Μία από τις σύγχρονες μάστιγες όχι μόνο στην ελληνική, αλλά στην παγκόσμια οικονομία είναι οι εταιρίες «ζόμπι», επιχειρήσεις που είναι καταδικασμένες να «πεθάνουν», αλλά τράπεζες και πολιτεία τις κρατούν «ζωντανές» με τον «αναπνευστήρα», φοβούμενες τις βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες εάν τις «αποσωληνώσουν».
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εδώ και πάρα πολύ καιρό φουντώσει η συζήτηση, να ξεκινήσει συντονισμένα ο ελεγχόμενος «θάνατος» αυτών των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να δοθεί ανάσα στις βιώσιμες εταιρίες, να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός και βέβαια να αποδεσμευθούν πόροι που θα στηρίξουν την επόμενη ημέρα επιχειρήσεων, που και σχέδιο έχουν και προοπτική διαθέτουν.
Ωστόσο η παράταση των συνεπειών της πανδημίας, η δυναμική έλευση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία, δημιουργούν ένα περιβάλλον που ουσιαστική δίνει παράταση ζωής σε αυτές τις επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Η χώρα μας είναι «πρωταθλήτρια», με ποσοστό των εταιριών «ζόμπι» να ανέρχονται στο 16% του συνόλου. Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό αυτό στο 26%. Η απόσταση μάλιστα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι μάλλον χαώδης, αφού στην δεύτερη θέση βρίσκονται Ιταλία και Βουλγαρία με μόλις 10%.
Στην Ελλάδα πάνω από 40.000 εταιρίες «ζόμπι»
Αναλυτές μάλιστα σημειώνουν ότι τα εν λόγω στοιχεία είναι πολύ πιθανό να θεωρούνται ξεπερασμένα και σίγουρα υποτιμημένα, αφού αφορούν τις συνθήκες στην χώρα προ της πανδημίας και ως φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων θεωρείται ότι το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά.
Όπως αναφέρεται σε τελευταίες επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας Πειραιώς, οι λεγόμενες underperformer επιχειρήσεις πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας αντιστοιχούσαν γύρω στο 16% των συνολικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με καταγραφή των ΕΚΤ και Κομισιόν στην έκθεση SAFE 2000 στην Ελλάδα υπάρχουν 250.000 επιχειρήσεις (πλην ατομικών, χωρίς προσωπικό και ελευθέρων επαγγελματιών), τότε το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 40.000 επιχειρήσεις «ζόμπι».
Όπως αναφέρει στην έκθεση της η Τράπεζα Πειραιώς, οι κλάδοι με τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων ζόμπι είναι:
- Λιανικό εμπόριο με ποσοστό 26,8%
- Υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας, διασκέδασης με 23%
- Αγροτικός τομέας (23%)
- Εμπόριο και επισκευή οχημάτων (22,1%)
- Υπηρεσίες που σχετίζονται με διοικητικές δραστηριότητες (19,4%).
Σε άλλη ανάλυσή της πρόσφατα η ΕΚΤ, αναφέρει ότι τα μέτρα στήριξης δεν άφησαν στην κρίση της πανδημίας να εμφανιστούν «λουκέτα». Μάλιστα, η άπλετη ρευστότητα και τα χαμηλά επιτόκια μπορεί να διευκόλυναν το τραπεζικό σύστημα να διατηρήσει εν ζωή επιχειρήσεις «ζόμπι», που σε καμία περίπτωση βέβαια δεν είχαν αυτές ως στόχο, αλλά τελικά επωφελήθηκαν από τις ενέσεις ρευστότητας.
«Ανάσα» από τις κρατικές ενισχύσεις
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σε επίπεδο ΕΕ, θεωρούν ότι τι συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί το πιο σύνθετο οικονομικό πρόβλημα της Ε.Ε. στην μετά Covid εποχή.
Στην Ελλάδα, το οικονομικό επιτελείο δεν κρύβει τον προβληματισμό του, για τον μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν – και να προσφέρουν θέσεις εργασίας – χάρη αποκλειστικά στην «χαριστική» στήριξη από Πολιτεία και τράπεζες.
Οι εταιρείες ζόμπι διότι δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή στερούν μερίδιο αγοράς από τον υγιή ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, το ένα τέταρτο των εταιρειών στην Ευρώπη με προσωπικό πάνω από 20 άτομα θα εξαντλήσουν το κεφάλαιο κίνησης εν μέσω της πανδημίας, παρόλο που την ίδια στιγμή υποστηρίζονται οι θέσεις εργασίας από κρατικά προγράμματα.
Χαμένη υπόθεση οι 9 στις 10
Σύμφωνα πάντως με τις έρευνες, μία εταιρία «ζόμπι» είναι μία χαμένη υπόθεση, αφού σπάνια μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της, ειδικά αν πρόκειται για παλαιά εταιρεία. Σχεδόν το 90% των εταιρειών ζόμπι παραμένουν έτσι, ή κάποια στιγμή παύουν να υπάρχουν.
Στην Ελλάδα, τα προ-πανδημίας στοιχεία δείχνουν ότι τα δάνεια των ζόμπι εταιρειών άγγιζαν τα 15 δισ. ευρώ και οι οφειλές προς τρίτους ανέρχονταν στα 10 δισ. ευρώ.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας, τονίζει το Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες σε πρόσφατη ανάλυσή του.
«Η υποστήριξη μη παραγωγικών και μη βιώσιμων επιχειρήσεων για πολύ καιρό θα μπορούσε να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον, ενώ η απόσυρση της υποστήριξης πρόωρα θα εμβαθύνει την τρέχουσα ύφεση, αφήνοντας δυνητικά μόνιμα σημάδια στην οικονομία», τονίζει το Bruegel.
«Η προσπάθεια στόχευσης της υποστήριξης με τη διαφοροποίηση των πραγματικών ζόμπι από εκείνες τις εταιρείες που θα ήταν βιώσιμες ελλείψει της πανδημίας είναι μια δύσκολη και δαπανηρή εργασία με υψηλό κίνδυνο», προσθέτει το ινστιτούτο.