Το πρώτο μου Πάσχα
«Αγαπητοί μου,
Αυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ’ έπαιρνε μαζί της στον Αϊ-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά – από τις οκτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Άγιο Χαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ’ ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν περίπατο στους Κήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.
»Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Τι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Το έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Tα ευαγγέλια προπάντων μ’ άρεσαν πολύ. Είναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα! Πρώτα των Βαΐων -και συνήθως απ’ αυτή την Κυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες- έπειτα της Ανάστασης, έπειτα του Θωμά, των Μυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Άι-Xαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος, τα έλεγε θαυμάσια. Κι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ’ άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ’ έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνη το νόημα κι ο αγράμματος. Κι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού – ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Και σου ’κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Κυρίου…
»Tη Μεγάλη όμως Εβδομάδα και το Πάσχα, όλη-όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Κυριακή το πρωί, η Ανάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: «Δεύτε λάβετε φως», «Χριστός Ανέστη», «Eν αρχή ην ο λόγος» και καθεξής. Δεν μ’ έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Ακολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Επιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τί προηγήθηκε απ’ την Ανάσταση. Μόνο, από την Κυριακή των Βαΐων, πως ο Χριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τί έκαμε κει, τί τον έκαμαν, άκρες μέσες: Κάποιος Μυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Tαφή σε καινό μνημείο… Τι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Μόλις είχα μια ιδέα.
»Κι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Είχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!… Είδα και το Χριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Χριστό σαν αληθινό… Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Επιτάφιο (κι ο Χριστός του Επιταφίου στη Ζάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Εσταυρωμένος). Και θυμούμαι ακόμα τί αλλιώτικη εντύπωση, τί μεγαλύτερη χαρά μού έκανε το Πάσχα στην εκκλησίτσα, την πρώτη φορά, αφού είχ’ ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Μπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.
»Γιατί όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Είχα παρακολουθήσει το Χριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ’ ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Μυστικό Δείπνο, είχε’ ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Μητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον…» Γι’ αυτό το «Χριστός Ανέστη» μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι’ αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Εκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Εκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξίδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
»Έτσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώση τόση χαρά η Ανάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμη τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνον το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ’ οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ’ τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγώνα και αγωνία, ύστερ’ από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Μεγάλη Εβδομάδα.
»Ω, αυτό το ξέρετε και σεις από τώρα. Μήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Μεγάλη Εβδομάδα; Γελάτε, ε;… Και του χρόνου!
Σας ασπάζομαι
ΦΑΙΔΩΝ»
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κρατούσε στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» τη στήλη «Αθηναϊκές επιστολές μεταξύ 1867 και 1951. Από αυτά τα κείμενα προέρχεται και το «Το πρώτο μου Πάσχα», όπου υπενθυμίζει πως για να μας δώσει η Ανάσταση τη χαρά την οποία μας δίνει σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, πρέπει να προηγηθεί, τη Μεγάλη Εβδομάδα, η συγκινησιακή έξαρση για το Θείο Πάθος. Ο Ξενόπουλος ανέλαβε χρέη αρχισυνταξίας στο περιοδικό μεταξύ 1894 και 1945.
Παρά το γεγονός πως τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα του Ξενόπουλου (1867-1951) επανεκδίδονται συχνά εδώ και πολλά χρόνια, ή δοκιμάζουν μέχρι και τις ημέρες μας την τύχη τους στο σανίδι, το όνομά του εξακολουθεί να παραμένει κάπως στο σκοτάδι: είτε εξαιτίας της πολυγραφίας και της ογκώδους παραγωγής του, που τον κατέστησαν ύποπτο για εμπορικές αποβλέψεις, είτε λόγω εσωτερικών ζητημάτων της γραφής του, τα οποία εντόπιζε η κριτική στη δουλειά του ήδη από τα χρόνια της ακμής του – προβλήματα τα οποία συνδέθηκαν εκ νέου με την επιμονή του να απευθύνεται, τόσο με τη μυθιστοριογραφία όσο και με τη θεατρογραφία του, στο μεγάλο κοινό. Στην αυτοβιογραφία του, υπό τον τίτλο «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα» (1939), δημοσιευμένη σε ηλικία 72 ετών, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αναγνωρίζει ως κορυφαία μυθιστορήματα της συγγραφικής του σταδιοδρομίας τη «Μαργαρίτα Στέφα» (1893), αλλά και τα «Κόκκινος βράχος» (1905), «Ο πόλεμος» (1914), «Οι μυστικοί αρραβώνες» (1915) και «Λάουρα» (1915). Ξεχωρίζει επίσης την τριλογία του «Πλούσιοι και φτωχοί» (1919), «Τίμιοι και άτιμοι» (1921) και «Τυχεροί και άτυχοι» (1924) ή ακόμα την «Αναδυομένη» (1925), την «Ισαβέλλα» (1923) και την «Τερέζα Βάρμα-Δακόστα» (1925), που τον κάνουν εισηγητή του αστικού μυθιστορήματος εν Ελλάδι. Σε όλο το μήκος της πλούσιας μυθιστορηματικής του παραγωγής, που όντως διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ από το μεγάλο κοινό, ο Ξενόπουλος ενδιαφέρθηκε έντονα για την καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα και ιδίως για τις συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε σιγά – σιγά να εξελίσσεται σε μητροπολιτικό κέντρο η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Στα έργα του παρακολουθούμε συχνά μεγάλες ερωτικές συγκρούσεις, με φόντο την οικονομική δυσπραγία ή, αντίθετα, την οικονομική ευμάρεια των πρωταγωνιστών.
Β. Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