Η δύναμη του πεπρωμένου - Γράφει ο Νώντας Τσίγκας // * - OlaDeka

Η δύναμη του πεπρωμένου – Γράφει ο Νώντας Τσίγκας // *

Κριτική για το βιβλίο «Ανάληψη» του Ηλία Παπαμόσχου

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, «Ανάληψη», Εκδ. Πατάκη 2023

Είκοσι χρόνια πια στα γράμματά μας ο Ηλίας Παπαμόσχος, συνεχίζει με το όγδοο δημοσιευμένο έργο του. Στη διαδρομή αυτή, προηγήθηκαν έξη συλλογές διηγημάτων, μικρής ή υπερμικρής φόρμας. (Και φέρνω αμέσως στο νου μου το Η ζωή είναι, από την προτελευταία του συλλογή με τις ογδόντα δύο λέξεις). Σύμφωνα με τις δημιουργικές του αναζητήσεις και τις ανάγκες έκφρασής του ο συγγραφέας έχει εισέλθει, με τα δυο τελευταία του βιβλία, και στο χώρο του μυθιστορήματος.

EΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ένα συγκλονιστικό γεγονός, που έλαβε χώρα, σχεδόν εκατό χρόνια πριν, στη λίμνη της Ορεστίδας, στέκεται αφορμή για τη συγγραφή της «Ανάληψης»: Στις 13 Ιουνίου του 1929 το ξύλινο νεότευκτο μοτόρι που μεταφέρει πανηγυριστές απέναντι στο Δισπηλιό, στο «Νησί», την τοποθεσία όπου γιορτάζεται κάθε χρόνο, στην ομώνυμη εκκλησία, η γιορτή της Ανάληψης, ανατρέπεται στα ρηχά μπροστά στην αβγατή των «Πετσιών» της Καστοριάς. Ο τραγικός απολογισμός: επτά πνιγμένοι. Από την επόμενη κιόλας μέρα και για αρκετό καιρό αργότερα, οι τοπικές εφημερίδες θα γράφουν μαρτυρίες, θα παρακολουθούν τις εξελίξεις, τις ανακριτικές διαδικασίες κλπ. Σε κάποια από τις εφημερίδες δημοσιεύονται όνειρα, των θυμάτων και των συγγενών τους ή κατοίκων της πόλης που «προμηνούσαν το κακό».

Όλα όσα, τραγικά εξ ίσου, σύντομα ακολούθησαν, απωθήθηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης. Λόγοι φανεροί και κρύφιοι, ευνόητοι αλλά και όχι, όπως συμβαίνει σε όλες τις κλειστές κοινότητες σε παρόμοιες περιπτώσεις, οδήγησαν το δυστύχημα και τα περί αυτό σε μια λήθη στεγανή, ακατάλυτη, ανέγγιχτη και ηθικά απλησίαστη…

Τα πραγματολογικά του μυθιστορήματος τελειώνουν εδώ.

Ο Βλαντίμιρ Nαμπόκοφ γράφει: Η πραγματικότητα είναι μια λέξη που πρέπει να μπαίνει σε εισαγωγικά. Και κάποτε αυτό μας το εξηγεί: Η πραγματικότητα δεν είναι ούτε το υποκείμενο ούτε το αντικείμενο της αληθινής τέχνης ή οποία δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα χωρίς να έχει καμία σχέση με τη μέση «πραγματικότητα» που αντιλαμβάνεται το κοινό μάτι.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου μια φωτογραφία διαλεγμένη από τον συγγραφέα: H χορευτική φιγούρα μιας λευκοντυμένης  γυναίκας που βυθίζεται με χάρη στο νερό. Ή μήπως, ταυτόχρονα, αναλήπτεται προς το έρεβος; Εκεί όπου βάθος και ύψος, άνοδος και κάθοδος συνορεύουν, θάνατος και αναστάσιμη μνήμη συμπορεύονται…

Ετοιμάσου αναγνώστη, η ανάγνωση έχει ήδη ξεκινήσει από εδώ!

