύμφωνα δε, με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, ο οποίος έστειλε και σχετική επιστολή στους συναρμόδιους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρο Σκυλακάκη οι ασφυκτικές και ανελαστικές προθεσμίες που τίθενται για την πληρωμή των «έκτακτων χρεώσεων» όπως αναγράφεται στους εν λόγω λογαριασμούς θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των επιχειρήσεων, καθώς οι πάροχοι προχωρούν άμεσα πλέον και με μικρές οφειλές στη διακοπή της ηλεκτροδότησης.
«Γεγονός καταστροφικό για τις επιχειρήσεις τη δεδομένη χρονική στιγμή, όπου βρισκόμαστε εν μέσω ίσως του θερμότερου καλοκαιριού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και της τουριστικής περιόδου, η οποία είναι σε εξέλιξη» όπως αναφέρει.
Από την πλευρά τους οι προμηθευτές… νίπτουν τας χείρας τους για το θέμα που αιφνιδίασε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όπως αναφέρουν κύκλοι της αγοράς δεν φέρουν καμία ευθύνη και απλώς εφαρμόζουν την υπουργική απόφαση και τίποτα παραπάνω. Μια απόφαση που υπογράφηκε μία μόλις ημέρα μετά τις ευρωεκλογές ενώ το θέμα ήταν σε εκκρεμότητα από τον περασμένο Δεκέμβριο, δίνοντας το πράσινο φως στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να προβούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έως την 30.06.2024 στην έκδοση ανακεφαλαιωτικών λογαριασμών με τους οποίους θα ζητούν την επιστροφή των επιδοτήσεων έλαβαν από την Πολιτεία.
.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των παρόχων, όπως ανέφερε ο κ. Σκυλακάκης μιλώντας στον Real FM, 2.500 επιχειρήσεις θα πρέπει με βάση τον επανυπολογισμό των επιδοτήσεων που δόθηκαν να επιστρέψουν 2 εκατ. ευρώ, ενώ πολλοί περισσότερες θα λάβουν 4 εκατ. ευρώ καθώς η εκκαθάριση έδειξε ότι ενισχύθηκαν με λιγότερα ποσά από αυτά που δικαιούντο.
Εξήγησε σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις πως με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν μπορεί κανένα κράτος – μέλος να υπερβεί τα όρια, καθώς απαγορεύεται ρητώς. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στη δυσκολία να γίνει σε πραγματικό χρόνο ο έλεγχος σώρευσης, διότι το ακριβές ποσό της επιδότησης, το μαθαίνει κάθε επιχείρηση στο τέλος, όταν λαμβάνει το λογαριασμό από τον πάροχο.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόσθεσε: «Η επιχείρηση είναι ενήμερη για κάθε κρατική ενίσχυση που λαμβάνει. Μάλιστα ζητήθηκε μεταγενέστερα, διότι η καταβολή των επιδοτήσεων κράτησε πολύ καιρό, να υπάρξει μία Υπεύθυνη Δήλωση, ότι δεν θα γίνει υπέρβαση του ορίου που προβλέπει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πολλές επιχειρήσεις δεν τη συμπλήρωσαν, τελείωσαν οι επιδοτήσεις και έγινε ο επανυπολογισμός, ο οποίος βγάζει θετικό πρόσημο για την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
Αναφορικά με τις αιτιάσεις ότι η ΚΥΑ υπεγράφη αμέσως μετά τις ευρωεκλογές το απέδωσε σε γραφειοκρατικούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση οι επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που πρέπει να πληρώσουν έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο αποκοπών αν δεν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και συσσωρευτούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Πολλώ δε μάλλον όταν αυτό το ξαφνικό «χαράτσι» έρχεται σε μια περίοδο όπου οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν τις νέες αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος.
Όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ σε επιστολή της προς τους συναρμόδιους υπουργούς με την οποία ζητά την ανάκληση της ΚΥΑ, ο εμπορικός κόσμος καλείται να επιστρέψει σημαντικά ποσά, τα οποία η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ως βοηθήματα. Επισημαίνει επίσης πως «η επιστροφή αυτών των χρημάτων στους παρόχους συνιστά ξαφνική επιβάρυνση των επιχειρήσεων «σε εποχή καθίζησης του τζίρου και την ώρα που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν τις νέες αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα, τα αυξημένα έξοδα της διασύνδεσης των POS, της διαβίβασης των συναλλαγών τους στην ΑΑΔΕ σε πραγματικό χρόνο, της πλήρους λειτουργίας της κάρτας εργασίας σε όλο το φάσμα του λιανικού εμπορίου και της καταβολής των πρόσθετων φόρων που προκύπτουν από την καθιέρωση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η επιστολή του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών σημειώνεται ότι «η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε πολίτη και Κράτος, που απαιτεί η σύγχρονη δημοκρατία, κλονίζεται ανεπανόρθωτα με πρακτικές, όπως η παραπάνω, που στερούν από τον πολίτη το δικαίωμα της ενημέρωσης και της αντίδρασης σε ενέργειες, που πλήττουν την υπόστασή του ανεπανόρθωτα». Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο ζητά την παρέμβαση των συναρμόδιων υπουργείων για την ανάκληση της επίμαχης υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρει, πλήττει ανεπανόρθωτα τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων και των οικογένειών τους.