Παράξενο θέαμα, ὄντως, ἡ ἁπαλή φύση τοῦ νεροῦ νά μεταβάλλεται στήν σκληρότητα τῆς πέτρας καί ἡ ὑδαρή ἐπιφάνεια μιᾶς λίμνης νά μεταβάλλεται σέ δρόμο πού μποροῦν νά περπατήσουν καί ἄνθρωποι καί ἵπποι:
«…Ἡ λίμνη γύρω ἀπό τήν ὁποία οἱ ἅγιοι ἀγωνίζονταν τά ἀγωνίσματα αὐτά εἶχε μεταβληθεῖ σέ ἱπποδρόμιο ἀπό τήν παγωνιά καί ἀπό τό πολύ κρύο εἶχε μεταβληθεῖ σέ ξηρά, καί μέ ἀσφάλεια προσφερόταν στούς περίοικους νά περιπατοῦν στήν ἐπιφάνειά της. Τά δέ ποτάμια πού συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ πάγωσαν, σταμάτησαν τήν ροή τους, καί ἡ ἁπαλή φύση τοῦ νεροῦ μεταβλήθηκε στήν σκληρότητα τῶν λίθων, μέ τά σφοδρά φυσήματα τῶν ἀνέμων…».
Τήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας Καππαδοκίας, ὅπου μαρτύρησαν οἱ Σαράντα ἔνδοξοι Μάρτυρες διά τοῦ ψύχους, περιγράφει μέ τόν γλαφυρό αὐτό τρόπο ὁ Μέγας Βασίλειος στόν θαυμάσιο πανηγυρικό του λόγο.
Ἤδη πλησιάζει ἡ μνήμη τῶν Σαράντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) καί τό κρύο καί ὁ χιονιᾶςτῆς Μακεδονικῆς γῆς θυμίζει τίς συνθῆκες πού ἐπικρατοῦσαν τότε, ὅταν οἱ Μάρτυρες κέρδιζαν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Τό παράξενο αὐτό θέαμα, τῆς λευκῆς λίμνης, τό μαγευτικό γιά ὅσους εἶναι θεατές ἀπό μιά ζεστή γωνιά ἤ γιά τούς καλά ἐνδεδυμένους περίοικους καί περιπατητές, τό θαυμάζει κανείς στήν λίμνη μας, τήν λίμνη τῆς Καστοριᾶς.
Καθώς τό κρύο πέφτει ἀπό τόν χειμωνιάτικο οὐρανό πρός τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς -διότι ἐδῶ, στά βόρεια ὀρεινά, τό κρύο δέν ἔρχεται βίαια ὠθούμενο ἀπό τόν ἄνεμο, ἀλλά θαρρεῖς ἐπιπολάζει πάνω στήν δυτικομακεδονική γῆ-ἐδῶ, λοιπόν, ἡ ἐπιφάνεια τῆς λίμνης σχηματίζειἀρχικά μιά κρούστα, καί ἔπειτα, σιγά σιγά ἡ κρούστα γίνεται παχύ στρῶμα πάγου, πάνω στό ὁποῖο περπατοῦν πρῶτα οἱ «κάτοικοι» τῆς λίμνης, δηλαδή τά πολυάριθμα εἴδη ὑδρόβιων πτηνῶν, καί ἔπειτα οἱ «γείτονες», τά ζωάκια. Καί ἄν τό κρύο κρατήσει πολλές ἡμέρες, τότε καί ἄνθρωποι καί ὀχήματα μποροῦν μέ ἀσφάλεια νά περπατήσουν πάνω στήν ἐπιφάνεια, τήν παγωμένη, τῆς λίμνης.
Καί τό θέαμα γίνεται ἀκόμη πιό ἐντυπωσιακό, ὅταν καί τό χιόνι σκεπάσει μέ τό ἄσπρο πέπλο του τό παγωμένο πρόσωπο τῆς λίμνης.
Οἱ ὑδρόβιοι κάτοικοί της, οἱ ἐρωδιοί καί οἱ ἀργυροπελεκάνοι, οἱ κορμοράνοι καί οἱ κύκνοι,οἱ χῆνες καί οἱ πάπιες, ὅταν τό πρόσωπο τῆς λίμνης παγώσει, δυσκολεύονται νά βροῦν τήν τροφή τους.