Τα σπίτια, σαν μες στη γη οι νεκροί, αρμό τον αρμό, πέτρα την πέτρα ξηλώνονται, και γίνεται θεμέλιο η σκεπή, κάδρο του ουρανού τα παραθύρια, κι η είσοδος δόντι πια πέτρινο στης γης στα ούλα τα χωμάτινα, όσο κι αυτό να πέσει· όπως ακόμη βαστιέται, ακόμα ριζωμένο, το μέρος σημαδεύοντας που υψωνόταν κάποτε, το σπίτι της Ουρανίας και του Λεωνίδα. Γκρεμίστηκε η σκάλα που ανέβηκε για να προβάρει η Ουρανία το δώρο της πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα.

Άποψη της παραλίας των Πετσιών της Καστοριάς (φωτ. Νώντας Τσίγκας)

ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ-ΤΟΠΟΣ

Δεσπόζει και σ’ αυτό το έργο του Παπαμόσχου η πόλη της Καστοριάς και η λίμνη της. Το πλήθος από τις σιωπηλές αλειτούργητες βυζαντινές εκκλησίες, οι τοιχογραφίες τους με τις λαϊκές εγχαράξεις συμβόλων πάνω σ’ αυτές όπως και το αποτύπωμα των λογής βανδαλισμών μεταξύ των οποίων και αυτό του χρόνου. Τα ασήμια της λίμνης, οι ομίχλες της, ο καθρέφτης της.

Και βέβαια οι ζωές των απλών ανθρώπων, ο έρωτας που συδαυλίζει τις ψυχές,  η απώλεια, το πένθος, η μακρά λύπη της απουσίας, οι ιαματικές —ή και όχι— συνεισφορές της μνήμης. Οι συνυποδηλώσεις, η υπαινικτική συσχέτιση, η εξομολογητική υπόρρηση, ο αυτοαναφορικός και αυτοβιογραφικός λόγος κατοικοεδρεύουν στις παρυφές αλλά και βαθιά στο σώμα της πλοκής-εξέλιξης και αυτού του έργου.

«Η Ανάληψη» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από εξήντα πέντε ευσύνοπτα και άτιτλα κεφάλαια που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου σε μικρή φόρμα. Νιώθω πως ο συγγραφέας προσκαλεί τον αναγνώστη να δώσει στο καθένα από αυτά έναν τίτλο. Το έργο διαθέτει επίσης αρκετά χαρακτηριστικά ενός κανονικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Κατά την περίοδο που πραγματεύεται η «Ανάληψη», η Καστοριά απολαμβάνει ακόμα μια σχετική οικονομική ευμάρεια χάρη στην παραδοσιακή της γουνοποιία ενώ το δεύτερο κύμα της μετανάστευσης έχει κορυφωθεί. Διατηρεί επίσης τη λάμψη της παλαιάς της αρχοντιάς και τους Εβραίους της ακόμα ως μέλη στερεά συνδεδεμένα στον ιστό της πόλης. Οι τούρκοι έχουν φύγει κι έχουν έρθει οι πρόσφυγες, λίγα μόλις χρόνια πριν, από τα μέρη της Άσπρης και της Μαύρης Θάλασσας. Εποχή του μεσοπολέμου, στιγμή του παγκόσμιου οικονομικού κραχ του ’29 που θα γεννήσει τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο.

Ο Παπαμόσχος, αν και δεν έχει γράψει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, σού επιτρέπει κάθε στιγμή να κινείσαι με άνεση, χωρίς χάρτη και χωρίς πυξίδα—δίχως φυσικά να απαγορεύει τη χρήση τους, ανάμεσα στα απαράλλακτα ακόμα και σήμερα τοπόσημα της πόλης. Παρακολουθεί τα αβέβαια ή γοργά και αποφασιστικά βήματα, τα όνειρα ή το πυρετικό παραλήρημα (ερωτικό, θρηνητικό, απόγνωσης, μίσους ή τρέλας) του κάθε πρωταγωνιστή κατά τη ροή της διήγησης.

