Η “αμείλικτη” ισχύς του δολαρίου των ΗΠΑ ως παγκόσμιου καταφυγίου αρχίζει να προκαλεί προβλήματα – και όχι μόνο στις αναδυόμενες αγορές. Η Ιαπωνία και η Ευρώπη παραδοσιακά προτιμούσαν να έχουν τα νομίσματά τους κάπως αδύναμα έναντι του δολαρίου προκειμένου να ενισχύουν τις εξαγωγές τους.
Η διολίσθηση τους, ωστόσο, αυτή τη φορά είναι ανησυχητική. Το γιεν έχει υποχωρήσει στα πιο αδύναμα επίπεδα των τελευταίων δύο δεκαετιών, δοκιμάζοντας την αποφασιστικότητα της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας (BoJ) να διατηρεί ένα “ταβάνι” στις αποδόσεις των ομολόγων.
Η ευρωζώνη, όμως, είναι το μέρος του κόσμου όπου γίνεται αισθητή η μεγαλύτερη δυσφορία επειδή η κατάσταση αυτή επιδεινώνει τον πληθωρισμό, εν μέρει επειδή οι εισαγωγές γίνονται έτσι πιο ακριβές.
Το κοινό νόμισμα αποτελεί “αγκυροβόλιο” συνολικά για το Ευρωπαϊκό Project, επομένως μια απότομη πτώση του κινδυνεύει να γίνει υπαρξιακή για την ενότητα της Γηραιάς Ηπείρου, κάτι για το οποίο δεν έχουν να ανησυχούν οι Ιάπωνες.
“Κατρακύλα”
Το ευρώ υποχωρεί σταθερά τον τελευταίο χρόνο από περισσότερο από 1,22 ανά δολάριο σε κοντινή απόσταση με το χαμηλό του 1,0640 του Μαρτίου του 2020, όταν η πανδημία της Covid-19 χτύπησε για πρώτη φορά.
Μια πιθανότητα πλήρους ισοτιμίας (1 ευρώ=1 δολάριο) αργότερα εντός του έτους δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο μικρών πιθανοτήτων. Μια νομισματική κρίση εμπιστοσύνης είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ήδη αντιμετωπίζει μια εξαιρετικά δυσεπίλυτη εξίσωση μεταξύ της εξουδετέρωσης του αυξανόμενου εισαγόμενου πληθωρισμού ή του κινδύνου μιας νέας ύφεσης. Το να μην κάνει τίποτε, ωστόσο, σταματά πια να είναι επιλογή.
Ο εισαγόμενος πληθωρισμός επιδεινώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς μεγάλο μέρος των αγορών ενέργειας της Ευρώπης τιμολογούνται σε δολάρια. Ένα ασθενέστερο ευρώ απλώς μεγεθύνει το βραχυπρόθεσμο πρόβλημα. Είναι το αντίστροφο της κατάστασης που επικρατούσε το μεγαλύτερο μέρος του 21ου αιώνα, όταν ένα αναμφισβήτητα υποτιμημένο κοινό νόμισμα αποτελούσε όχημα για τις εξαγωγές προς την Κίνα και τη Ρωσία.
Όσον αφορά τους συγκεκριμένους εμπορικούς εταίρους, είτε η πόρτα είναι κλειστή και κλειδωμένη είτε κι εκείνοι βλέπουν την οικονομία τους να παίρνει αρνητική στροφή. Στην επίλυση της εξίσωσης δεν βοηθά το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) φαίνεται να έχει την αποστολή να αυξήσει τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών προκειμένου να καταπολεμήσει την άνοδο του πληθωρισμού στη δική της χώρα. Η διαφορά σε σχέση με τα αρνητικά επιτόκια στην Ευρώπη είναι κραυγαλέα.
Η μόνη λογική απάντηση είναι η ΕΚΤ να αυξήσει το επίσημο επιτόκιο καταθέσεων από το τρέχον “υπερδιεγερτικό” αρνητικό -0,5%. Πρέπει ωστόσο ταυτόχρονα να διατηρεί πάντα “χαλαρές” τις χρηματοοικονομικές συνθήκες μέσω άλλων νομισματικών εργαλείων, όπως τα κίνητρα τραπεζικού δανεισμού.
Ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί πολλαπλάσια στην Ευρώπη σε σχέση με τις αντίστοιχες στην Ιαπωνία, η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη προσφέρει ουσιαστική στήριξη στο ευρώ. Κάτι πρέπει να κάνει και το πρώτο βήμα είναι να έχει σταματήσει τα προγράμματα ποσοστικής χαλάρωσης μέσω αγοράς ομολόγων (QE) μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού και να ανοίξει τον δρόμο για την πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο.
Ακινησία
Δυστυχώς, στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της περασμένης εβδομάδας, η ΕΚΤ επέλεξε να μην κάνει ουσιαστικά τίποτε εκτός από την αγορά χρόνου μέχρι την επόμενη τριμηνιαία οικονομική ανασκόπηση στις 9 Ιουνίου. Η καθοδήγηση της συνέντευξης Τύπου από την πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ επικεντρώθηκε στις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, οι οποίες παραμένουν κάτω από τον επίσημο στόχο της Τράπεζας για πληθωρισμό της τάξης του 2%.
Το συμβούλιο δεν συζήτησε καν το ζήτημα του ευρώ (αν και η Λαγκάρντ είπε ότι εκείνη και οι συνάδελφοί της το παρακολουθούν “προσεκτικά”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Η αγορά μπόρεσε να “διαβάσει” άνετα ότι η ΕΚΤ απλώς αποφεύγει το πρόβλημα, εξ ου και η νέα αποδυνάμωση του ευρώ.
Ίσως βέβαια η ΕΚΤ να καταφέρει να τη “γλιτώσει”. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς σε αυτό το σημείο: η αναβολή των αυξήσεων των επιτοκίων συχνά επισπεύδει μια βαθύτερη κρίση.
Ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας δεν είναι πλέον τα περιφερειακά spread ομολόγων χωρών όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα προς εκείνα του “βράχου” της ευρωζώνης, δηλαδή της Γερμανίας. Είναι το ίδιο το ευρώ. Η Λαγκάρντ μιλά δύο φορές μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα και πρέπει να παράσχει σαφήνεια σχετικά με το χρονοδιάγραμμα για την αντιστροφή της γραμμής της υπερβολικής τόνωσης λόγω πανδημίας, η οποία συμβάλλει σημαντικά στην άνοδο του πληθωρισμού.
Ένας δείκτης τιμών καταναλωτή στο 7,5% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο απαιτεί δράση και όχι περίτεχνες και αόριστες διατυπώσεις ότι το Διοικητικό Συμβούλιο “θα ενεργήσει εάν χρειαστεί”. Πότε θα είναι σίγουρη η ΕΚΤ ότι τα πράγματα έχουν πάρει την “κάτω βόλτα”; Όταν βρεθεί ενώπιον διψήφιου πληθωρισμού;
Τύχη και αναγκαιότητα
Η Ευρώπη, μέχρι στιγμής, έχει σταθεί τυχερή. Η τρέχουσα “μάχη” για την προεδρία της Γαλλίας μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν δεν έχει επηρεάσει τις αγορές με τον ίδιο τρόπο που είχε συμβεί κατά την πρώτη τους αντιπαράθεση στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών το 2017, όταν σημειώθηκε απότομη άνοδος στις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων.
Επίσης, δεν έχουν υπάρξει ακόμη απότομες αυξήσεις των μισθολογικών απαιτήσεων των εργαζομένων. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν μπορεί να ελπίζει στη “θεία πρόνοια”. Όπως έχουν αντιληφθεί η Fed και η κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (BoE), εάν η απάντηση στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής δεν είναι γρήγορη και επιθετική, οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους τάχιστα.
Αυτός είναι ένας κίνδυνος τον οποίο η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να αντέξει. Πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια φέτος και να εκθέσει ξεκάθαρα τις ενέργειές οι οποίες πρέπει να αναμένονται από εκείνη. Διαφορετικά, τα ήδη εδραιωμένα προβλήματά της θα επιδεινωθούν.