«Η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία για να ευημερήσει και να αναπτυχθεί συνολικότερα χάρη στις ψηφιακές τεχνολογίες», δηλώνει στο Money Review η Serpil Timuray, CEO Europe Cluster του Vodafone Group σημειώνοντας παράλληλα πως η χώρα μας αλλά και συνολικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των ψηφιακών υποδομών για να επιτευχθούν οι στόχοι της δεκαετίας αλλά και για καλυφθεί το τεχνολογικό χάσμα που μας χωρίζει με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Μιλώντας ειδικότερα για τη χώρα μας, τονίζει την μοναδική ευκαιρία που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά ταυτόχρονα απαριθμεί και μια σειρά από παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν για να διευκολυνθούν οι επενδύσεις στα δίκτυα νέας γενιάς που είναι απαραίτητα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, των επιχειρήσεων και του κράτους. Ακόμη, σημειώνει πως η Vodafone Ελλάδας «τρέχει» ένα επενδυτικό πρόγραμμα 600 εκατ. ευρώ για την επέκταση του 5G και του δικτύου οπτικών ινών με την ολοκλήρωση του οποίου ο όμιλος θα προσφέρει πάνω από 800.000 συνδέσεις σε δίκτυα νέας γενιάς.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η βιώσιμη ανάπτυξη βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας της ΕΕ. Πόσο επηρεάζουν αυτά τα σχέδια οι γεωπολιτικές εντάσεις;
Βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Τόσο η πανδημία όσο και ο καταστροφικός πόλεμος στην Ουκρανία στην πραγματικότητα έχουν κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να προχωρήσουμε πολύ γρήγορα όσον αφορά την ψηφιοποίηση της Ευρώπης. Δυστυχώς, είναι πραγματικότητα ότι μας λείπει η κρίσιμη υποδομή όσον αφορά τα δίκτυα 5G και Gigabit. Σε αυτό το πεδίο η Ευρώπη υστερεί πολύ σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Επί του παρόντος, μόνο το 2,4% των συνδέσεων κινητής στην Ευρώπη βρίσκονται σε δίκτυα 5G, σε σύγκριση με 15% στις ΗΠΑ και 30% στην Κίνα. Και αυτό το χάσμα μεγαλώνει όσο μιλάμε. Επομένως, τώρα πρέπει να πραγματικά να επιταχύνουμε την ανάπτυξη των δικτύων. Διαφορετικά, η Ευρώπη θα διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει εκτός από αυτήν την παγκόσμια ατζέντα μετασχηματισμού. Πρέπει λοιπόν να δουλέψουμε μαζί με τις κυβέρνησεις για να κλείσουμε αυτό το χάσμα. Και νομίζω ότι αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος αυτή τη στιγμή, τόσο του κλάδου των τηλεπικοινωνιών όσο και των κυβερνήσεων.
Τι πρέπει να κάνουμε για να καλύψουμε αυτό το χάσμα που μας χωρίζει από τις ΗΠΑ και την Κίνα;
Για να συνεχίσουμε πραγματικά την ατζέντα της ψηφιοποίησης, πρώτα απ ‘όλα, πρέπει να επιδιώξουμε την ανάπτυξη υποδομών ζωτικής σημασίας και αυτό από μόνο του μεταφράζεται σε επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων για τον κλάδο μας αυτή τη στιγμή. Πρόκειται κυρίως για επενδύσεις σε δίκτυα 5G, αλλά και σε δίκτυα οπτικών ινών. Ήδη σύμφωνα με πανευρωπαϊκές μελέτες οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών έχουν επενδύσει το τελευταίο διάστημα σε δίκτυα περί τα 500 δισ. ευρώ και το ποσό αυτό αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Κάθε χρόνο παρουσιάζεται αύξηση 50% στην κίνηση δεδομένων, που είναι και ο βασικός παράγοντας που καθορίζει τις επενδύσεις που πρέπει να κάνουμε. Επομένως, στο μέλλον, πρέπει να συνεχίσουμε να επενδύουμε στο 5G, σε οπτική ίνα αλλά και στην αύξηση της χωρητικότητας για να καλύψουμε τη ζήτηση για δεδομένα.
Από την άλλη, είναι απαραίτητες και οι πολιτικές που θα διευκολύνουν αυτές τις επενδύσεις και οι οποίες θα δημιουργούν ένα πλαίσιο το οποίο θα ενθαρρύνει και θα υποστηρίζει τον ιδιωτικό τομέα, ώστε αυτός να μπορεί να αντέχει οικονομικά τις επενδύσεις που απαιτούνται. Ένα από τα προβλήματα της ευρωπαϊκής αγοράς είναι πως αυτή είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένη. Στην Ευρώπη έχουμε πάνω από 100 παρόχους που έχουν κατά μέσο όρο 4,4 εκατομμύρια πελάτες. Αυτό συγκρίνεται με 95 εκατομμύρια ανά πάροχο στις ΗΠΑ και 400 εκατομμύρια ανά πάροχο στην Κίνα. Χρειάζεται λοιπόν να επιτραπούν ή να ενισχυθούν οι συνέργειες, συνεργασίες και ενοποιήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να υπάρξουν ισχυροί όμιλοι, να υπάρχει μια μεγάλη κλίμακα ώστε να αντέξουν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι μακροπρόθεσμα. Η ενοποίηση είναι σημαντική για να υπάρξουν οι δυνατότητες για τις επενδύσεις που απαιτούνται για το ψηφιακό μέλλον της Ευρώπης
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι το που θα βρεθούν τα κεφάλαια για αυτές τις επενδύσεις
Σε αυτό το επίπεδο ένα κρίσιμο σημείο είναι τα κοινοτικά και κρατικά κονδύλια που θα συμπληρώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Εργαλεία όπως το Ταμείο Ανάκαμψης θα διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο. Είναι όμως σημαντικό να πούμε ότι από τα περίπου 135 δισ. ευρώ που προορίζονται για την επίτευξη των ψηφιακών στόχων της ΕΕ, μόλις 18 δισ. ευρώ κατευθύνονται για την ανάπτυξη των ψηφιακών υποδομών. Αν σε αυτά προστεθούν και τα κρατικά κονδύλια, τότε έχουμε περίπου 100 δισ. ευρώ από τα 215 δισ. που απαιτούνται για να καλύψουμε το κενό που μας χωρίζει από τις ΗΠΑ και Κίνα. Ο ιδιωτικός τομέας επενδύει αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, ειδικά στην κάλυψη της υπαίθρου με δίκτυα νέας γενιάς.
Ένας τρίτος, εξίσου σημαντικός, πυλώνας είναι η δίκαιη κατανομή των επενδυτικών βαρών για την ανάπτυξη των δικτύων. Σήμερα, το video streaming, το gaming και τα social media ευθύνονται για πάνω από το 70% της συνολικής κίνησης των δικτύων, ενώ σύμφωνα με αναφορά που συντάχθηκε από το Axon Partner’s Group για λογαριασμό της ΕΤΝΟ (σ.σ. European Telecommunications Network Operator’s Association), οι πάροχοι δικτύου έχουμε επενδύσει περισσότερα από 500 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία για την ανάπτυξη δικτύων σταθερής και κινητής στην Ευρώπη. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν είναι βιώσιμη. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, στις ΗΠΑ επεξεργάζονται πολιτικές στην κατεύθυνση της συγχρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Ελπίζουμε ότι και στην Ευρώπη θα καταλήξουμε σε μια λύση που θα συμβάλει στη διασφάλιση μιας δίκαιης και αναλογικής συνεισφοράς.
Τι συμβαίνει ειδικά στην Ελλάδα; Πως βλέπετε το τοπίο που διαμορφώνεται εδώ σε σχέση και με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης;
Με βάση τους ευρωπαϊκές δείκτες όπως το DESI η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Βέβαια, στα κινητά δίκτυα η βαθμολογία της χώρας είναι ιδιαίτερα καλή, με 99% ετοιμότητα για τα δίκτυα 5G. Η δημοπρασία του φάσματος 5G ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα σε χρόνο ρεκόρ, σε σχέση με άλλες χώρες. Οι όροι είναι ευνοϊκοί επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της Ελλάδας για ταχεία ανάπτυξη δικτύου 5G που θα εκτείνεται σε όλη τη χώρα.
Το πρόβλημα της θέσης της Ελλάδας στο δείκτη DESI έγκειται κυρίως σε δύο τομείς: Ο πρώτος είναι οι υποδομές οπτικών ινών, που βρίσκονται μόνο στο 10% των νοικοκυριών της χώρας. Πρέπει λοιπόν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη των δικτύων οπτικών ινών, κυρίως πια μέχρι το σπίτι (Fiber To The Home). Ο δεύτερος τομέας, που είναι εξίσου σημαντικός, είναι η ψηφιακή ωριμότητα και δεξιότητες των επιχειρήσεων, κυρίως δε των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με τον σχετικό δείκτη (ψηφιακής ωριμότητας) να είναι στο 32%, που μεταφράζεται σε μεγάλο χάσμα μεταξύ των μεγάλων και των μικρών επιχειρήσεων.