Τότε ψάχνουνστήν στεριά, μέ τόν χαρακτηριστικό ἀσυνήθιστο στήν στεριά βηματισμό τους, ἀπεγνωσμένα γιά τροφή, μέσα στά παγωμένα χορταράκια. Ἐκεῖ, ὁμάδες ἐθελοντῶν πού ἀσχολοῦνται μέ τήν φύση, τά ταΐζουν μέ φροντίδα, ὅσο τό κρύο κρατᾶ παγωμένη τήν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης.
Παρατηρεῖται, μάλιστα, καί τό ἄλλο ἐξαίρετο φαινόμενο ζωϊκῆς ἀλληλεγγύης, δηλαδή νά συγκεντρώνονται καί νά κουρνιάζουν ὅλα τά ὑδρόβια αὐτά πτηνά, ὅλα τά εἴδημαζί, ἀνά ὁμάδες, ὥστε νά ζεσταίνονται τό ἕνα κοντά στό ἄλλο· αὐτά πού προηγουμένως ἅρπαζαν τό ἕνα τήν τροφή ἀπό τό στόμα τοῦ ἄλλου.
Πάντως, κάπου κάπου θερμές ὑπολίμνιες πηγές ἤ ρεύματα νεροῦ κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια μπορεῖ νά ἀνοίξουν στόν πάγο μία στρόγγυλη διέξοδο καί τά ὑδρόβια πτηνά τρέχουν γιά μιά βουτιά στά παγωμένα νερά γιά ἀνεύρεση τροφῆς, ἐκεῖ κάτω στόν βυθό, ὅπου ἡ ζωή συνεχίζεται…
Ἡ …ἐξέλιξη τοῦ νεροῦ
Στό μοναδικό αὐτό καί παράξενο φαινόμενο τῆς παγωμένης λίμνης θαυμάζει κανείς καί τήν σοφία καί τήν πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ.
Ὡς γνωστόν, ὅλα τά φυσικά σώματα θερμαινόμενα διαστέλλονται καί, ἀντιθέτως, ἀφαιρουμένης τῆς θερμότητάς τους συστέλλονται.
Ὅλα; Ὅλα, ἐκτός ἀπό ἕνα: τό ὕδωρ, τό νερό.
Τό νερόἀκολουθεῖ καί αὐτό τήν φυσική αὐτή συμπεριφορά τῶν ἄλλων σωμάτων, μέχρι ὅμως τήν θερμοκρασία τῶν τεσσάρων βαθμῶν κελσίου. Δηλαδή, ὅσο τό νερό θερμαίνεται διαστέλλεται καί ὅσο ψυχραίνεται συστέλλεται, ὅπως καί τά ἄλλα φυσικά ὑλικά. Καθώς ὅμως ἡ θερμοκρασία του κατεβαίνει κάτω ἀπό τούς τέσσερεις βαθμούς ἀρχίζει, κατά παράδοξο τρόπο καί κατ᾽ ἐξαίρεση, νά συμπεριφέρεται ἀντίστροφα! Δηλαδή, ἀρχίζει νά διαστέλλεται πάλι!
Αὐτή ἡ μοναδικότητα τῆς «φυσικῆς» συμπεριφορᾶς τοῦ νεροῦ, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν προφύλαξη τῆς ζωῆς μέσα στίς λίμνες, τά ποτάμια καί τίς θάλασσες πού παγώνουν, στίς χῶρες ὅπου ἡ θερμοκρασία πέφτει χαμηλά, κάτω ἀπό μηδέν. Γιατί ὁ πάγος διαστελλόμενος ἔχει λιγότερη πυκνότητα, δηλαδή εἶναι ἐλαφρύτερος ἀπό τό ὑγρό νερό, μέ ἀποτέλεσμα νά παραμένει στήν ἐπιφάνεια. Ἐκεῖ στήν ἐπιφάνεια δημιουργεῖ ἕνα μονωτικό στρῶμα, καί ἔτσι στό βάθος τῆς παγωμένης λίμνης, τοῦ παγωμένου ποταμιοῦ, τῆς παγωμένης θάλασσας, ἡ ζωή συνεχίζεται καί θά συνεχίζεται μέχρι νά ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί τό καλοκαίρι καί νά θερμανθεῖ πάλι ζωογονητικά ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς ἀπό τόν βασιλιά ἥλιο, μέχρι «νά ἀνοίξει ὁ Θεός τό χέρι Του» καί «νά ἐξαποστείλει τό πνεῦμα Του», γιά νά ἀναδημιουργηθοῦν καί νά ἀνακαινισθεῖ τό πρόσωπο τῆς γῆς (Ψαλμ. ργ´).