Ο λόγος, σε τρίτο πρόσωπο, εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Επιστολές, όνειρα, διηγήσεις ανθρώπων ή αναφορές περιστατικών, που μεταξύ τους μοιάζουν ασύνδετα, συγκλίνουν και οδηγούνται κάπου. Αναπόδραστα όλα θα τα ενώσει η μοιραία στιγμή. Για να σταθώ ακριβέστερος: η κλεψύδρα του χρόνου αρχίζει να αδειάζει από την προηγούμενη πριν από το ατύχημα μέρα. Η αφήγηση αρχίζει ακριβώς τότε. Ουσιαστικά παύει σαράντα μέρες αργότερα. Η στενωπός του ατυχήματος, και άρα του θανάτου θα δεχτεί τους ποταμούς των δακρύων και της οδύνης. Στο κάτω μέρος της κλεψύδρας θα χωρέσουν όλα.

Βυθισμένο «καράβι» στη λίμνη της Καστοριάς (φωτ. Νώντας Τσίγκας)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ-ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ

Ο Ηλίας Κακλαμάνος, χήρος εδώ και τέσσερα χρόνια, πατέρας τριών ανήλικων παιδιών, δραστήριος επιχειρηματίας της πόλης, αυτοδημιούργητος. Ήρθε στην πόλη  από την απέναντι όχθη. Ιδιοκτήτης του νεότευκτου πλοιαρίου, της «Περιστέρως», που φέρει το όνομα της πεθαμένης γυναίκας του. Η μάνα του η κυρία-Γεωργία σκέφτεται:

Τέσσερα χρόνια μέρα δεν τον έβγαλε το λαιμοδέτη ο Ηλίας μου, αυτή τη θηλιά. Και την έκανε τη λατρεμένη του σκαρί να αρμενίζει, να λες πως δεν καίει βενζίνη, αλλά λάδι απ’ το καντήλι της.

Το Καράβι λευκό σαν κύκνος εκβάλει κάτι το απόκοσμο και φασματικό. Ξεχωριστό ανάμεσα στα υπόλοιπα που διεκπεραιώνουν τη συγκοινωνία της πόλης με τους παραλίμνιους γύρω οικισμούς. Προβάλλεται από τις εφημερίδες, γίνεται μύθος προτού ακόμα ταξιδέψει. Σύμφωνα με τον Θωμά Μπουκαλά, δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας Κομνηνή, «είναι άκρως εντυπωσιακόν, ευμέγεθες, πάλλευκο με μια σμαράγδινη ρίγα, σαν την κεφαλή των αγρίων νησσών». Το «ταχύπλοον βενζινόπλοιον» ποζάρει φιλάρεσκα, στους δοκιμαστικούς του πλόες μαζί με τη λίμνη, στο κάδρο που σχηματίζουν τα ανοικτά παράθυρα των σπιτιών. Πλέει ήρεμα μέσα σε μιάν αχλή ονειρική πίσω από λεπτά υφασμάτινα παραπετάσματα που ριγούν στο ελαφρό φύσημα του αέρα… Όλοι θέλουν να περάσουν μ’ αυτό απέναντι, στο Νησί, τη μέρα της γιορτής. Και όμως· πρόκειται για τη λέμβο της Αχερουσίας καθώς το σύντομο και άδοξο ταξίδι του πλοιαρίου επίκειται να σφραγιστεί από απέραντο πόνο.

Ο αδελφός του πλοιοκτήτη, ο Γρηγόρης Κακλαμάνος, ο επονομαζόμενος Κάρτζας, πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα. […] Κοντά είκοσι χρόνια μετά δεν αποχωριζόταν τη φουστανέλα και τα τσαρούχια.

