Ταυτόχρονα με τα μέτρα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα για την εξοικονόμηση ενέργειας, όπως είναι η κλιμακωτή επιδότηση του ρεύματος ή τα bonus για όσους καταναλώσουν λιγότερες κιλοβατώρες, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την υλοποίηση επενδύσεων με στόχο την ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων. Το κίνητρο και γι’ αυτόν που μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τα προγράμματα που θα «τρέξουν» το επόμενο διάστημα (εγκατάσταση φωτοβολταϊκού, «εξοικονομώ» για νοικοκυριά και επιχειρήσεις), αλλά και για αυτόν που θα καλύψει την επένδυση με ίδιους πόρους, παραμένει πολύ ισχυρό. Με τις σημερινές τιμές στην ενέργεια, η περίοδος απόσβεσης μπορεί να πέσει ακόμη και κάτω από τα 6 χρόνια, ειδικά αν συνυπολογιστούν και τα φορολογικά κίνητρα που προβλέπει ήδη η νομοθεσία. Εναλλακτικές υπάρχουν, και το ζητούμενο είναι να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας αλλά και να περιοριστεί η γραφειοκρατία που εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις.
Ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτου: Είναι μακράν η πιο αποδοτική επένδυση που μπορεί να κάνει το νοικοκυριό ακόμη και αν δεν λάβει κάποιας μορφής επιδότηση από τα προγράμματα που «τρέχουν» ή θα τρέξουν την επόμενη περίοδο (π.χ. «Εξοικονομώ», «Εξοικονομώ – Ανακαινίζω για νέους» κ.λπ.). Η ολοκληρωμένη παρέμβαση μπορεί να μειώσει την κατανάλωση θερμικής ενέργειας ακόμη και κατά 70% και ανεξάρτητα από το ποια είναι η πηγή παραγωγής αυτής της θερμικής ενέργειας. Ενα διαμέρισμα πολυκατοικίας επιφάνειας 100 τετραγωνικών μέτρων στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας μπορεί να χρειάζεται 145 κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό μέτρο για να καλύψει τις ανάγκες θέρμανσης. Μετά την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων, η κατανάλωση μπορεί να πέσει ακόμη και στις 45 κιλοβατώρες. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι το νοικοκυριό χρησιμοποιεί πετρέλαιο θέρμανσης, πριν την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου το συνολικό κόστος της σεζόν μπορεί να ξεπεράσει τα 1.800 ευρώ (με τιμή πετρελαίου θέρμανσης ανά λίτρο στο 1,35 όπως αναμένεται να διαμορφωθεί τον Οκτώβριο μετά την οριζόντια κρατική επιδότηση), ενώ μετά την ενεργειακή αναβάθμιση μπορεί να πέσει και κάτω από τα 600 ευρώ. Ετσι, επενδύσεις 12.000 ευρώ χωρίς καμία απολύτως επιδότηση μπορούν να αποσβεστούν σε μια 7ετία-8ετία. Και αυτό διότι το νοικοκυριό δεν θα εξοικονομεί μόνο από τη θέρμανση αλλά και από την ψύξη, άρα και από τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Οσο χειρότερες οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, τόσο μικρότερη η περίοδος απόσβεσης. Και αν μάλιστα υπάρχει και το ενδεχόμενο της κρατικής επιδότησης ή της φορολογικής έκπτωσης (σ.σ. είναι ακόμη ανοικτή η έκπτωση φόρου για το κόστος εργασιών που αφορούν ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων), η περίοδος απόσβεσης συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο. Το πρόβλημα που υπάρχει, από την άλλη, είναι η εκτόξευση των τιμών στα οικοδομικά υλικά (κυρίως αλουμίνια, μονωτικά υλικά κ.λπ.) με αποτέλεσμα να ανεβαίνει αρκετά το κόστος της αρχικής επένδυσης.
