Μετά από δεκαετίες ανάπτυξης η γερμανική οικονομία καταγράφει ύφεση. Το 2023 είναι μόλις η 9η χρονιά από το 1951 που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι βασικοί οικονομικοί δείκτες στο τέλος του 2023 είναι απογοητευτικοί. Η ανάπτυξη έκλεισε στο – 0,3%, το ΑΕΠ στο -0,5%, η παραγωγή στο -0.7%, ο πληθωρισμός στο 5,9%, η ανεργία στο 5,8%, η ιδιωτική κατανάλωση στο -0,8% και οι εξαγωγές στο -0.2%.
Οι προσδοκίες των μεγαλύτερων επαγγελματικών και βιομηχανικών ενώσεων είναι απογοητευτικές, καθώς οι αιτήσεις πτώχευσης είναι κατά 12% περισσότερες από το 2022. Από τις 28 μεγαλύτερες ενώσεις, οι 23 προβλέπουν μείωση των θέσεων εργασίας και μόνον πέντε αύξηση. «Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα αυξανόμενο βουνό προκλήσεων, το οποίο απειλεί την ίδια την ουσία της βιομηχανίας» δήλωσε ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ.
Ως αιτίες της παρούσας κατάστασης μπορούν να θεωρηθούν πρωτευόντως οι γεωπολιτικές κρίσεις και δευτερευόντως τα διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής βιομηχανίας. Ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί τεράστια προβλήματα στην ιδιαίτερα ενεργοβόρα γερμανική βιομηχανία, αλλά και στην κοινωνία, καθώς εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των καταναλωτικών αγαθών. Επιπλέον, η Γερμανία τροφοδοτεί με πολεμικό υλικό την Ουκρανία, ενώ το κοινωνικό της σύστημα καλείται να στηρίξει ένα εκατομμύριο περίπου πρόσφυγες από την τελευταία.
Η συμμαχία της Κίνας με τη Ρωσία και η μείωση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας της πρώτης εξασθένησαν τους ισχυρούς εμπορικούς δασμούς Γερμανίας-Κίνας των τελευταίων δύο δεκαετιών και περιόρισαν τις γερμανικές εξαγωγές προς την τεράστια αυτή αγορά. Ο πρόσφατος πόλεμος του Ισραήλ στην Παλαιστίνη επέφερε ένα ακόμα σοβαρό πλήγμα στη γερμανική οικονομία. Η διαταραχή που σημειώνεται τελευταία στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, λόγω κυρίως της μη διέλευσης πλοίων από τη Διώρυγα του Σουέζ, αυξάνει περαιτέρω το κόστος των πρώτων υλών και των προϊόντων που εισάγονται στην Ευρώπη από τις χώρες της Ανατολικής Ασίας, την Κίνα και την Ινδία.
Ως διαρθρωτικά προβλήματα καταγράφονται η υπερβολική ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τις ενεργειακές πηγές της Ρωσίας, η μεγάλη εξάρτησή της σε βιομηχανικές πρώτες ύλες από την Κίνα, τη Ρωσία και την Ουκρανία και το υψηλό κόστος παραγωγής, που προκύπτει από τις υψηλές σε σχέση με τους ανταγωνιστές τιμές ενέργειας και μισθών .
Οι προκλήσεις τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει η Γερμανία στο νέο πλανητικό περιβάλλον των δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης, που δημιουργείται μέρα με τη μέρα, είναι πολλές, δύσκολες και απαιτητικές. Εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελιχθεί σε μακροχρόνιο, η Γερμανία θα συνεχίσει να αιμορραγεί οικονομικά από τη στήριξη της πρώτης. Παράλληλα, το κόστος παραγωγής των προϊόντων της θα συνεχίσει να είναι υψηλό, μέχρις ότου καταφέρει να εξασφαλίσει φθηνότερη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και από την ανάπτυξη της τεχνολογίας του υδρογόνου στη βιομηχανία της.
Μια άλλη απειλή είναι η αύξηση του κόστους του χρήματος, το οποίο θα συμπαρασύρει μαζί του τη μείωση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης και κατ’ επέκταση της ζήτησης.
Μια τρίτη είναι ο συνεχώς εντεινόμενος ανταγωνισμός της Κίνας και των ΗΠΑ στο προνομιακό πεδίο της Γερμανίας, στην παραγωγή δηλαδή τεχνολογικών προϊόντων και ιδίως ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η TESLA παράγει ήδη υψηλής ποιότητας ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε εργοστάσιό της στο Βερολίνο και η κινεζική BYD ήρθε σε συμφωνία με την ουγγρική κυβέρνηση για την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής φθηνών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο έδαφός της. Μια τέταρτη απειλή είναι το δημογραφικό.
Η Γερμανία έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ανανέωσης του πληθυσμού, γεγονός που μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή και στην κοινωνική συνοχή. Προς στιγμή, καλύπτει τα κενά σε χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις στην παραγωγή και τη μεταποίηση με πρόσφυγες και μετανάστες, ωστόσο, αν θέλει να πρωταγωνιστήσει στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, θα πρέπει να προσελκύσει υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό. Τέλος, και η μετάβαση στην παραγωγή πράσινης ενέργειας αποτελεί για τη Γερμανία σημαντική πρόκληση, καθώς θα απαιτήσει κεφάλαια που μέχρι στιγμής δεν έχουν ευρεθεί και διεθνείς συνεργασίες που δεν έχουν συναφθεί.
Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, σύμβουλος επιχειρήσεων και συγγραφέας.