Ο ένας αδελφός φορά φράγκικα, ο άλλος ακόμα τη στολή του πολεμιστή. Ο Ηλίας, με γκροτέσκο από τη συγγραφική πένα δοσμένο τρόπο, αρέσκεται επίσης να ακούει γνωστά έργα της δυτικής μουσικής με ασύμβατη σχολαστικότητα  αν λάβουμε υπόψη την παιδεία που ήταν δυνατόν αυτός να έχει λάβει: […] συνήθως άκουγε την καβατίνα του Φίγκαρο. […] Δεν είχε ποτέ ακούσει το φινάλε της πρώτης πράξης […]. Ο Γρηγόρης φρικιά στο άκουσμα της μουσικής αυτής. Ο Δικέφαλος αετός της βυζαντινής Καστοριάς αδελφώνει δυο κεφάλια που κοιτάζουν το ένα κατά την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση.

Η Αγνή. Ορφανή προσφυγοπούλα. Δεν ήξερε γράμματα […] ήρθε από απέναντι, δίχως όνομα, στάχτη στην πυρκαγιά της Σμύρνης έγινε, μυστικό που αναλήφθηκε με τους δικούς της στους ουρανούς.

Ο δάσκαλος Αλέξης Αλεξίου που νοικιάζει στο σπίτι της Ραχήλ Μόλχο, διαβάζει τα πάντα, μα πιο πολύ Καβάφη, και περιποιείται τον κήπο στον Άγιο Θεολόγο. Ο φίλος του Κώστας Σιώμος παρατηρεί τον τρόπο που ο Αλέξης κοιτάζει την Αγνή όταν εκείνη περνάει από εκεί. Ο Αλέξης παραδέχεται ότι σκοπεύει να τη ζητήσει από τους θετούς της γονείς. Αύριο κιόλας… Και θα το κάνει.

Ο Θανασάκης Βέλιος εργάζεται χρόνια στην Αμερική. Η σύζυγός του Πολυξένη και η μητέρα της Πληξαύρα βαστούν το σπίτι στην Καστοριά. Τα δυο του παιδιά, ο Νικολάκης κι ο Γιάννης, φοβούνται πως κάποιο παράπτωμά τους, που υπέπεσε και στην αντίληψη του δασκάλου τους Αλέξη –πετούσαν πέτρες στα σπίτια της Εβραΐδας–, θα σταθεί αφορμή να στερηθούν το ταξίδι με το πλοίο για το πανηγύρι.

Η Ουρανία με το παιδί που κυοφορεί. Ελπίζει πως, ανάλογα με το αν είναι αγόρι ή κορίτσι θα του δώσει το όνομα Δαμιανός ή Δαμιανή. Σύζυγός της ο μοιραίος Λεωνίδας Ζουλιανίτης.

Η Όλγα, ο σύζυγός της Χαράλαμπος και ο Ραφαήλ το μόλις σαράντα ημερών κανούργιο μέλος της οικογένειας.

Ο Γιώργος Βέγιος. Ονειρεύεται να φύγει και να δουλέψει κοντά στον αδελφό του Φιλώτα που είναι χτίστης έξη χρόνια στη Νέα Υόρκη και εργάζεται τώρα στον ουρανοξύστη της Κράισλερ που υψώνεται στον ουρανό του Μανχάταν. Η ορμήνια των γονιών του, Ναούμ και Θεοδότας, προς το Γιώργο για την ώρα είναι:  να κάνεις αύριο το σταυρό σου στην εκκλησία στο Νησί να τον φυλάγει (τον Φιλώτα) ο Χριστός και η Παναγιά.

Συναξάρι ζώντων και τεθνώτων, ψυχοχάρτι εις μνήμην και Αναστάσεως χάριν. Κάποτε αντιλαμβανόμαστε και την παράθεση ονομάτων προσώπων προσφιλών προς τον συγγραφέα αλλά και το όνομα του ίδιου με ψυχαναλυτικές ή μυθολογικές διακειμενικότητες: ΠεριστέρωΛεωνίδαςΌλγαΗλίας

ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ

Μέχρι τα μισά του βιβλίου, γινόμαστε κοινωνοί συμβάντων της προτεραίας της εορτής της Αναλήψεως μέρας. Αύριο είναι το πανηγύρι «απέναντι» όπου όλοι οι πρωταγωνιστές δηλώνουν επιθυμία να μεταβούν. Φωτογραφίες νεκρών, γράμματα γραμμένα με φωνητική γραμματική σε ξενιτεμένους, ζωές χωρισμένες από την ξενιτειά ή το έρεβος του επέκεινα, καθημερινά γεγονότα, σχεδόν συνηθισμένα, όλα παρατίθενται στο βιβλίο σαν πράξεις τελετουργικές και ως τραγική ειρωνεία. Μια αποδοχή πρότασης γάμου του Αλέξη για την Αγνή με το συμφωνητικό της έτοιμο. Η Ουρανία δέχεται διπλά δώρα: Το φιαλίδιο με το άρωμα από τον  σύζυγό της Λεωνίδα και το μεταξένιο φόρεμα από τη Ρεβέκκα. Τα κόκκαλα των κεκοιμημένων που, καταρρέοντας στο οστεοφυλάκιο, θα τρομάξουν τα δυο παιδιά του Θανασάκη Βέλιου. Οι νυχτερίδες στα εφιαλτικά όνειρα των ανθρώπων αλλά και στον ξύπνιο τους. Η γάτα με την αποκρουστική όψη που παρακολουθεί την Αγνή. Ο Λεωνίδας χτυπά το απόγευμα με μια πλακουτσή πέτρα ένα γριβάδι στο κεφάλι αφήνοντάς το νεκρό στη βάρκα μέσα. Η μητέρα του το ίδιο βράδι θα δει στον ύπνο της πως από την κοιλιά της Ουρανίας γεννιέται ένα ολόιδιο ψάρι. Στη τσέπη του Λεωνίδα θα ξεχαστεί ένας σουγιάς, δώρο του συντρόφου του στο ψάρεμα Χαράλαμπου Μήλιου. Με το σουγιά είχε ξελεπιάσει το ψάρι που σκότωσε.

Οιωνοί και όνειρα. Όλα συνθέτουν σκηνές τελετουργικού, μια φαινομενικά ήρεμη, σχεδόν υπναγωγική, όμως προκαθορισμένη θαρρείς πορεία προς το δράμα και την κορύφωσή του. Η ειμαρμένη-το κισμέτ, «η κακιά ώρα», η σκληρή παντοδυναμία του τυχαίου έχουν πιάσει στα δίχτυα τους τους ανθρώπους που θα πρωταγωνιστήσουν. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στην σφοδρή επιθυμία  να επιβιβαστεί στο μικρό πλοιάριο.

Η επιβίβαση, το ατύχημα και η εικόνα του αναποδογυρισμένου  πλοιαρίου, μας δίνονται σε έκταση λιγότερη από πέντε σελίδες. Σαν σκοτεινή λάμψη:

Η Όλγα, με τον Ραφαήλ αγκαλιά μπήκε στην καμπίνα. […] Ο Λεωνίδας πήγε στην πρύμνη κι η Ουρανία στην καμπίνα. […] Ο Γιώργος Βέγιος μιλούσε με τα μικρά της Πολυξένης […] Η γυναίκα του Θανασάκη Βέλιου, η  Πολυξένη και η μάνα της μπήκαν με τα παιδιά στην καμπίνα. Τελευταία μπήκε η Αγνή. Από την ακτή ακούγεται δυνατά μουσική υπόκρουση από το γραμμόφωνο του Κακλαμάνου: «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» του Τζοακίνο Ροσίνι. Όπως το είχε σκεφτεί εκείνος: «έτσι, για να το νιώσει πιο έντονα κι ομορφότερα το πέρασμα απέναντι ο κόσμος».