Με τις σημερινές τιμές στην ενέργεια, η περίοδος απόσβεσης μπορεί να πέσει ακόμη και κάτω από τα έξι χρόνια.
Εγκατάσταση φωτοβολταϊκού: Η διαφαινόμενη αύξηση της ζήτησης για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, «σπρώχνει» τις τιμές προς τα πάνω. Αυτή τη στιγμή, το κόστος κυμαίνεται περίπου στα 1.000 ευρώ ανά 1.000 κιλοβατώρες. Ετσι, ένα νοικοκυριό που καταναλώνει 12.500 κιλοβατώρες τον χρόνο (μια μεγάλη κατανάλωση ενός ακινήτου που χρησιμοποιεί ρεύμα για θέρμανση και ψύξη μέσω αντλίας θερμότητας, θερμοσυσσωρευτών κ.λπ.) μπορεί να κοστίζει περίπου 12.500 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ και την εγκατάσταση. Με τιμή κιλοβατώρας στα 0,15 ευρώ, το νοικοκυριό θα εξοικονομεί περίπου 1.900 ευρώ τον χρόνο, οπότε η απόσβεση μπορεί να γίνει στα 6,5-7 χρόνια. Η πιο συμφέρουσα λύση αυτή τη στιγμή δείχνει να είναι ο ενεργειακός συμψηφισμός, κάτι που σημαίνει ότι το νοικοκυριό θα διαθέτει στο δίκτυο το ρεύμα που παράγει για να συμψηφίζεται με το ρεύμα που καταναλώνει. Το ιδανικό είναι να παράγεται ό,τι καταναλώνεται, ώστε το νοικοκυριό να πληρώνει μόνο τις λεγόμενες μη ανταγωνιστικές χρεώσεις.
Αλλαγή πηγής θέρμανσης: Πολύς λόγος έγινε για το αν θα πρέπει να γίνουν έξοδα σε μονοκατοικίες και πολυκατοικίες προκειμένου να επιστρέψει κάποιος από το φυσικό αέριο στο πετρέλαιο. Ενιαία απάντηση για όλους δεν υπάρχει. Είναι διαφορετικά τα έξοδα για μια πολυκατοικία που έχει κρατήσει τον καυστήρα του πετρελαίου και τη δεξαμενή και εντελώς διαφορετικά για μια πολυκατοικία που έχει ξηλώσει όλη την προηγούμενη εγκατάσταση. Ακόμη πιο δύσκολη τεχνικά είναι η «στροφή» για τα νοικοκυριά που έχουν τοποθετήσει ατομικούς λέβητες αερίου στα διαμερίσματά τους. Το κόστος για μια πολυκατοικία προκειμένου να «γυρίσει» στο πετρέλαιο μπορεί να φτάσει και στα 3.000-4.000 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι θα προκύψει μια σημαντική επιβάρυνση στα κοινόχρηστα. Επίσης, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος ότι οικονομικά αυτή η κίνηση θα αποδειχθεί κερδοφόρα σε βάθος χρόνου. Πρώτον, διότι είναι εντελώς ασαφές το σκηνικό όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών και, δεύτερον, διότι η μακροχρόνια τάση οδηγεί μακριά από τα ορυκτά καύσιμα. Το σίγουρο είναι ότι ακόμη και αυτοί που θα κάνουν μικροπαρεμβάσεις για να χρησιμοποιήσουν πρόσκαιρα το πετρέλαιο θέρμανσης, θα πρέπει να κρατήσουν ότι συνδέεται με το φυσικό αέριο. Ακόμη και εν μέσω θυέλλης και με πιθανή τη διακοπή της τροφοδοσίας του ρωσικού αερίου στην Ευρώπη, ουδείς αμφισβητεί ότι το φυσικό αέριο παραμένει ένα αξιόπιστο καύσιμο. Η άλλη «στροφή» είναι αυτή που αφορά την εγκατάσταση της αντλίας θερμότητας, η οποία μάλιστα μπορεί να λειτουργήσει και παράλληλα με τον καυστήρα πετρελαίου. Η αντλία θερμότητας έχει υψηλό κόστος αγοράς και εγκατάστασης (μπορεί να ξεπεράσει τις 10.000-12.000 ευρώ μαζί με τα έξοδα εγκατάστασης για ένα μεγάλο διαμέρισμα ή μια μονοκατοικία) ωστόσο είναι το πιο αποδοτικό (από πλευράς εξοικονόμησης ενέργειας) μέσο θέρμανσης και ψύξης. Μπορεί βραχυπρόθεσμα η αντλία να «στέλνει» στο ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα (και μάλιστα ακριβότερο συγκυριακά αν προχωρήσει η κλιμακωτή επιδότηση του ρεύματος που σημαίνει ότι η μεγάλη κατανάλωση θα τυγχάνει και μικρότερης επιδότησης), αλλά σε βάθος χρόνου η αντλία μπορεί ακόμη και να μηδενίσει το κόστος της θέρμανσης και της ψύξης ειδικά αν συνδεθεί με ένα φωτοβολταϊκό. Μια υψηλής απόδοσης αντλία μπορεί να «βγάλει» όλο τον χειμώνα, καταναλώνοντας 4.000 κιλοβατώρες για τη θέρμανση και το ζεστό νερό. Με μέση τιμή της τάξεως των 0,15 ευρώ ανά κιλοβατώρα, το τελικό κόστος μπορεί να φτάσει στα 600 ευρώ, δηλαδή το ποσό που αντιστοιχεί σε μόλις 450 λίτρα πετρελαίου θέρμανσης.
Η γραφειοκρατία, εχθρός του «Εξοικονομώ»
«Εχθρός» των εξαιρετικά αποδοτικών επενδύσεων εξοικονόμησης ενέργειας παραμένει η γραφειοκρατία του Δημοσίου, η οποία μπορεί να έγινε ηλεκτρονική, ωστόσο παραμένει αμείωτη. Στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» –στο οποίο μάλιστα εξαγγέλθηκε ήδη η ενσωμάτωση και όλων των επιλαχόντων του τελευταίου γύρου, κάτι που σημαίνει αύξηση της δαπάνης κατά περίπου 600 εκατ. ευρώ– το «κλείσιμο» των φακέλων, ώστε να γίνουν και οι σχετικές εκταμιεύσεις, διαρκεί ολόκληρους μήνες, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των εργασιών. Αυτό έχει ήδη προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην αγορά, καθώς προμηθευτές (που αναλαμβάνουν να καλύψουν το κόστος της επιδότησης του κράτους περιμένοντας να πληρωθούν απευθείας από το πρόγραμμα και όχι από τον ιδιώτη-δικαιούχο) μένουν από ρευστότητα. Ηδη μάλιστα το «κόστος του χρήματος» έχουν αρχίσει να το μετακυλύουν στον δικαιούχο, «ψαλιδίζοντας» το πραγματικό ποσοστό της επιδότησης. Ενόψει της ενεργοποίησης και άλλων μέτρων στήριξης –όπως το «Εξοικονομώ» για νέους, το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το πρόγραμμα εγκατάστασης φωτοβολταΪκών στις στέγες, που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ– το ζητούμενο είναι να βρεθεί ο τρόπος ώστε οι πληρωμές να γίνονται άμεσα και να μη δημιουργούνται συνθήκες «ασφυξίας» ούτε για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ούτε για τους προμηθευτές και τους κατασκευαστές. Σημαντικό ρόλο σε αυτό καλούνται να παίξουν και οι τράπεζες, οι οποίες θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν τις παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης με όσο το δυνατόν πιο γρήγορες διαδικασίες ελέγχου του αξιόχρεου και όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος, σε μια περίοδο που διαφαίνεται ταχεία αύξηση του κόστους χρήματος.