Με εξοντωτικούς ρυθμούς συνεχίζεται η ακρίβεια, εκτινάσσοντας τον πληθωριστικό τζίρο των αλυσίδων της οργανωμένης λιανικής παρά το γεγονός ότι οι καταναλωτές βάζουν στο καλάθι του σούπερ μάρκετ λιγότερα βασικά καταναλωτικά είδη.
Από την αρχή του 2023 μέχρι και 16 Μαρτίου, η αύξηση σε αξία πωλήσεων στα προϊόντα σταθερού barcode διαμορφώθηκε στο 8,9%. Το ίδιο διάστημα οι πωλήσεις σε όγκο υποχώρησαν σε ποσοστό 1%, ενώ την επόμενη εβδομάδα (έως 26/3/2023) καταγράφεται περαιτέρω μείωση στις ποσότητες στο 1,7%.
Η μεγαλύτερη πίεση όσον αφορά στους όγκους πωλήσεων καταγράφεται στα επώνυμα είδη στο -2,7%, καθώς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) εμφανίζουν ρυθμό ανάπτυξης 4,7% (από 1/1/2023 έως και 16/3/2023).
Τα στοιχεία για τη συνεχιζόμενη «επίθεση ακρίβειας» παρουσίασε ο κ. Παναγιώτης Μπορέτος, αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Circana, στο χθεσινό συνέδριο Food Retail Summit 2023.
Ακριβαίνει περισσότερο η ιδιωτική ετικέτα
Η τιμή ανά τεμάχιο στους πρώτους δυόμισι μήνες του χρόνου είναι ακριβότερη κατά 10% συγκριτικά με ένα χρόνο πριν, που ήδη οι ανατιμήσεις είχαν εκτινάξει το κόστος του καλαθιού.
Ειδικότερα, τα επώνυμα προϊόντα αυξάνουν τις τιμές με ρυθμό 9,6%, ενώ στην ιδιωτική ετικέτα η μέση αύξηση είναι πολύ μεγαλύτερη αγγίζοντας το 14,8%.
Το αξιοσημείωτο είναι πως τα προϊόντα private label παρότι ακριβαίνουν περισσότερο στο τέλος του αγοραστικού «ταξιδιού» εξακολουθούν να είναι φθηνότερα. Η «ψαλίδα» της τιμής σε σχέση με τα επώνυμα συνεχίζει να κυμαίνεται περίπου στο 32%.
Σύγκριση καλαθιών
Με βάση τα στοιχεία της Circana στις top 60 κατηγορίες που αντιστοιχούν περίπου το 72% της αγοράς, το καλάθι των επωνύμων YTD διαμορφώνεται στα 206,24 ευρώ έναντι 188,9 ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα, καταγράφοντας αύξηση 9,1%.
Το ίδιο καλάθι γεμάτο με private label προϊόντα φθάνει στα 138,4 ευρώ έναντι 129,7 πέρυσι, ήτοι αύξηση 6,7%.
Υπό αυτές τις συνθήκες το «αποτύπωμα» της ιδιωτικής ετικέτας συνεχώς αυξάνεται και πλέον ένα στα τέσσερα προϊόντα που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ είναι private label.
Αυτή τη στιγμή το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε αξία σημειώνει άνοδο περίπου 1,5 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με πέρυσι και διαμορφώνεται, σύμφωνα με την Circana, στο 17,7%.
Προτίμηση στα μεγάλα καταστήματα
Παρότι εξέλειπαν οι λόγοι για «κοινωνικές αποστάσεις» και βόλτες στους διαδρόμους με τις μουστάρδες (sic), όπως γινόταν στα lockdowns, τα hyper markets, που έχουν επιφάνεια πώλησης μεγαλύτερη των 2.500 τετραγωνικών μέτρων, συνεχίζουν να υπεραποδίδουν και μετά την πανδημία.
Όπως σημείωσε ο κ. Μπορέτος, ανά τετραγωνικό μέτρο κατά μέσο όρο το κάθε κατάστημα το 2022 απέδωσε το μήνα Δεκέμβριο 379 ευρώ – αύξηση 10,8% σε σχέση με το Δεκέμβριο 2021- με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη να καταγράφεται στα hyper markets άνω των 2.500 τ.μ.
Συγκεκριμένα στα hyper markets το τετραγωνικό μέτρο κατά μέσο απέδωσε 418 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022 από 342 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021, ήτοι αύξηση 14,7%.
Σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον που τα νοικοκυριά βάζουν «μαχαίρι» ακόμη και στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, η προτίμηση στα μεγάλα καταστήματα εστιάζεται στις προσφορές και τις προωθητικές ενέργειες, μια εμπορική πρακτική που σ’ αυτή την κατηγορία καταστημάτων είναι πιο έντονη.
Πόσοι κωδικοί πωλούνται
Το 2022 πωλήθηκαν συνολικά 74.377 βασικά καταναλωτικά προϊόντα (FMCGs) καταγράφοντας μείωση κατά 4%.
Όπως επεσήμανε ωστόσο ο κ. Μπορέτος, σε όρους velocity το Δεκέμβριο του 2022 προκύπτει ότι συνολικά πουλήθηκαν 4.424 κωδικοί FMCGs σε περίπου 2.700 καταστήματα που υπάρχουν στην εγχώρια αγορά, γεγονός που μεταφράζεται σε λιγότερο 2 κωδικούς ανά κατάστημα. Σε αυτό το πλαίσιο ο ίδιος υπογράμμισε ότι η αγορά πρέπει να προχωρήσει στον εξορθολογισμό του κωδικολογίου.
Όλα συνεχίζουν να ακριβαίνουν
Την αίσθηση ότι όλα συνεχίζουν να ακριβαίνουν έχει το 97% των καταναλωτών όταν το 2020 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 72%, σύμφωνα με όσα είπε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας μετρήσεων NielsenIQ, κ. Βάιος Δημοράγκας στο ίδιο συνέδριο.
Ο έλληνας καταναλωτής είναι straggler (αυτός που ζορίζεται να τα βγάλει πέρα) σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο συγκριτικά με τους υπόλοιπους ευρωπαίους (31% στην Ελλάδα σε σχέση 19% στην Ευρώπη). Γι’ αυτό και αγοράζει λιγότερα τεμάχια και μόνο τα βασικά προϊόντα, ενώ ψάχνει φθηνότερα προϊόντα.
Επιπλέον καταναλώνει περισσότερο στο σπίτι, τρώει το φαγητό της δεύτερης και τρίτης μέρας, είναι αγχωμένος και ακολουθεί τη λογική less is more ή αλλιώς όσο το λιγότερο τόσο το περισσότερο.
Κατανάλωση εκτός σπιτιού, διασκέδαση, προϊόντα τεχνολογίας και αγορά ρούχων είναι οι δαπάνες που έρχονται σε δεύτερη προτεραιότητα.
Λόγω υψηλότερων τιμών πρώτα στη λίστα δαπανών των ελλήνων καταναλωτών έρχονται τα απαραίτητα καθημερινά προϊόντα, η μετακίνηση και η πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ.