Η Ελλάδα περνάει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, παρόμοιο με αυτό που εφαρμόζεται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία. Όπως, όμως, τονίζει το Politico, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πανηγυρίζει, η Αθήνα εξακολουθεί να παλεύει με τις αδυναμίες που έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες.
Τώρα, ελληνική κυβέρνηση και πιστωτές διαλαλούν την έξοδο από μια σκοτεινή εποχή που άφησε βαθιά σημάδια στην οικονομία και την κοινωνία.
Μετά από 12 χρόνια μνημονίων και μεταμνημονιακής επιτήρησης με υποχρέωση εκπλήρωσης σειράς δεσμεύσεων, στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα βγαίνει από το καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης.
Όπως σχολιάζει στο Politico ο Γιώργος Παγουλάτος, επικεφαλής του think tank του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), η κίνηση αυτή στέλνει «ένα μήνυμα στους επενδυτές και τις αγορές ότι η Ελλάδα έχει βγει από το δάσος [και] ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα».
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαιρέτισε τα επιτεύγματα της Ελλάδας και τη δέσμευσή της να συνεχίσει να πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις πέρα από το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, ενώ ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, δήλωσε πως «κλείνει ένα δύσκολο κεφάλαιο ύστερα από 12 χρόνια».
Όμως, όπως υπογραμμίζει το δημοσίευμα του Politico, οι τίτλοι επισκιάζουν το γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παλεύει με πολλές από τις αδυναμίες που έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες. Σύμφωνα μάλιστα με τους αναλυτές, η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στους νέους κραδασμούς από τον πόλεμο της Ουκρανίας, την ενεργειακή κρίση και τον κίνδυνο στασιμότητας στην ευρωζώνη.
«Ο πληθωρισμός είναι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 29 ετών [ενώ] οι μισθοί εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλοί», επισημαίνει ο Wolfango Piccoli, συμπρόεδρος στην εταιρεία συμβούλων Teneo. «Υπάρχουν νέες οικονομικές προκλήσεις που παραγκωνίζουν αυτή τη στιγμή. Οι ψηφοφόροι εστιάζουν στην πραγματική οικονομία και όχι στα τεχνικά ζητήματα».
Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει από την εποχή της κρίσης. Το ποσοστό ανεργίας, το οποίο κατά τη διάρκεια της κρίσης έφτασε στο ιλιγγιώδες 28% και τώρα βρίσκεται στο 12,5%. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021 και η Επιτροπή αναμένει ότι θα αυξηθεί κατά 4% το 2022 και 2,4% το 2023.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 11,5%, καθιστώντας το κόστος ζωής σχεδόν δυσβάσταχτο για πολλούς Έλληνες. Η Ελλάδα υστερεί επίσης στην προσφορά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να προχωρήσει η Αθήνα στο πλαίσιο των συμφωνιών διάσωσης, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει μερικές από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις. Αυτά περιλαμβάνουν τη γραφειοκρατία και τη χρόνια φοροδιαφυγή. Επίσης, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τον τουρισμό. Και η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων -συνήθως μικρές επιχειρήσεις -θεωρούνται αφερέγγυες.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει ένα από τα πιο υψηλά στην ευρωζώνη.
Το χρέος της – το οποίο ανέρχεται συνολικά σε 350 δισεκατομμύρια ευρώ – ρυθμίζεται με περιορισμένο επιτόκιο σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος διάσωσης και περίπου το 70% αυτών των υποχρεώσεων οφείλονται σε δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και όχι σε ιδιώτες επενδυτές.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η Αθήνα έχει εφαρμόσει πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος πρόνοιας, της αγοράς εργασίας και της φορολογικής διακυβέρνησης. Ορισμένα μέτρα παραμένουν σε εκκρεμότητα, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της προόδου σε ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις και της εκκαθάρισης των εκκρεμών συντάξεων.
Παρά την πρόοδο όμως, πολλοί οικονομολόγοι λένε τώρα ότι το μακροπρόθεσμο κόστος των προγραμμάτων διάσωσης προκάλεσε «πόνο» που εξακολουθεί να επηρεάζει μέχρι και σήμερα. Τα μέτρα λιτότητας που επέβαλαν οι πιστωτές ανήλθαν σε 72 δισ. ευρώ.