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι πραγματικά μια σημαντική ευκαιρία, σε συνδυασμό φυσικά με την εθνική στρατηγική ανάπτυξης δικτύων οπτικών ινών και την ατζέντα ψηφιοποίησης που προωθεί η κυβέρνηση. Γνωρίζω πολύ καλά πως η συγκεκριμένη ατζέντα βρίσκεται ψηλά στους στόχους της Ελλάδας και για αυτό είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη για την προοπτική της χώρας. Η Ελλάδα, ξέρετε, έχει μια μεγάλη ευκαιρία για να ευημερήσει και να αναπτυχθεί συνολικότερα χάρη στις ψηφιακές τεχνολογίες, όπως φαίνεται και από πρόσφατη μελέτη της Deloitte, σύμφωνα με την οποία, αν η βαθμολογία της Ελλάδας στον δείκτη DESI ανέβει στο 90 από το 37 που βρίσκεται σήμερα, τότε το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά περίπου 19%. Αυτή είναι λοιπόν μια χρυσή ευκαιρία, που δεν πρέπει να χαθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο της ψηφιοποίησης και των ευκαιριών που δημιουργεί, ποιος είναι ο ρόλος που καλούνται να παίξουν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι; Τι μπορεί να κάνει η Πολιτεία για να επιταχυνθούν οι επενδύσεις;
Η δραστηριότητα της Vodafone στην Ελλάδα αποτελεί ένα απτό παράδειγμα, καθώς συνεισφέρουμε στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση ως επενδυτής στη χώρα και τις προοπτικές της. Αποτελούμε έναν αξιόπιστο και υπεύθυνο τεχνολογικό εταίρο προσφέροντας τη διεθνή εμπειρία και τεχνογνωσία που διαθέτουμε. Η Vodafone Ελλάδας «τρέχει» ένα επενδυτικό πρόγραμμα 600 εκατ. ευρώ για την επέκταση του 5G και του δικτύου οπτικών ινών. Με την ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος η Vodafone θα προσφέρει πάνω από 800.000 συνδέσεις σε δίκτυα νέας γενιάς (FTTH + FTTC). Ταυτόχρονα επεκτείνουμε το δίκτυο 5G της Vodafone έχοντας πετύχει ήδη πληθυσμιακή κάλυψη που ξεπερνά το 44%, και έχοντας θέσει στόχο να φτάσουμε στο 90% το 2025.
Υπάρχουν όμως και μια σειρά από διαρθρωτικές ή ακόμα και μικρές και εύκολες διορθωτικές παρεμβάσεις από την πλευρά της Πολιτείας, που θα ευνοούσαν ακόμα περισσότερο τις επενδύσεις των παρόχων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το πλαίσιο αδειοδότησης για τα νέα δίκτυα ή τα μεγάλα έργα. Έχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το υποθαλάσσιο καλώδιο οπτικών ινών που ποντίζουμε αυτήν την περίοδο στο Αιγαίο, για το οποίο παρατηρούνται καθυστερήσεις στην αδειοδότηση, ενώ απαιτείται σημαντική προσπάθεια για να εκδοθεί κάθε μία μεμονωμένη άδεια ή επιμέρους έγγραφο, με κίνδυνο βέβαια καθυστέρησης στην υλοποίηση του έργου. Επίσης, η αδειοδότηση των δικτύων, ιδίως των δικτύων κινητής, εξακολουθεί να είναι προβληματική και, παρά τις αλλαγές στο πλαίσιο, εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα μεγάλες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση των σταθμών βάσης. Σε αυτά να προστεθεί βέβαια και η επισήμανση ότι τα όρια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας είναι στην Ελλάδα πολύ χαμηλότερα από τα συνιστώμενα διεθνή πρότυπα, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να καθίστανται ακόμα πιο δύσκολες και ακριβές.
Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω και τη σημασία της ρύθμισης για μία αγορά όπως η Ελλάδα. Όταν κάποιος παρατηρεί την ελληνική αγορά θα μπορούσε να πει ότι είναι μία αγορά με υγιή χαρακτηριστικά, έχει τρεις τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, ενώ σύντομα προβλέπεται να υπάρξει και ένας επιπλέον εικονικός πάροχος πάνω στο δικό μας δίκτυο. Αν δει κανείς βέβαια σε βάθος την αγορά διαπιστώνει, βλέποντας και τα αντίστοιχα μερίδια, ότι υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο χάσμα μεταξύ του πρώτου της αγοράς και των άλλων δύο παρόχων. Με αυτό το δεδομένο, είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρχει εποπτεία, σαφές πλαίσιο αλλά και έγκαιρη παρέμβαση από τις ρυθμιστικές αρχές ώστε να διασφαλίζονται υγιείς όροι ανταγωνισμού. Προφανώς σε μία αγορά όπως η Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη για προληπτική (ex ante) ρύθμιση, για έλεγχο τυχόν συμπίεσης περιθωρίου από τον πάροχο με Σημαντική Ισχύ στην αγορά και για έγκαιρη κάθε φορά παρέμβαση ώστε να αποτρέπονται φαινόμενα στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Είναι, βεβαίως, αυτονόητο και το έχουμε πει πολλές φορές – φαίνεται άλλωστε και από τις επενδύσεις μας και από τις εμπορικές μας προτάσεις – ότι στηρίζουμε κάθε προσπάθεια για μετάβαση σε υψηλές ταχύτητες και νέες υπηρεσίες. Όμως, όταν υπάρχει εξάρτηση σε επίπεδο πρόσβασης, στη χονδρική, είναι σημαντικό να διασφαλίζονται ρυθμιστικά οι όροι και οι προϋποθέσεις ώστε να μπορούμε να παρέχουμε και εμείς την ίδια υπηρεσία και ο ανταγωνισμός να γίνεται επί ίσοις όροις, προς όφελος του τελικού καταναλωτή και της χώρας.