Ο έντονος ρυθμός μεγέθυνσης του 2021 ακολούθησε τη ραγδαία υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας και τη βαθιά ύφεση που καταγράφηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν.
Τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022 συνεχίστηκε η δυναμική της ανάκαμψης, δημιουργώντας προσδοκίες για το σύνολο του έτους, οι οποίες όμως μετριάστηκαν, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για το τρίτο τρίμηνο του 2022, καθώς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σημείωσε αύξηση κατά 2,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 αλλά υποχώρησε κατά 0,5% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2022 (ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Τριμηνιαίοι Εθνικοί Λογαριασμοί 3ο Τρίμηνο 2022», 7 Δεκεμβρίου 2022).
Ωστόσο η ισχυρή ανάκαμψη του 2021 και των πρώτων τριμήνων του 2022 που κάλυψε τις απώλειες της πανδημίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Και τούτο, κυρίως, γιατί οι απαντήσεις σε δύο πολύ σημαντικά ερωτήματα δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και έντονο προβληματισμό:
- Είναι άραγε η ανάκαμψη διατηρήσιμη μεσο-μακροπρόθεσμα ώστε να καλύψει το μεγάλο χάσμα που μας χωρίζει με όρους οικονομικών δεικτών (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ποσοστό απασχόλησης και ανεργίας κ.λπ.), από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ;
- Ο ρυθμός ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών περιόρισε τις αυξημένες -σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2019 και 2020- οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ώστε να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας; Ερώτημα που ασφαλώς αφορά και προσδοκώμενη μεγέθυνση τα επόμενα χρόνια, της οποίας ο ρυθμός προβλέπεται ούτως ή άλλως σημαντικά χαμηλότερος εξαιτίας του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και της υφεσιακής απειλής που αντιμετωπίζουν πολλές ευρωπαϊκές και άλλες οικονομίες.
Τις απαντήσεις στα προηγούμενα δύο κρίσιμα ερωτήματα επιχειρεί να διαφωτίσει, στο μέτρο του δυνατού, η παρούσα ανάλυση. Για τον σκοπό αυτό παρουσιάζονται εν συντομία οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης, καθώς και οι νέες προκλήσεις και κίνδυνοι που αναδείχθηκαν από την πανδημία η οποία επισημαίνεται ότι δεν έχει ακόμα, τουλάχιστον πλήρως, εξαλειφθεί. Στην τρίτη ενότητα καταγράφεται η πρόσφατη αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων που από μόνη της θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, καθώς διαπιστώνεται ξεκάθαρα ο κοινωνικά άδικα μηχανισμός των ανατιμήσεων σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων πληθυσμιακών ομάδων με το χάσμα υλικής και κοινωνικής αποστέρησης να αυξάνεται μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων. Στην τέταρτη ενότητα επισημαίνεται τεκμηριωμένα η επιβράδυνση της ανάπτυξης με όρους κοινωνικής ευημερίας και, τέλος, στην πέμπτη ενότητα αποτυπώνεται η αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου ως απόρροια των πληθωριστικών πιέσεων και η επιβάρυνση ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων σε ό,τι αφορά την κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης, τη στέγαση (αναγκαίες δαπάνες) και την αποταμίευση.
* Κείμενο εργασίας των
Θεόδωρου Μ. Μητράκου, Οικονομολόγου, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης & Μελετών Τράπεζας της Ελλάδος, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ
Ειρήνης Νταή, Οικονομολόγου, Ερευνήτριας, Συντονίστριας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