Η Ρωσία πληρώνει, αναμφίβολα, βαρύ τίμημα για τον πόλεμο που επέλεξε να ξεκινήσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν με την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία. Τόσο σε ανθρώπινες ζωές, με τις απώλειες των δυνάμεών της να υπολογίζονται σε πολλές (δεκάδες) χιλιάδες όσο και στην οικονομία, όπου οι κυρώσεις της Δύσης έχουν αρχίσει να «δαγκώνουν».
Παρ’ όλα αυτά, οι μέχρι σήμερα εξελίξεις δείχνουν να δικαιώνουν μία εκτίμηση που έχει κάνει ο Πούτιν και οι στενοί του συνεργάτες, όπως ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο Σεργκέι Λαβρόφ και ο Ντμίτρι Πεσκόφ: Ότι η Ρωσία είναι πολύ δύσκολο, αν όχι πρακτικά αδύνατο, να απομονωθεί πλήρως.
Δύσκολη η απομόνωση
Η δυσκολία των «27» της ΕΕ να καταλήξουν σε συμφωνία για εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το ίδιο και οι αναγκαστικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται με τη Μόσχα για τα σιτηρά που παραμένουν εγκλωβισμένα στα σιλό των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας.
Πέρα από τα παραπάνω, όμως, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματα της Ρωσίας και αποτελεί έναν (ακόμη) άσο στα χέρια του προέδρου της. Πρόκειται για την ηγετική θέση την οποία αδιαμφισβήτητα κατέχει διεθνώς στον κλάδο της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας – και μάλιστα, τόσο από άποψη τεχνογνωσίας όσο και σε επίπεδο πρώτης ύλης, κυρίως δηλαδή το ουράνιο.
Τουρκία, Αίγυπτος και ρωσικά δάνεια
Σε σχέση με το πρώτο, οι εν εξελίξει συμφωνίες της Rosatom (σε βάρος της οποίας δεν έχουν ληφθεί τιμωρητικά μέτρα) για την κατασκευή νέων αντιδραστήρων σε δύο μεσογειακές χώρες, την Τουρκία και την Αίγυπτο, όπως και η στενή συνεργασία της Μόσχας με την Τεχεράνη σε αυτόν τον τομέα, φανερώνουν ότι υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι εξακολουθούν να μην έχουν πληγεί μέχρι στιγμής από τις δυτικές κυρώσεις. Τουλάχιστον άμεσα, διότι εμμέσως φαίνεται πως έχουν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους κάποια προβλήματα.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν τα σχετικά ρεπορτάζ, το «σκοτεινό σημείο» βρίσκεται στη χρηματοδότησή τους. Η εξήγηση είναι απλή: Με τις συμφωνίες να προβλέπουν ότι οι σχετικές επενδύσεις – 30 δισ. για την μονάδα της Νταμπάα στην Αίγυπτο και 20 δισ. για εκείνη στο Ακούγιου της Τουρκίας – θα καλυφθούν σχεδόν στο σύνολό τους από ρωσικά δάνεια, ο αποκλεισμός πολλών τραπεζών της χώρας από το σύστημα Swift, οι δυσκολίες στις διεθνείς συναλλαγές και ο κίνδυνος κατάσχεσης των ρωσικών κεφαλαίων αποτελούν πηγές έντονης ανησυχίας για το μέλλον των έργων.
Η αγωνία του Μακρόν
Την ίδια στιγμή, όσον αφορά στην πρώτη ύλη για τη λειτουργία των αντιδραστήρων, η θέση της Ρωσίας στην αγορά της Ευρώπης είναι ηγεμονική: Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2020, τα κράτη-μέλη της ΕΕ προμηθεύτηκαν το 20,2% των ποσοτήτων ουρανίου που είχαν ανάγκη από τη Ρωσία, ενώ ένα επιπλέον 19,1% προήλθε από την στενή της σύμμαχο, το Καζακστάν.
Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως η απειλή είναι ορατή για το 40% του ουρανίου που καταναλώνεται στους αντιδραστήρες της Ευρώπης. Κι αυτό, με τη σειρά του, ίσως δίνει μια εξήγηση και για την πολιτική στάση που τηρεί ο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς η Γαλλία καλύπτει το 70% και πλέον των αναγκών της από τις μονάδες παραγωγής ατομικής ενέργειας (όπως κάνει και ο Όλαφ Σολτς, έχοντας κατά νου την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο).
Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ότι όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, οι πολιτικές επιλογές εξαρτώνται άμεσα από τις οικονομικές προτεραιότητες.