Ἄν τό νερό εἶχε τήν συμπεριφορά ὅλων τῶν ἄλλων φυσικῶν σωμάτων μέ τήν ἐλάττωση τῆς θερμοκρασίας του, τότε ὁ πάγος θά βυθιζόταν στό βάθος τῆς λίμνης καί ἡ λίμνη θά πάγωνε ὁλόκληρη, πρῶτα ὁ βυθός καί στό τέλος ἡ ἐπιφάνεια, μέ ἀποτέλεσμα τήν ὁλοκληρωτική θανάτωση τῆς ἐνάλιας ζωῆς.
Αὐτή ἡ «ἀμυντική» στάση τῆς ζωῆς δέν ὀφείλεται βεβαίως στήν …ἐξέλιξη τοῦ νεροῦ. Οὔτε ἐξελισσόμενα τά ἔνβια ὑδρόβια ὄντα …δίδαξαν στό νερό πῶς νά συμπεριφέρεται γιά νά μή παγώσει ἡ ζωή τους μέσα στήν λίμνη.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πρόνοιας τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος σέ ἕναν χριστιανό πού ἐπέμενε ὅτι ἡ δημιουργία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς αὐτόματης ἐξέλιξης: «Ἀκοῦς αὐτό τό πουλί;» (ἐννοοῦσε τήν δεκαοκτούρα πού ἐκείνη τήν ὥρα χουχούνιζε τό δικό της «δέκα ὀκτώ – δέκα ὀκτώ»). «Ἄν αὐτό πεῖ ποτέ, δέκα ἐννιά, τότε θά πιστεύσω καί ἐγώ στήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης».
Ὅπως θά μποροῦσε νά πιστεύσει κανείς στήν θεωρία τῆς αὐτόματης ἐξέλιξης, ἐάν καί ἐφόσον τά ἔντομα, ἡ μέλισσα καί ἡ σφήκα, γιά παράδειγμα, ἔδειχναν ἔστω καί ἐλάχιστη τάση γιά νά «ἐκπαιδεύονται», νά μαθαίνουν. Ὅπως ἔχει ὅμως ἀποδειχθεῖ, δέν μαθαίνουν τίποτε. Γνωρίζουν, καί γνωρίζουν καλά, μόνον ὅ,τι ὁ Θεός τά δίδαξε μέ τήν δημιουργία τους.
Δημιουργία, μεταφυσική, αὐτόματη ἐξέλιξη
Βεβαίως, ἡ σύγκρουση τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης μέ τήν πίστη, πού συνέβει στόν δυτικό κόσμο, δέν μᾶς ἀφορᾶ, διότι στόν δυτικό χριστιανισμό εἶχε ἐπικρατήσει, ὡς μή ὤφελε, ἡ προχριστιανική φιλοσοφική θεωρία περί τῆς μεταφυσικῆς. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅμως, καμμιά σχέση δέν ἔχει μέ τήν μεταφυσική καί, ἑπομένως, καμμιά σχέση δέν ἔχει μέ τήν σύγκρουση τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως μέ τόν μεταφυσικό φεουδαρχικό χριστιανισμό τῆς δύσεως.
Ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης μέχρις ἑνός βαθμοῦ μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, μέ δύο προϋποθέσεις. Πρῶτον, ὅτι εἶναι μιά μέθοδος δημουργίας ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ καί δέν ἀποτελεῖ ἕναν ἀκυβέρνητο αὐτοματισμό, καί δεύτερον ὅτι τά σπέρματα τοῦ κάθε εἴδους, διαφορετικά μεταξύ τους, ἐξ ἀρχῆς ἐσπάρησαν ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του μέχρι καί τήν μεταμόρφωσή του σέ ὥριμο ἄνθρωπο, ἀπό ἔμβρυο πού ζεῖ μέσα στό ὑγρό σέ ἄνθρωπο πού βαδίζει καί ἀναπνέει τόν ἀέρα, τί ἄλλο εἶναι παρά μιά συντομογραφία τῆς ἐξέλιξης, πού μᾶς δείχνει πῶς ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί πλάθει κάθε νέο ἄνθρωπο; Ἀλλά μιά ἐξέλιξη πού ὀφείλεται στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι σέ ἕναν αὐτοματισμό.
Ἡ ζωή στό βάθος καρδιᾶς
Δέν εἶναι ὅμως μόνον φυσικά φαινόμενα ὁ παγωμένος ἀέρας, τό παγωμένο πρόσωπο τῆς λίμνης, τό χιόνι, ἡ παγωνιά, ἡ ἔλλειψη τροφῆς, ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς στό βάθος τῆς λίμνης. Μέσα ἀπό τήν ἀλληγορία τους μᾶς μεταφέρουν καί στά κοινωνικά, ψυχολογικά καί κοινωνικά γεγονότα.
Οἱ ἄνθρωποι βιώνουμε συχνά τήν ἐξωτερική παγωνιά τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς, ζοῦμε συχνά σέ ἕναν κοινωνικό, ψυχολογικό, πνευματικό παγετό: παγωνιά στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, παγωνιά στήν ἔμπνευση, παγωνιά προοπτικῶν καί ἐλπίδας. Βιώνουμε συνθῆκες ἀντίξοες πρός τήν ζωή, συνθῆκες πού προκαλοῦν μιά παγωνιά ἀπελπισίας, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά παραλύσει τά μέλη μας, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
Ὅμως, καί στίς ἀκραῖες ἀφιλόξενες καί παγερές κοινωνικές συνθῆκες, ὅσοι ἔχουν διδαχθεῖ τόν τρόπο, ἀναζητοῦν στό βάθος τῆς ὕπαρξής τους, στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους τήν θέρμη καί τήν ζωή. Ἐκεῖ, στό βάθος τῆς καρδιᾶς ὑπάρχει ζωή, ὑπάρχει ζεστασιά. Ὄχι συναισθηματική ζεστασιά, πού παραμένει στήν ἐπιφάνεια καί παγώνει καί αὐτή ἀπό τήν παγωνιά τοῦ περιβάλλοντος, ἀλλά ζεστασιά πνευματική, πού βιώνεται στό βάθος τῆς ὕπαρξης, ἐκεῖ πού ἑνώνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τό αἰώνιο, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ καρδιά εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού ἀποκαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Ἐκεῖ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖ πλημμμυρίζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί ἀπό ἐκεῖ ὅλος ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς, ἀλλ᾽ ὅλη ἡ ζωή πού ὑπάρχει μέσα ἐκεῖ εἶναι ἀδύνατον νά γίνει ἀντιληπτή…
Ὅταν ἀξιωθεῖ κανείς ἀπό τόν Θεό νά βρεῖ τήν καρδιά, τότε βαδίζει τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἀββᾶ Παμβώ: εἰ ἔχεις καρδίαν, δύνασαι σωθῆναι. Τό νά ἔχει κανείς καρδιά, σημαίνει νά βρεῖ τήν καρδιά του, μέσα ἀπό τήν ὁποία θά τόν κατευθύνει ὁ Θεός» (Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία).
Ναί, κάτω ἀπό τήν παγωμένη ἐπιφάνεια τῆς σκληρῆςκαθημερινότητας κινεῖται ἡ πνευματική ζωή. Κάτω ἀπό τήν «παγωμένη λίμνη μου» ὑπάρχει ἡ θέρμη τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καί συμβαίνει ἡ θέρμη αὐτή τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς νά λιώνει τόν πάγο καί τῆς πιό παγωμένης καθημερινότητας.
Αὐτά σκεφτόμουν, θαυμάζοντας τήν παγωμένη λίμνη, μέ φόντο τήν πόλη τῆς Καστοριᾶς,μέ τόν «Μέγα Ἀλέξανδρο» στό βάθος νά «κοιμᾶται». Τήν λίμνηπού εἶναι λελευκασμένη ἀπό τό ἁπαλό χιόνι πού ἔπεσε πάνω στόν πάγο· πού τήν θαυμάζουν οἱ περίοικοι καί οἱ περιηγητές της· πού τήν περιπατοῦν οἱ πεινασμένοι καί ἀποροῦντες ὑδρόβιοι κάτοικοί της· πού ἐγκυμονεῖ τήν ἐνάλια ζωή της· πού ἀναμένει τήν θερμή πνοή τοῦ νοτίου ἀνέμου καί τό ζεστό χάδι τοῦ βασιλιά ἥλιου γιά νά ξεπαγώσει τό πρόσωπό της.
Τήν λίμνη πού δοξάζει, μαζί μέ ὅλη τήν κτίση, τόν Δημιουργό της: «Εὐλογεῖτε … πάγοι καί ψῦχος, … πάχναι καί χιόνες,… πηγαί, θάλασσα καί ποταμοί, κήτη καί πάντα τά κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι τόν Κύριον».-