- Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761.
Το φάσμα της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού αντιμετωπίζει το 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), ποσοστό το οποίο μειώθηκε ελαφρώς (κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (26,3%).
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, με αναφορά εισοδήματος το 2022, που πραγματοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 8,3% το 2023 από 9,5% το 2022.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), παραμένοντας σταθερός σε σχέση με το 2022.
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18- 64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 9,5% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 8,5% και για τις γυναίκες σε 10,6%.
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.050 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.755 ευρώ.
Το 2023, το 18,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός ανερχόταν σε 21,4% το 2015 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2014) και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.
Σε έξι περιφέρειες (Κρήτη, Ήπειρος, Νότιο Αιγαίο, Αττική, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες επτά περιφέρειες (Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία και Ιόνια Νησιά) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το 2023, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 27,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 6,7% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 45,1% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,1%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,9%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,2 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 26,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τις γυναίκες αυξήθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2023 σε σχέση με το 2022. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 22,8% για τις γυναίκες και σε 16,0% για τους άνδρες.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 18,8%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 24,2%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13,8%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 31,6%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 26,6% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 16,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 9,9%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022. Μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, και κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,4% και 11,8%.
Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 48%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (55,5% και 42,6% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 και ανήλθε σε 31,4 %.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18- 64 ετών ανέρχεται σε 9,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022. Μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18- 64 ετών, και κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18- 64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,3% και 11,7%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 21,8%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,6%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 22,8%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ανέρχεται σε 19,8%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18- 64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 18,2%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος εκτιμάται σε 19,8%.
Τέλος, το 12,6 % των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημά του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, το 9,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι μειώθηκε και το 77,8% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.