Αρκεί μια στιγμή. Ένας λάθος υπολογισμός και το υπερφορτωμένο πλοιάριο, η «Περιστέρω»,  άρχισε να στρίβει απότομα, πήρε κλίση, και τα πρώτα κορμιά έπεσαν στα νερά. Στο αμέσως επόμενο υποκεφάλαιο: Ομπρέλες, κουρτίνες, καλάθια, μπαστούνια, καπέλα, παπούτσια επέπλεαν στο νερό. Τα ψάρια τσιμπούσαν τις μουλιασμένες πίτες και τα άλλα τρόφιμα. Κάποιοι, παρά την παρουσία των χωροφυλάκων, βανδάλιζαν το πλοίο.

Άποψη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (φωτ. Νώντας Τσίγκας)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι νεκροί συγκεντρώνονται στον Άγιο Θεολόγο και θάβονται σε κοινή εξόδιο ακολουθία. Τις επόμενες μέρες Ο φόβος απλώθηκε πάνω από την πόλη, εισχώρησε σε καθετί, η λύπη για τα θύματα, ο τρόμος ότι καθένας μπορεί να το ’χε πάθει. Μοιραία αρχίζουν στις ψυχές των αμεσότερα εμπλεκομένων, να δημιουργούνται αντιδράσεις που ξεκινούν από την ανάγκη για εκδίκηση, τη φυγή, τη μετάβαση στην τρέλα…  Ο  Γρηγόρης Κακλαμάνος γίνεται ακοίμητος φρουρός του αδελφού του.

Ένα πιστόλι έρχεται από τη Νέα Υόρκη στη τσέπη του Θανασάκη Βέλιου και πέφτει σε κάποιο σοκάκι της Καστοριάς. Αυτός που θα το βρει τυχαία και θα το περιμαζέψει, προτίθεται να το παραδώσει στην αστυνομία. Ένα βράδυ, τα καρφιά από τα τσαρούχια του Γρηγόρη Κακλαμάνου θα ηχήσουν πάνω στο καλντερίμι στο Ντολτσό σε κάποια καταδίωξη ενός υπόπτου. Ο Αλέξης καίει συμβολικά το υποσχετικό του γάμου πάνω στον τάφο της αγαπημένης του. Έχει ζητήσει μετάθεση. Ο Φιλώτας αποφασίζει να μην επιστρέψει ποτέ στην Καστοριά. Το έγκλημα που θα συμβεί μπροστά στο κουρείο του Θωμαΐδη, στα σαραντάμερα από το ατύχημα, θα σφραγίσει το βιβλίο. Ο Γρηγόρης παύει τον κύκλο της εκδίκησης και του αίματος:

Τον βάραινε η στολή και αποφάσισε πως θα την έβγαζε, πως θα ’βαζε τα φράγκικα για να τιμήσει τον αδερφό του, και πατούσε κάτω απαλά γιατί δεν άντεχε ν’ ακούει τα καρφιά.

Η τελευταία φράση του μυθιστορήματος μας οδηγεί στις αληθινές προθέσεις του συγγραφέα, αν μπορώ να ερμηνεύσω σωστά: Πιο κοντά πάρα ποτέ στη γυναίκα του [το θύμα] πιο μακριά από αυτήν [ο θύτης] όσο ποτέ…

Η κλεψύδρα αναστρέφεται. Το σκοτεινό περιεχόμενο εξακοντίζεται σε θραύσματα φωτερά που αναλήπτονται στον ουρανό. Τα έργα προς χάριν της αγάπης που άγγιξαν την ύβρι, το ματαιωμένο ταξίδι, το ποθεινό μέλλον που δεν δικαιώθηκε: άστρα της λίμνης που φέγγουν ψηλά…

Όσο κι αν Ο κουρέας της Σεβίλλης ή Οι γάμοι του Φίγκαρο προσπαθούν να διασπάσουν τη σιωπή του μυθιστορήματος, η άρια Γαλήνη, γαλήνη Θεέ μου από την όπερα La Forza del destino του Βέρντι είναι εκείνο που φτάνει στα δικά μου αυτιά. Ο συγγραφέας ξαναζωντανεύει τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στις δραματικές περιστάσεις του 1929 για να τα κάνει πάλι ο ίδιος να χαθούν. Έχει η πένα του τη χαρά της Ανάστασης αλλά τα χέρια του κατακαίει το κερί της ζωής τους που αποσώνεται ώσπου να σβήσει ολότελα και πάλι.

