Οργή και αναβρασμός στη δικαιοσύνη για τον πειθαρχικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο σε ανακρίτρια και εισαγγελέα στην υπόθεση Λύτρα. Μήνυμα για τα Τέμπη οι κινήσεις που έγιναν χθες.
Σε μεγάλο αναβρασμό τελούν από εχθές το μεσημέρι οι δικαστικοί λειτουργοί, μετά την πρωτοφανή απόφαση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου να διατάξει την κατεπείγουσα πειθαρχική έρευνα σε βάρος της ανακρίτριας και του εισαγγελέα, που χειρίστηκαν την απολογία του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα και αποφάσισαν να μην τον προφυλακίσουν.
Η κοινή ανακοίνωση της Προέδρου και της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξουν πειθαρχική διαδικασία για τους δύο δικαστικούς λειτουργούς, μόλις 2 ώρες μετά την διάταξη της 18ης τακτικής ανακρίτριας, με την οποία άφηνε ελεύθερο τον κατηγορούμενο με περιοριστικούς όρους, κλόνισε τους λειτουργούς της Θέμιδος που από εκείνη την ώρα έχουν «σπάσει» τα τηλέφωνα στις μεταξύ τους επικοινωνίες, εκφράζοντας τον προβληματισμό τους για την ενέργεια αυτή στην ηπιότερη εκδοχή και την εντονότατη δυσαρέσκειά τους οι πιο θυμωμένοι. «Ευθεία παρέμβαση στο έργο μας» και «προσπάθεια εκφοβισμού» είναι η κοινή επωδός στα χείλη πολλών δικαστών, με τους οποίους επικοινώνησε το Dnews για το θέμα.
«Πρόκειται για μια πρωτοφανή και εξευτελιστική για το θεσμό του Αρείου Πάγου ενέργεια», σχολιάζει ανώτερος δικαστής που «συνιστά εκφοβισμό και αθέμιτη παρέμβαση στην ελεύθερη και ανεξάρτητη δικανική κρίση των δικαστικών λειτουργών που επιλήφθηκαν, αλλά και των δικαστικών λειτουργών που θα επιληφθούν στο μέλλον παρόμοιων υποθέσεων», καταλήγει ο έμπειρος δικαστικός λειτουργός.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Γιάννης Ιωαννίδης σε ανάρτησή του στηλιτεύει την απόφαση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, κάνοντας λόγο «για απώλεια του μέτρου και κάθε αίσθησης σοβαρότητας» και το πιο σημαντικό που όλων «για ένα επικίνδυνο προηγούμενο» που διαμορφώνεται και συμπληρώνει: «Δεν προφυλακίζουμε ως προκαταβολή ποινής, ούτε για να ικανοποιηθεί το τηλεοπτικό κοινό (την ακόρεστη δίψα του οποίου βέβαια, όπως και την τηλεθέαση στις σχετικές εκπομπές, έχουν τροφοδοτήσει κατ’ εξακολούθηση, για να μην πω κατ’ επάγγελμα, ουκ ολίγοι “γνωστοί ποινικολόγοι”. Γιατί έτσι όπως πάμε, το “φυλακή για όλους” που είχα γράψει για τις τελευταίες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, θα έρθει πολύ πιο γρήγορα και, το χειρότερο, με γενίκευση της αυθαιρεσίας», καταλήγει ο έμπειρος ποινικολόγος.
Και στο βάθος….Τέμπη
Στην κριτική τους οι δικαστικοί λειτουργοί δε διστάζουν να μιλήσουν για «εικονικό» πειθαρχικό έλεγχο σε ανακρίτρια και εισαγγελέα, για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις του κοινού, καθώς γνωρίζουν ότι η κρίση που εκφέρει ο δικαστικός λειτουργός κατά την ασκηση των καθηκόντων του δεν αποτελεί ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα, βάσει του άρθρου 109 του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργώνν (αρθρο 109 παρ. 4 περ. β ν. 4938/2022).
Κατά συνέπεια, προς τι η παρέμβαση από το Ανώτατο Δικαστήριο; Μήπως αυτή η ενέργεια δημιουργεί «τετελεσμένο» για την έκβαση της επικείμενης δίκης για την υπόθεση Λύτρα; Επίσης, είναι να αναρωτιέται κανείς… Είναι πράγματι μια ουσιαστική παρέμβαση που αφορά σε εσφαλμένη δικαστική κρίση ή αποτελεί «μήνυμα» σε πρόσωπα και υποθέσεις; Σημειώνεται ότι η ανακρίτρια της υπόθεσης Λύτρα κ. Χριστίνα Σαλάππα που θα υπαχθεί στον πειθαρχικό έλεγχο, τυγχάνει να είναι και η Ευρωπαία Ανακρίτρια στην Ελλάδα, που χειρίζεται την ανάκριση για τη σύμβαση 717, η μη ολοκλήρωση της οποίας συνέβαλε τα μέγιστα στο έγκλημα των Τεμπών. Η κ. Σαλάππα που έχει ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο των απολογιών των 23 κατηγορουμένων της ΕΡΓΟΣΕ, της κοινοπραξίας και της ελληνικής διαχειριστικής αρχής έχει επιβάλλει υπέρογκες χρηματικές εγγυήσεις, που αγγίζουν το 1 εκατομμύριο ευρώ στη συντριπτική πλειοψηφία των κατηγορουμένων.
Αντίδραση από ΔΣΑ
Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, με αφορμή το από 17.6.2024 κοινό Δελτίο Τύπου της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις «του κινήματος της πετσέτας», των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της. Ετσι, περιπτώσεις πολιτών, που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.
Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα.
Πυρ ομαδόν από Ένωση Δικαστων και Εισαγγελεων και Δικηγόρους κατά ηγεσίας Αρείου Πάγου για τον πειθαρχικό έλεγχο στους δικαστικούς λειτουργούς της υπόθεσης Λύτρα
Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης». Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, Εφέτης, Πρόεδρος
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης, Α΄ Αντιπρόεδρος
Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης, Β΄ Αντιπρόεδρος
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, Γενικός Γραμματέας
Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης, αν. Γενικός Γραμματέας
Μιχαήλ Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών
Ζαχαρίας Παλιούρας, Ειρηνοδίκης, αν. Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου