Τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δημοσιονομική σταθερότητα εξετάζει, μεταξύ άλλων, η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2022, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Παρασκευή.
Οι δίαυλοι μετάδοσης
Όπως τονίζεται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δημοσιονομική σταθερότητα «μεταδίδονται κυρίως μέσω δύο διαύλων: αφενός μέσα από την επίδραση στο ΑΕΠ (μακροοικονομικές επιπτώσεις) και αφετέρου μέσα από την επίδραση στα φορολογικά έσοδα και στις δημόσιες δαπάνες που συνδέονται με τα υιοθετούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου και, κατ’ επέκταση, στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους».
«Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο ΑΕΠ συνδέονται με τις διαταραχές στην προσφορά και τη ζήτηση της οικονομίας που προκαλούνται από τις κλιματικές και εν γένει περιβαλλοντολογικές ανατροπές (φυσικοί κίνδυνοι). Τα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν αρνητικά τις παραγωγικές δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα, προκαλούν απώλειες στον κεφαλαιακό εξοπλισμό, τις υποδομές και τα περιουσιακά στοιχεία (κτιριακό εξοπλισμό κ.λπ.), ενώ επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα της εργασίας, το εισόδημα και την απασχόληση, τον πλούτο και, κατά συνέπεια, την κατανάλωση, τις επενδύσεις και την οικονομική μεγέθυνση», τονίζεται στην Έκθεση.
Επισημαίνεται δε ότι η κλιματική αλλαγή έχει επιπτώσεις και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μέσω των μεταβολών στις επενδύσεις υποδομών ή λόγω των επιπτώσεων σε δραστηριότητες όπως ο τουρισμός, καθώς οι κλιματικές συνθήκες μεταβάλλουν ευμενώς ή δυσμενώς την καταλληλόλητα ορισμένων περιοχών.
Η επίδραση στη βιωσιμότητα του χρέους
Όπως εξηγείται, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις και η επίδραση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μπορεί να είναι έμμεσες (προερχόμενες από τις προαναφερθείσες επιδράσεις στο ΑΕΠ) ή άμεσες (προερχόμενες από το αυξημένο κόστος των υιοθετούμενων μέτρων αντιμετώπισης). Τα ακραία καιρικά φαινόμενα συνδέονται με αυξημένες δαπάνες για υποδομές, αυξημένες μεταβιβάσεις στα πληγέντα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, καθώς και με αυξημένες δαπάνες για υγεία και ασφάλεια που, στο βαθμό που δεν έχουν προϋπολογιστεί, συνιστούν πρόσθετες δαπάνες για ενδεχόμενες υποχρεώσεις.
Η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών εξαιτίας των εν δυνάμει δυσμενών κλιματικών μεταβολών συνδέεται επίσης με πιθανές κοινωνικές εντάσεις, αλλά και με ένα πιθανό επιπρόσθετο δημοσιονομικό κόστος. Η πλευρά των εσόδων αντανακλά τόσο τις έμμεσες επιπτώσεις από τις μεταβολές στη φορολογική βάση (κατανάλωση, μισθοί, κέρδη) και τις μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας όσο και τυχόν άμεσες επιπτώσεις από φοροελαφρύνσεις προς τους πληγέντες.
«Κατά συνέπεια, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους επηρεάζεται από τις «κλιματολογικές διαταραχές» και από τις επιδράσεις στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, στο ΑΕΠ και στην οικονομική μεγέθυνση, αλλά και στο κόστος δανεισμού, στο βαθμό που αυτό αντανακλά την ευκολία/δυσκολία πρόσβασης στις αγορές μιας χώρας που έχει κάνει βήματα (ή όχι) προς την πράσινη μετάβαση», τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ.
Χρέος και άνοδος της θερμοκρασίας
Ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξετάζουν δύο σενάρια αύξησης της θερμοκρασίας (κατά 1,5 και κατά 2 βαθμούς Κελσίου). Δείχνουν ότι κατά μέσο όρο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται το 2032 κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες και 2,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, σε σχέση με το βασικό σενάριο ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους.
Σε διεθνές επίπεδο, η διαχείριση της κλιματικής κρίσης συνδέεται με τον προσδιορισμό και την άσκηση των κατάλληλων πολιτικών πρόληψης και αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών της, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας και της οικονομίας της, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ομαλή και βιώσιμη ανάπτυξη και διατηρώντας τη μακροοικονομική και δημοσιονομική της σταθερότητα.
Η «πράσινη ταξινόμηση»
Όπως τονίζεται στην έκθεση, εκτός από τον αρνητικό αντίκτυπο της κλιματικής κρίσης στις ζωές των ανθρώπων, αρνητικές αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και των δημόσιων οικονομικών, αφού επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικοί φορείς (κυβερνήσεις, επενδυτές, καταναλωτές) λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. «Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς χρειάζονται εργαλεία για την καλύτερη αξιολόγηση, εποπτεία και διαχείριση των κλιματικών κινδύνων αλλά και ευρύτερα για την απαραίτητη προάσπιση της πράσινης μετάβασης των οικονομιών».