Ο Παπαμόσχος έγραψε ένα βιβλίο για τον απελπισμό της Αγάπης, για τη σιωπηλή ̶ αλλά και την οιηματική, στα όρια της αρχαίας Ύβρεως ̶  υπεράσπιση του Έρωτα, τη Ματαίωση, το αναπότρεπτο της ανθρώπινης Μοίρας και τη δύναμη της Συγχώρεσης.

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος

Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας Πατρών και στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας το 1993. Εργάστηκε ως βιβλιοϋπάλληλος στην Αθήνα και από το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του και ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση. Εκεί  ζει μέχρι σήμερα. Έχουν εκδοθεί  μέχρι τώρα οκτώ βιβλία του: Οι συλλογές διηγημάτων Καλό ταξίδι κούκλα μου (Κέδρος, 2004), Του χρόνου τα κυνήγια (Κέδρος, 2005), Λειψή αριθμητική (Κέδρος, 2009), Ο μυς της καρδιάς, (Μεταίχμιο, 2011),  Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (Κίχλη, 2015) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας (2016) και μεταφράστηκε στα γαλλικά (Le renard dans l’ escalier, Le miel des anges, 2018), Η µνήµη του ξύλου (Πατάκης, 2019) που µεταφράστηκε στα γαλλικά (La memoire du bois, εκδ. Le miel des anges, 2020), Τα μυθιστορήματα Η καταγωγή της λύπης (2021), που  µεταφράστηκε στα γαλλικά (L’origine de la tristesse, εκδ. Le miel des anges, 2023) και, το όγδοο κατά σειρά βιβλίο του, Ανάληψη (Πατάκης, 2023). Διηγήµατά του έχουν µεταφραστεί στα γαλλικά, τα σουηδικά και τα αλβανικά.

* Ο Νώντας Τσίγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και έζησε στο Βογατσικό  της Δυτικής Μακεδονίας. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη Νευρολογία. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει διηγήματα, ποιήματα και  κείμενά του σε λογοτεχνικά περιοδικά. Επιμελείται την έκδοση των αδημοσίευτων ημερολογίων του Ίωνα Δραγούμη. Από τις εκδόσεις Πατάκη έχουν ήδη εκδοθεί:  Δραγούμης Ίων,  Τα «κρυμμένα» ημερολόγια, Οκτώβριος 1912 – Αύγουστος 1913, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σχόλια: Νώντας Τσίγκας, (2021) ενώ ετοιμάζεται το Ίωνος Δραγούμη «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου, Τα αδημοσίευτα τετράδια 1902-1904», σε μεταγραφή-επιμέλεια-υπομνηματισμό του ίδιου. Βιβλία του: «Ου απάν’ κι ου κάτ’ ου κόσμους» (2009). Το «Μαύρο χιόνι» με σχέδια του Μόδη Γούναρη- εκδόσεις ΔιάπυροΝ (2010), «Εποχιακός διανομέας» – διηγήματα, εκδόσεις Πανοπτικόν (2013), «Μαθήματα Πατριδογνωσίας Ι-Δυό διηγήματα» – Εκδόσεις της Αυλής της Κλεοπάτρας, ε.ε. (2016), «Μαθήματα Πατριδογνωσίας ΙΙ-Η κοιμωμένη» – Εκδόσεις της Αυλής της Κλεοπάτρας ε.ε. (2019). Μεταφράσεις: Allan H. Ropper & Brian D. Burrel-«Ψάχνοντας βαθιά στο Λαγούμι, Ένας διάσημος νευρολόγος εξηγεί το μυστήριο και το δράμα της εγκεφαλικής νόσου», Ροπή (2021).

Πηγή

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria