Η μέση ετήσια δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2021, ανήλθε στα 1.419,79 το μήνα, καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 6,6% και σε σταθερές τιμές 1,4%, σε σχέση με το έτος 2020. Αυτό δείχνει η Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2021.
Σύμφωνα με την έρευνα η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2021, ανήλθε στα 6.669,00 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 6,6% ( 413,40 ευρώ μηνιαίως) σε σύγκριση με το 2020. Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.297 ευρώ το μήνα.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 18,9% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36,3%.
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 19.687,92 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.236,64 ευρώ.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 115,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το 71,8% αυτής. Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής αύξησαν τις δαπάνες τους, κατά μέσο όρο, κατά 7,0%, ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατά 3,2%.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2021 εμφανίζεται μειωμένη κατά 33,0% σε σύγκριση με το 2008.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (4,8 για το 2020). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,1, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 34,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,9%.
Τελική καταναλωτική δαπάνη του νοικοκυριού: η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που αγόρασε το νοικοκυριό ή έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή από αλλού), για να καλύψει τις οικογενειακές και κοινωνικές του ανάγκες.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της Χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (15,6% το 2020), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (11,9% το 2020), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών(2) εκτιμάται στο 33,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 35,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, ενώ τα μη φτωχά το 21%.