«Ζωτικής σημασίας επομένως είναι η ανάγκη καθορισμού ενός συνόλου ενιαίων κανόνων, εργαλείων και κινήτρων για ομαλή περιβαλλοντική μετάβαση. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το κενό αυτό καλύπτει η «πράσινη ταξινόμηση» (EU green taxonomy project). Αυτή συνιστά ένα κοινό σύστημα ταξινόμησης των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, καλύπτοντας περισσότερους από 90 τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας οικονομίας, με κύριο στόχο την επιτυχή ανακατεύθυνση των ροών επενδύσεων σε ενέργειες που συμβάλλουν θετικά στις περιβαλλοντικές προκλήσεις και στην προστασία της βιοποικιλότητας.»
Τα πέντε βήματα
Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια διαδικασία πέντε βημάτων: 1) ταυτοποίηση δραστηριοτήτων, 2) εφαρμογή κριτηρίων ελέγχου της παραγωγής ενέργειας, 3) μη πρόκληση βλάβης στο περιβάλλον, 4) δημοσιοποίηση ποσοτικών δεδομένων όσον αφορά την επίδοση με βάση τα κριτήρια βιωσιμότητας ESG, καθώς και 5) πλήρωση των προηγούμενων βημάτων σε ποσοστό (τουλάχιστον 50%) του κύκλου εργασιών της επιχείρησης.
«Με άλλα λόγια», συνεχίζει η ΤτΕ, «η πράσινη ταξινόμηση, μέσω της διαφάνειας και της πληροφόρησης, επιτρέπει στους φορείς της αγοράς και στην κυβέρνηση να εντοπίσουν επιβλαβείς για τον πλανήτη επενδυτικές δραστηριότητες. Γίνεται φανερό ότι η υποστήριξη δράσεων από την κυβέρνηση με πρακτικές και λειτουργικές νομοθεσίες ενσωμάτωσης των κριτηρίων ESG συνιστά βασική προϋπόθεση για την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, πρωτίστως των χρηματικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δεδομένου ότι τα νέα ευρωπαϊκά νομοθετήματα (EU Taxonomy και SFDR14) αποτελούν κομβικό παράγοντα στη διαδικασία επιλεξιμότητας των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων. Παράλληλα, η αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών παραμένει μεγάλη πρόκληση, καθώς στο νέο νομοθετικό ευρωπαϊκό πλαίσιο χρηματοδότησης η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων εξαρτάται άμεσα από το βαθμό συμμόρφωσης προς τα ανωτέρω κριτήρια βιωσιμότητας.»
Η πράσινη μετάβαση στην Ελλάδα
Αν και η ελληνική αγορά ενέργειας αποτέλεσε βασικό τομέα ενασχόλησης των διεθνών θεσμών κατά τη διάρκεια των μνημονίων, κεντρικός στόχος ήταν το άνοιγμα της αγοράς και όχι η μετάβαση προς ένα νέο πράσινο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Έτσι, όπως σημειώνεται στην Έκθεση, «η πρώτη προσπάθεια αποκρυστάλλωσης των κυριότερων στόχων και μέτρων πολιτικής για την πράσινη μετάβαση έγινε μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος, μέσα από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ 2019). Μετέπειτα, οι αρχικοί στόχοι και τα μέτρα του ΕΣΕΚ18 τροποποιήθηκαν με τον Κλιματικό Νόμο (ν. 4936/2022) καθώς και με το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) ως μέρους του NGEU, με σκοπό την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.»
Ως προς τους στόχους πολιτικής, «οι κυριότερες μεταβολές αφορούσαν την επιτάχυνση της μείωσης των εκπομπών ρύπων από 43% σε 55% μέχρι το 2030, ενώ πλέον τέθηκε ο στόχος μηδενισμού των καθαρών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2050. Επιπλέον, υιοθετήθηκε σειρά πρόσθετων μέτρων πολιτικής, όπως το χρονοδιάγραμμα για την κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, η αύξηση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ σε μεγάλα κτίρια, καθώς και η αποκλειστική πώληση ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων από το 2030. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο πρόσφατος ν. 4951/2022, που αφορά τον εκσυγχρονισμό της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ, την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και το πλαίσιο ανάπτυξης πιλοτικών θαλάσσιων πλωτών φωτοβολταϊκών σταθμών.»
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Ως προς τον ρόλο του Ταμείου Ανάκαμψης, τονίζεται ότι «βοηθά στην επίτευξη των ανωτέρω περιβαλλοντικών στόχων, αλλά παράλληλα ενισχύει χρηματοδοτικά πρόσθετες δράσεις που αποσκοπούν στην πράσινη μετάβαση του παραγωγικού προτύπου. Μεταξύ άλλων, οι κυριότερες δράσεις αφορούν την ανάπτυξη υποδομών για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, την ηλεκτρική διασύνδεση παραμεθόριων περιοχών, την ανακαίνιση προς ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τη δημιουργία σταθμών φόρτισης αυτοκινήτων, τον εξηλεκτρισμό των δημόσιων συγκοινωνιών, καθώς και τη χρηματοδότηση έρευνας και ανάπτυξης για τη μείωση των εκπομπών στη ναυσιπλοΐα.»
Παράλληλα, «προωθούνται δράσεις για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και για την προώθηση σημαντικών έργων όπως είναι οι υποδομές επεξεργασίας αστικών λυμάτων σε ευαίσθητες, π.χ. τουριστικές, περιοχές, με τη συνακόλουθη δημιουργία “πράσινων” θέσεων εργασίας οι οποίες θα διατηρηθούν μακροπρόθεσμα».
Προτάσεις δημοσιονομικής πολιτικής για την πράσινη ανάπτυξη
«Τα εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής», τονίζει η ΤτΕ, «είναι επίσης καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι δημόσιες επενδύσεις (συμπληρωματικά με τις ιδιωτικές) που έχουν υλοποιηθεί προληπτικά για το μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης αποφέρουν καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα συγκρινόμενες με τις εκ των υστέρων διορθωτικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις/πολιτικές που επιβάλλονται αφότου εκδηλωθούν τα έντονα κλιματικά φαινόμενα.»
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, δε, «στην περίπτωση της Ελλάδος ο Κρατικός Προϋπολογισμός θα μπορούσε να αναλύει πιο διεξοδικά και σε τακτική βάση τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη μέσω της εφαρμογής μεθόδου ανάλυσης κινδύνων. Ταυτόχρονα, τονίζεται η ανάγκη συστηματικότερης κατηγοριοποίησης των δαπανών ανάλογα με τη συμβολή τους στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων (green budgeting)».
Φόρος εκπομπής αερίων
«Από την πλευρά των εσόδων», συνεχίζει η Έκθεση, «πέρα από τη θετική συμβολή της τιμολόγησης των εκπομπών αερίων στο ύψος αυτών, η υιοθέτηση ενός ενιαίου προοδευτικού φόρου επί του κόστους εκπομπών αερίων από τη χρήση ορυκτών καυσίμων θα δημιουργούσε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για τη στοχευμένη ενίσχυση προς νοικοκυριά (αμβλύνοντας τις διευρυμένες ανισότητες από την πράσινη μετάβαση) και επιχειρήσεις (προκειμένου να παράγουν λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου)».
«Η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της πράσινης μετάβασης προϋποθέτει: α) τη διαχρονική δημοσιονομική ουδετερότητα αυτών (π.χ. να χρηματοδοτούνται μέσω αύξησης της φορολόγησης ή περικοπής των δαπανών και όχι μέσω δημοσιονομικών ελλειμμάτων) και β) την προσεκτικά σχεδιασμένη χρηματοδότηση προληπτικών δράσεων προς την ίδια κατεύθυνση.»
Θέσπιση υποχρεωτικής ασφάλισης των κτιρίων
«Τέλος, σειρά παρεμβάσεων όπως η αυστηροποίηση των προδιαγραφών ενεργειακής επάρκειας για υφιστάμενα κτίρια, η υποκατάσταση των χρηματικών ενισχύσεων για ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων με κρατικά επιδοτούμενα δάνεια, η τόνωση των δημόσιων επενδύσεων με σαφέστατο προσανατολισμό στην πράσινη μετάβαση της οικονομίας, όπως π.χ. μέσα από επενδύσεις στις δημόσιες μεταφορές (σιδηροδρομικό δίκτυο), οι υποδομές για καθαρή ενέργεια και τα ενεργειακά δίκτυα, η στοχευμένη παροχή ενισχύσεων για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους, καθώς και η οριζόντια θέσπιση υποχρεωτικής ασφάλισης των κτιρίων, θα βοηθήσουν στο δραστικό περιορισμό των έμμεσων υποχρεώσεων (contingent liabilities) που προκύπτουν για το δημόσιο τομέα από την κλιματική αλλαγή και τις συχνότερες φυσικές καταστροφές».
Ταμείο έκτακτης ανάγκης
Ομοίως, η συσσώρευση δημόσιων πόρων με τη μορφή ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης (Rainy Day fund) που θα αντιμετώπιζε τις αρνητικές επιπτώσεις φυσικών καταστροφών οι οποίες σχετίζονται με την επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών θα βοηθούσε στην εξομάλυνση της πορείας της ελληνικής οικονομίας προς την πράσινη μετάβαση.