Τέτοιες ώρες … οι παιδικές αναμνήσεις με ξαναγυρίζουνε πίσω στην πρώτη γειτονιά όπου μεγαλώναμε, επειδή εκείνη είχε το έξτρα προσόν να φιλοξενεί στο χώρο της ένα σημαντικό κομμάτι της κάτω αγοράς.
Παραμονές Πάσχα… το πανηγύρι της Μεγάλης Πέμπτης σίμωνε. Πολλά από τα παιδιά της – «τα παιδιά της πιάτσας», ξυπνούσαμε τη μέρα εκείνη από τα βελάσματα των μικρών αρνιών, τις κόρνες των παλιών λεωφορείων και τις δυνατές φωνές των χωρικών πούφθαναν να πουλήσουνε, εξόν από τα αρνάκια, τα ζωντανά κοτόπουλα, τα φρέσκα αυγά και τα προϊόντα της γης τους.
΄Ωρα επτά το πρωϊ, αγουροξυπνούσαμε από τη φασαρία που γίνονταν, δέκα μέτρα το πολύ, κάτω απ΄ το δρόμο, ακούγοντας όσα λέγανε οι πραματευτάδες, κι ήταν έτοιμοι να αραδιάσουνε τα καλούδια τους στα πεζοδρόμια – ανάμεσα στα δυο πάρκα- με τα μικρά και κοντά σε ύψος έλατα που φθάναν στο δικό μας μπόϊ. Καθώς η Πασχαλιά ήταν προ των πυλών, το σπίτι μας έμοιαζε με ειδικό παρατηρητήριο απ΄ όπου εμείς ως «μικροί ερευνητές» με τον Κωστάκη τον αδελφό μου, ψάχναμε και ανακαλύπταμε τον μικρό μας κόσμο. Το πανηγύρι έδινε ζωή στην περιοχή, κι όλο αυτό το κοσμολόϊ που κινούνταν – αλλάζοντας από ώρα σε ώρα – , πηγαινοέρχονταν ως το απόγευμα, ψωνίζοντας τα απαραίτητα. Εκεί στήνονταν οι πρόχειρες παράγκες – κατά μήκος της οδού ΄Αρτη – , γεμάτες με παιχνίδια φθηνά, καφάσια με τρόφιμα – ακόμη και στο δρόμο υπήρχαν τοποθετημένα – , πάνω σε κουρελούδες ένα σωρό λαχανικά – φρέσκα ολόφρεσκα. ΄Όλα αυτά τα υπαίθρια μικρομάγαζα, έφθαναν ως την πλατεία Δαβάκη και ως το περίπτερο του κυρ Στράτου.
Η πόρτα του σπιτιού μας ανοιγόκλεινε πολύ εκείνη τη μέρα, το τσιουκαλίδι μας ειδοποιούσε κάθε τόσο πως είχαμε επισκέπτες. Δίχως άλλο οι θείες ήταν εκ των πρώτων που έφταναν να διηγηθούν τι δουλειές έκαναν, τι προετοιμασίες και τι άλλο δεν γίνηκε και έπρεπε να γίνει. Σε μια πόλη δίχως τηλέφωνα ακόμη, υπήρχαν τρόποι να πούνε όσα έπρεπε ή δεν έπρεπε από κοντά…
Στο πίσω μέρος του σπιτιού και τον μαντρότοιχό του «πάρκαραν» πολλά απ΄ τα γαϊδούρια που έφθαναν από τα χωριά κι έμεναν δεμένα εκεί ως ότου τελειώσει το παναϊρι. Η οσμή τους «άλλαζε» κάπως το τοπίο και θύμιζε κάτι από κήπο χωριατόσπιτου… Λίγο πιο πέρα στα πάρκα, ξανανθίζανε τα πρώτα ανθάκια μαζί με τα αγριολούλουδα της εποχής… ΄Ηταν κι ο μεγάλος πλάτανος που ύστερα από ένα μακρύ χειμώνα, πρασίνιζε μέρα με τη μέρα ομορφαίνοντας τη γειτονιά μας, λειτουργώντας σαν ομπρέλα μπρος στο κουρείο του Χρηστάκη, που λόγω των ημερών δούλευε χωρίς διακοπή.
