Η υπόθεση της Uniper, του ενεργειακού ομίλου στον οποίο οι Φινλανδοί διατηρούν το πλειοψηφικό πακέτο, έχει προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες οι οποίες, συνήθως, ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο εντός ΕΕ.
Οι Φινλανδοί βρίσκονται συνήθως στην ίδια πλευρά με τους Γερμανούς σε ζητήματα που άπτονται της οικονομίας, όπως έχει αποδείξει και η εμπειρία των τελευταίων 15 ετών στην ευρωζώνη. Μάλιστα, είναι η μοναδική από τις σκανδιναβικές χώρες που ανήκει στην ευρωζώνη – ενώ με την ένταξη στο ΝΑΤΟ εξαλείφεται μία ακόμη (πολιτική, αυτή τη φορά) διαφορά με τη Γερμανία.
Για όλα, όμως, υπάρχει ένα τέλος. Ή, έστω, μια εξαίρεση, η οποία στην πορεία αποδεικνύεται εάν απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα ή αποτελεί σημείο καμπής.
Κάτι τέτοιο μοιάζει να συμβαίνει αυτή την περίοδο μεταξύ των δύο εταίρων, καθώς Ελσίνκι και Βερολίνο βρίσκονται στα μαχαίρια εξαιτίας των χειρισμών της γερμανικής πλευράς στο μείζον μέτωπο της ενεργειακής κρίσης.
Μπαράζ εθνικοποιήσεων
Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς προχωρεί σε αλλεπάλληλες εθνικοποιήσεις ομίλων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, λόγω έλλειψης ρευστότητας – κάτι που, πρακτικά, οφείλεται στη ρήξη που έχει επέλθει με τη Ρωσία. Μέχρι στιγμής, αυτό το μοντέλο έχει εφαρμοστεί στις θυγατρικές των ρωσικών Gazprom και Rosneft στη Γερμανία, ενώ όλα δείχνουν πως θα ακολουθήσει σύντομα μία ακόμη εταιρεία, την Uniper.
Η Uniper, ωστόσο, αδυνατεί να τα βγάλει πέρα παρά τις αλλεπάλληλες «ενέσεις» που έχει δεχθεί από το γερμανικό κράτος. «Η εθνικοποίηση είναι η μοναδική λύση που έχει απομείνει. Τα κεφαλαιακά αποθέματα της Uniper είναι κυριολεκτικά στον πάτο. Μιλώντας μαθηματικά, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που μπορεί να γίνει», δήλωσε χαρακτηριστικά στο Reuters πηγή που ασχολείται στενά με το θέμα.
Υπενθυμίζεται ότι η συνολική ενίσχυση που έχει λάβει η εταιρεία πλησιάζει τα 20 δισ. ευρώ, αποδεικνύεται όμως ανεπαρκής. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι σήμερα το πλειοψηφικό της πακέτο, το 78% για την ακρίβεια, ανήκει σε ένα φινλανδικό όμιλο. Πρόκειται για την Fortum, το 51% της οποίας ελέγχεται από το κράτος της Φινλανδίας.
Θέλουμε αποζημίωση!
Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, λοιπόν, κάθε κίνηση των Γερμανών να εθνικοποιήσουν, μερικώς ή πλήρως, την Uniper θίγει άμεσα τα συμφέροντα των Φινλανδών. Κι αυτό όχι μόνο επειδή θα δουν το ποσοστό τους να μειώνεται δραματικά ή να εξανεμίζεται, αλλά και διότι έχουν επίσης συμβάλει οικονομικά για να τονωθεί η ρευστότητα της εταιρείας.
«Είναι απολύτως σαφές ότι η Φινλανδία δεν θα επιτρέψει στη Γερμανία να εθνικοποιήσει την Uniper χωρίς αποζημίωση», δήλωσε την περασμένη Παρασκευή η υπουργός Ευρωπαϊκών Θεμάτων, Τούτι Τουπουράινεν. «Τα 8 δισ. που έχουν δοθεί από την Fortum στην Uniper θα παραμείνουν ως διεκδίκησή μας», πρόσθεσε η ίδια.
Η δεξιά αντιπολίτευση της χώρας, όμως, δεν δείχνει να είναι ικανοποιημένη και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί και πολιτικά αυτή την εξέλιξη, ασκώντας πίεση στους κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες και τους συμμάχους της. Εξάλλου, στις 2 Απριλίου 2023 – σε περίπου έξι μήνες από σήμερα δηλαδή – έχουν προγραμματιστεί οι επόμενες βουλευτικές εκλογές και τέτοιου τύπου ευκαιρίες δεν πάνε χαμένες…
«Δεσμευόμαστε από τις διεθνείς συμφωνίες. Σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να μας προστατεύουν από τέτοιου τύπου καταστάσεις. Μια χώρα η οποία έχει επενδύσει σε μια άλλη αναγκάζεται να υποστεί ζημίες, ύψους δισ. ευρώ», είπε ο Κάι Μικάινεν ηγέτης της Εθνικής Συμμαχίας, η οποία ήδη φέρεται να προηγείται καθαρά στις δημοσκοπήσεις. Κάλεσε, μάλιστα, την πρωθυπουργό Σάνα Μαρίν να αγοράσει ένα αεροπορικό εισιτήριο για το Βερολίνο, αλλά και να ρωτήσει την ΕΕ εάν εξακολουθούν να ισχύουν οι κανόνες που διέπουν τις επενδύσεις.
Δυσαρέσκεια κατά Γερμανίας
Το πρόβλημα, όμως, φαίνεται πως είναι βαθύτερο και εκφράζει μια έντονη δυσαρέσκεια για τη στάση του Βερολίνου, που φαίνεται πως για μια ακόμη φορά διαχειρίζεται ένα σοβαρό πρόβλημα με εθνικό και όχι ευρωπαϊκό κριτήριο. Κι αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στο επιχείρημα του Μικάινεν ότι η Γερμανία παραβιάζει τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά και σε δηλώσεις που έχουν κάνει μια σειρά «τεχνοκράτες».
Ανάμεσά τους είναι και ο Μάρτιν Πάασι, οικονομολόγος στην Nordnet Bank, ο οποίος είπε το Σάββατο σε συνέντευξή του ότι η Φινλανδία είναι υποχρεωμένη να αγωνιστεί ενάντια «σε δύο πυγμάχους», ήτοι την Uniper και το γερμανικό κράτος. Κάλεσε δε την κυβέρνηση της χώρας του και τη διοίκηση της Fortum να συνειδητοποιήσουν ότι λειτουργούν σε ένα «εχθρικό περιβάλλον», καθώς η Γερμανία σε όλα τα στάδια της υπόθεσης, «έχει παίξει όλα τα καλά χαρτιά υπέρ της».
«Ρωσικός δάκτυλος» και Ευρώπη
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, φυσικά, πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του Κρεμλίνου και ότι ο Πούτιν θα πρέπει να επιχαίρει που κατάφερε να προκαλέσει μια ακόμη ρωγμή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος, που δεν έχει να κάνει με τη Ρωσία, αλλά αποκλειστικά με την Ευρώπη.
Άλλωστε, οι περισσότεροι θα θυμούνται καλά ότι και σε προηγούμενες μεγάλες κρίσεις, στις οποίες δεν υπήρχε «ρωσικός δάκτυλος», όπως η χρηματοπιστωτική και της Covid-19, η Γερμανία (με την Μέρκελ στο τιμόνι τότε) πρόταξε επίσης το εθνικό της συμφέρον. Ίσως, έτσι, να μην είναι τυχαίο ότι τώρα που βρίσκεται η ίδια σε δύσκολη θέση αρκετοί θα θελήσουν να το εκμεταλλευτούν – είτε πλήττοντάς την είτε κατηγορώντας τη δημοσίως.
Πώς το λέει η γνωστή φράση; Ό,τι έσπειρε θα θερίσει κανείς;