Μ. Πέμπτη… κι ήδη η ψημένη σπανακόπιτα μοσχοβολούσε, φερμένη από το φούρνο της γειτονιάς… Στο τραπέζι έτοιμα απ΄την προηγούμενη τα αυγά, κατακόκκινα κι άλλα περδικωτά. Σκεπασμένα στα λαδόχαρτα τα τσουρέκια που άφηναν το υπέροχο και χαρακτηριστικό άρωμα της μαστίχας να απλώνεται στο καθημερινό δωμάτιο και την κουζίνα.
Οδοί ΄Αρτη και Ερμού… δρόμοι με πολλή κίνηση από τις πρώτες πρωϊνές ώρες, γεμάτοι με γιορτινά είδη, κεριά και λαμπάδες, χαλβά κι ελιές, μπογιές αυγών, υφάσματα, κλωστές και είδη νεωτερισμών… με λίγα λόγια και του πουλιού το γάλα…
Λες και κρατούσαμε φωτογραφική μηχανή, βαστώντας στο ασπρόμαυρο φιλμ τα παλιά εμπορικά… Δάλλας, Αλεξόπουλος, Γεργίνης, Χήτας, Δομουξής, καφενείο Κοτορένη, φωτογραφείον Τζηκαλάγια, Αρβανιτάκης, το Χάνι, το ποδηλατάδικο, το επιπλοποιείο Κιορπελίδη, ο φούρνος του Κάρζια, το ραφείο του Ατζέμη, το γραφείο ταξιδίων Μαυρομάτη… Στην Ερμού πάλι άλλα τόσα καταστήματα… Ρούβας, Τσολάκης, Λυκογιάννης, Πυροβέτσης, Γκολογκίνας και ολόγυρα Κοέν και Πλακονούρης, Πανταζής, Κώττας, Παπαμιχαήλ… Εμείς πάντως μπαινοβγαίναμε στους δρόμους για να «βοηθήσουμε» τη μαμά που «καίγονταν» από τη φούρια των ημερών.
– Πηγαίνετε και ειπέτε τον κυρ Γιώργη να μας κρατήσει δυο ρουβιθένια παρμάκια, για να στείλουμε το ένα στη νουνά τη Χαρετώ, μαζί με τ΄ αρνί.
Εξακόσια χιλιόμετρα θα έκανε η «Πασχαλιά» μαζί με το τσουρέκι και τα κόκκινα αυγά βοηθούντος του ΚΤΕΛ, κι από κει με ταξί θα έφτανε στην Ερμού 19 – κέντρο Αθήνας – όπου μένανε οι νουνοί Αλέξης και Χαριτίνη Βέργουλα με τον θείο Γιάννη Χούρτα, παράγοντα του Ολυμπιακού.
1960… στην Ανοιξιάτικη Καστοριά των παιδικών μας χρόνων… και μέσα σ΄ αυτό το ιδιαίτερα πασχαλιάτικο σκηνικό, όπου όλα μιλούσανε για την καλοκαιρία, την ελπίδα, την ανάσταση του Θεανθρώπου και της Φύσης, υπήρχε και το μερίδιο – μέσω προξενιών πάντα – μιας πιθανής αγάπης, που κάτω από τις κατάλληλες συγκυρίες, θα μπορούσε ν΄ ανθίσει…
Τη μέρα αυτή διαλέγανε πολλοί από τα γειτονικά χωριά για να προξενέψουνε τ΄ ανύπαντρα παλληκάρια με τα λεύτερα κορίτσια… Τάβλεπες να βαδίζουνε καμαρωτά, κι ήταν πανέμορφα, γελαστά, αλαβάστρινα τα νεανικά πρόσωπα με την πούδρα ή το φτιασίδι καλά περασμένο πάνω στη φρέσκια επιδερμίδα… και τα χείλη βαμμένα στο χρώμα του βυσσινοκόκκινου κερασιού… Ντυμένα με τα παραδοσιακά φορέματα και καλοχτενισμένα και το λευκό μαντήλι επιμελώς δεμένο, γεμάτο πούλιες στις άκρες, πιάνονταν οι φίλες η μια με την άλλη αγκαζέ, κι από πίσω να τους ακολουθούν τα σόγια τους… κινούμενα ανάμεσα στα προϊόντα προς πώληση, τα πασχαλιάτικα κεριά και τις λαμπάδες, για να τις διαλέξουν πεθερές και υποψήφιοι γαμπροί.
…..
Το Πάσχα… πλησίαζε… κι η μαμά είχε πολλά ακόμη να φροντίσει, γι αυτό μας έδινε το ελεύθερο, να μπαινοβγαίνουμε και να φέρνουμε ότι έλειπε από το νοικοκυριό…
– Τράβα ως του Δάλλα και ειπέ τον να με βαστήξει τέσσερα κεριά τρανά για την Ανάσταση. ΄Υστερα μπες στου Χήτα και ζήτα τον ένα τσιούτσκανο σκουπάκι. Να σέβετε ύστερα στον Καρακάση πάρτε και το τεφτέρι, να πάρετε ζάχαρη κι αλεύρι. Φέρτε κι απ΄ τον Μαυρίδη καφέ, σώθκεν ούτε κουταλιά δεν απόμκεν…
Εν τω μεταξύ τα ραφτάδικα στο δρόμο μας, είχαν αποτελειώσει τα καλά κοστούμια των γειτόνων, κι οι μοδίστρες είχαν φέρει εις πέρας τα πασχαλιάτικα ταγιεράκια, και τις παιδικές μας φουστίτσες… Μεγάλο δώρο και μάλλον το καλύτερο ήταν τα παπούτσια μας αγορασμένα από τον Φάνη από τη Μεταμόρφωση, τον Λυκογιάννη , τον Πυροβέτση, τον Ανδρίκο… Για κείνα τα χρόνια υπήρχαν στη μόδα τα μαύρα λουστρινένια με λουράκι, καλά και κυριακάτικα, κοριτσίστικα παπούτσια… κι αν ήταν δυνατόν να πέσεις στον ύπνο φορώντας τα μαζί με τις λευκές καλτσούλες…
Η μέρα του πανηγυριού φορτωμένη μ΄ όλες τις εικόνες, τα χρώματα, τις μυρωδιές της, την κόκκινη φλοκάτη που κρέμαγε η μαμά στα κάγκελα του μπαλκονιού τις πρωϊνές ώρες… συνήθεια παλιά από γιαγιά σε γιαγιά…
Η «Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός Ευρέθη» (έλεγαν οι μεγάλοι ) – έφθανε στο τέλος της… οπότε ξανάπαιρνε η γειτονιά μας την πρότερη καθημερινή όψη.
4μμ… , ήταν πια οι πρώτες μεσημεριανές ώρες, όταν τα τελευταία αυτοκίνητα , τα κάρα, τα γουμάρια, με τους παζαριώτες φεύγανε μαζί με όλους όσους πουλήσανε στον κοσμάκη από κατσαρολικά έως εσώρουχα, παντοφλάκια, παιχνίδια, ζαχαρικά, λαμπάδες και άλλα τόσα ακόμη…
Η πόρτα του σπιτιού μας έκλεισε, οι επισκέπτες πήραν τέλος,… Φάνηκε σε λίγο το συνεργείο του Δήμου που καθάριζε από βραδύς τους δρόμους…
– Ελάτε , μαζωχτήτε, χτύπησε η καμπάνα, σε λίγο θα πάμε στον ΄Αη Γιώργη, ν΄ ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια, τοιμαστήτε και μην ουκνεύετε…
……………..
΄Εχουνε περάσει από τότε χρόνια και χρόνια… Η γειτονιά άλλαξε κι οι άνθρωποι επίσης, και μεις ακόμη μεγαλύτεροι κατά πολύ… – υπάρχουν και οι αγαπημένοι απόντες-… μαζί τους και ο πελώριος πλάτανος… Αλλιώτικα τα σπιτικά… κι άφαντο το χαμηλό σπίτι με τα κόκκινα φανάρια… Στη θέση του ένα τριόροφο και καλοβαλμένο κτίριο, δεν θυμίζει τίποτε απ΄τον καιρό εκείνο όπου τα «κορίτσια του» τοίμαζαν τα τσουρέκια τους, τ΄ αυγά τους, τ΄ αρνί τους, όπως όλα τα ευηπόληπτα νοικοκυριά της γειτονιάς… σε ώρες που στο παλιό Αμερικάνικο ραδιόφωνό μας – τζένεραλ ελέκτρικ – πρωτοακούγονταν οι εξαίσιες μελωδίες του Μάνου Χατζηδάκη του «μοναχικού μας πρίγκηπα»… «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη»…
Μαριγούλα, ΄Αννα, Τάκη, Θεοδοσία, Γιωργάκη, Κατίνα, Νίκο, Αννούλα, Τζένη, Τάσο…
Καλή Ανάσταση…..
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση