Κοντά στα 200 ευρώ η τιμή χονδρικής, έναντι 39 ευρώ στη Γερμανία, διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη από την αρχή του έτους. Ο ρόλος της αύξησης χρήσης φυσικού αερίου και των στρεβλώσεων στην αγορά.
Θλιβερή πρωτιά με τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στην Ευρώπη τον Φεβρουάριο, αλλά και από την αρχή του έτους έχει η Ελλάδα, με την τιμή χονδρικής να είναι σήμερα σχεδόν πενταπλάσια από την αντίστοιχη στη Γερμανία. Οι τιμές στην Ελλάδα «φουσκώνουν» εξαιτίας της μεγάλης αύξησης της χρήσης φυσικού αερίου, την ώρα που καταγράφεται το μεγαλύτερο ράλι τιμής του στην ιστορία, αλλά και σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά, που οδηγούν σε μεγάλα «καπέλα» στις τιμές χονδρικής, σε σχέση με το κόστος παραγωγής.
Ειδικότερα, οι τιμές στην Ελλάδα διατηρούνται στην υψηλότερη τιμή στην Ευρώπη στην αγορά της επόμενης ημέρας και μάλιστα με αρκετή διαφορά από τη δεύτερη, Ιταλία. Πιο αναλυτικά, για αύριο η τιμή διαμορφώνεται σε 191 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 178 ευρώ στην Ιταλία.
Ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα έχει την υψηλότερη μέση τιμή στην Ευρώπη για τον Φεβρουάριο, όπως και συνολικά από την αρχή του έτους: 219,70 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Φεβρουάριο, 229,13 ευρώ από την αρχή του 2022.
Πάντως, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της μέσης τιμής λιανικής, αυτές οι υψηλές τιμές που βλέπουμε στη χονδρική αγορά δεν φθάνουν στο σύνολό τους στον καταναλωτή καθώς λειτουργεί ως «μαξιλάρι» η κρατική ενίσχυση μέσω των επιδοτήσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Μέσω των κρατικών, αυτών, ενισχύσεων, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Γ. Οικονόμου, «η Ελλάδα έχει την 7η φθηνότερη λιανική τιμή ρεύματος στην ΕΕ των 27». Είναι ενδεικτικό ότι τον Ιανουάριο, ενώ η μέση τιμή του ρεύματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τους φόρους διαμορφώθηκε στα 26,07 λεπτά ευρώ, και στο σύνολο της Ευρώπης στα 24,67 ευρώ ανά κιλοβατώρα, στην Ελλάδα η τιμή αυτή έφτασε τα 18,51 λεπτά του ευρώ την κιλοβατώρα.
Την ίδια ώρα, στην Ευρώπη καταγράφηκε σημαντική πτωτική τάση στις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος στην αγορά της επόμενης ημέρας ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερα υψηλής παραγωγής ενέργειας από ανεμογεννήτριες. ‘Όπως σημειώνει το Bloomberg, οι ανεμογεννήτριες καταγράφουν υψηλά παραγωγής μειώνοντας σημαντικά το κόστος χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι ενδεικτικό ότι, στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης, η τιμή της χονδρικής του ρεύματος έπεσε έως και 66% στο χαμηλότερο επίπεδό της φέτος και λίγο χαμηλότερα από τα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόβλεψη του Bloomberg, με βάση την ανάλυση του αιολικού δυναμικού, σήμερα αναμένεται διπλασιασμός παραγωγής από τα αιολικά πάρκα της Γερμανίας.
Ρεύμα: Τιμή επόμενης ημέρας, 19 Φεβ. 2022 (πηγή: ΡΑΕ)
Πίεση στην τιμή από το φυσικό αέριο
Η διαφορά έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος ανάμεσα σε εμάς και στη Γερμανία. Μπορεί τα αιολικά να σημειώνουν ιδιαίτερα υψηλή συμμετοχή στο μείγμα, ωστόσο η Γερμανία, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης των τελευταίων μηνών, ως ανάχωμα στο ράλι των τιμών του φυσικού αερίου, αύξησε και πάλι την παραγωγή ρεύματος από άνθρακα.
Όπως φαίνεται στα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, η παραγωγή από άνθρακα το 3ο τρίμηνο του 2021 αυξήθηκε περισσότερο από 5% στο 31,9% από 26,4%. Την ίδια περίοδο σημαντική ήταν η πτώση της συμμετοχής του φυσικού αερίου από το 14,4% στο 8,7%. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, η χρήση του φυσικού αερίου μειώθηκε το 2021, για να μετριαστούν οι επιδράσεις της ανόδου των τιμών.
Ακριβώς αντίθετη ήταν η στρατηγική της Ελλάδας που, ακολουθώντας το πρόγραμμα της εσπευσμένης απολιγνιτοποίησης του ενεργειακού μείγματος, στράφηκε στο φυσικό αέριο, την ώρα που το τελευταίο κατέγραφε τη μεγαλύτερη άνοδο στην ιστορία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Georg Zachmann, ειδικού στην αγορά ενέργειας του Ινστιτούτου Bruegel, η χρήση του λιγνίτη στην Ελλάδα έπεσε κατά 5%, ενώ παράλληλα το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά το ίδιο ακριβώς ποσοστό μέσα στο 2021. Αυτές οι μεταβολές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί η Ελλάδα είχε το 2021 από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις χονδρικές τιμές του ρεύματος.
Με δεδομένο το σχέδιο της κυβέρνησης να βάλει τέλος στα εργοστάσια λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή, το φυσικό αέριο παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος, καθώς οι ΑΠΕ δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση και να προσφέρουν ενεργειακή ασφάλεια για τη χώρα.
Ο πρώην διοικητής της ΔΕΗ, κ. Μανώλης Παναγιωτάκης (μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84) τόνισε ότι η χώρα μας ήταν η μόνη που αύξησε την παραγωγή από φυσικό αέριο μένοντας εκτεθειμένη στο ράλι των τιμών του φυσικού αερίου. Αντίθετα, η υπόλοιπη Ευρώπη, είπε, μείωσε την παραγωγή από φυσικό αέριο ώστε να μετριάσει και τις τιμές για τον τελικό καταναλωτή.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα αναφορικά με την επιβάρυνση που προκύπτει από το αυξημένο ποσοστό (περίπου στο 45%) φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα, ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, κ. Αθανάσιος Δαγούμας είχε αναγνωρίσει ότι υπάρχει μία επιβάρυνση λόγω της μεγάλης εξάρτησης της αγοράς από το ΦΑ, ωστόσο είχε προβλέψει ότι με την εκτιμώμενη αποκλιμάκωση των τιμών το 2023, η εικόνα αυτή ενδεχομένως να αλλάξει δραστικά. Ο πρόεδρος της ΡΑΕ ξεκαθάρισε ότι η σύνθεση του ενεργειακού μείγματος εξαρτάται από το ΕΣΕΚ, ενώ σημείωσε ότι η Αρχή θα κάνει και εκείνη σχετική εισήγηση.
Στο περιβάλλον αυτό και μετά από σχετικά δημοσιεύματα που ήθελαν να παρατείνεται ο ορίζοντας της πλήρους απολιγνιτοποίησης της χώρας από το 2024 στο 2028, ως αποτέλεσμα και των αυξημένων τιμών του ρεύματος και μάλιστα δήθεν με την έγκριση της Κομισιόν, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προχώρησε σε κατηγορηματική διάψευση των πληροφοριών αυτών, σημειώνοντας πως το πρόγραμμα συνεχίζεται όπως έχει ανακοινωθεί.
«Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ επιβάλλεται όχι μόνο για περιβαλλοντικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους. Η επιχείρηση είχε ζημιά ύψους 400 εκατ. ευρώ το 2020 και 200 εκατ. ευρώ το 2021 από τη χρήση των λιγνιτικών εργοστασίων», σημειώνει το ΥΠΕΝ και υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή στο πλάνο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτό έχει παρουσιαστεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 και υλοποιείται κανονικά. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ την περασμένη χρονιά αποσύρθηκαν οι μονάδες Καρδιά 3-4, φέτος σταματάνε την παραγωγή τους οι μονάδες Μεγαλόπολη 3, Άγιος Δημήτριος 1-4 και το 2025 ακολουθεί η μετατροπή της Πτολεμαΐδα 5 σε μονάδα φυσικού αερίου.
Σε πρόσφατη αναφορά του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπογράμμισε ότι η χώρα συνεχίζει να παράγει ρεύμα από λιγνίτη τονίζοντας ότι τα εργοστάσια που έκλεισαν είχαν συμπληρώσει τις προβλεπόμενες ώρες λειτουργίας. Ο κ. Οικονόμου, συμπλήρωσε, δε, ότι η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη δεν είναι πια η φτηνότερη, εξαιτίας της διεθνούς περιβαλλοντικής νομοθεσίας. «Τον Δεκέμβριο, που οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν στο υψηλότερο σημείο, η παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο κόστιζε σχεδόν όσο και η παραγωγή από λιγνίτη» σημείωσε και υπογράμμισε ότι αν η Ελλάδα επέμενε στην παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη, «θα πληρώναμε το ρεύμα ακριβότερα από ότι σήμερα».
Η σύνδεση με το κόστος δανεισμού της ΔΕΗ
Σημειώνεται ότι απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, έχει μεγάλη σημασία και για τη διαμόρφωση του κόστους δανεισμού της ΔΕΗ, καθώς το 2021 η επιχείρηση άντλησε 1,275 δισ. ευρώ συνολικά με εκδόσεις «πράσινων» ομολόγων, που έχουν ρήτρα προσαύξησης του κόστους δανεισμού κατά 50 μονάδες βάσης (0,50%), σε περίπτωση που δεν επιτύχει η ΔΕΗ συγκεκριμένους στόχους για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Ήδη, άλλωστε, το πράσινο ομόλογο που εξέδωσε τον Μάρτιο του 2021 η ΔΕΗ σημειώνει μεγάλη πτώση τιμής, κατά 7,7% από το υψηλότερο σημείο για το 2021 και κατά 3,3% σε σχέση με την τιμή έκδοσης, με αποτέλεσμα η απόδοσή του να έχει εκτιναχθεί από 3,87% κατά τον χρόνο έκδοσης στο 4,83% σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης. Η πτώση αποδίδεται πρωτίστως στις συνθήκες που επικράτησαν στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ για αλλαγή πολιτικής, όμως εκτιμάται ότι συνδέεται και με τις ανησυχίες για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων.
Η «βουτιά» της τιμής του πράσινου ομολόγου της ΔΕΗ (πηγή: Χρημ/ριο Φρανκφούρτης)
Στρεβλώσεις στην αγορά
Όμως, την ίδια ώρα πληθαίνουν οι διατυπώσεις αιτιάσεων από γνώστες της αγοράς για ενδεχόμενες εναρμονισμένες πρακτικές των παραγωγών, που κρατούν τεχνητά σε υψηλά επίπεδα τις τιμές χονδρικής, με μεγάλη διαφορά από τα κόστη παραγωγής.
Ο κ. Παναγιωτάκης έθεσε χθες το ζήτημα των στρεβλώσεων στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας στη χώρα κάνοντας λόγο για «καρτέλ» στη διαμόρφωση των τιμών. «Μόνο τέσσερις παίκτες συμμετέχουν στην αγορά, η ΔΕΗ και οι τρεις μεγάλοι ιδιώτες. Ένας αν θέλει να τη χαλάσει τη δουλειά, τη χαλάει», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Όπως φαίνεται, όμως, ουδείς «χαλάει τη δουλειά». Όπως είπε ο κ. Παναγιωτάκης, ενώ το μέσο κόστος της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου έφθανε στα 170 ευρώ, η μέση τιμή στη χονδρική βρισκόταν 58% υψηλότερα, στα 268 ευρώ. Η αγορά λειτουργεί σαν «ξέφραγο αμπέλι» χωρίς ουσιαστική εποπτεία από τη ΡΑΕ και την Αρχή Ανταγωνισμού, είπε χαρακτηριστικά.
Ανάλογη θέση έχει πάρει και η πλευρά των ενεργοβόρων καταναλωτών ενέργειας, σημειώνοντας πως στην αγορά υπάρχει στην ουσία απουσία του ανταγωνισμού. Μάλιστα σε δηλώσεις του ο κ. Αντώνης Κοντολέων, πρόεδρος Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, είχε τονίσει ότι το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας διαμορφώνεται σε όποιο επίπεδο θέλουν οι παίκτες της αγοράς και με αυτό το δεδομένο η ενεργειακή κρίση θα εξελιχθεί όπως εκείνοι επιδιώκουν, ώστε να αποκομίζουν κέρδη.
Αναλύοντας την εικόνα της αγοράς ενέργειας πριν από λίγους μήνες, στο Renewable & Storage Forum, ο καθηγητής ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος είχε τονίσει πώς το φυσικό αέριο είναι εκείνο που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει τις τιμές της χονδρικής του ρεύματος σημειώνοντας πως οι ΑΠΕ δεν μπορούν ακόμα να αντισταθμίσουν τις τιμές του αερίου, αλλά τόνιζε ότι η καθυστέρηση της απολιγνιτοποίησης δεν έχει κάποιο νόημα τεχνικά ή οικονομικά.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν είναι η πράσινη μετάβαση που φταίει για τις τιμές αλλά οι συνθήκες του ανταγωνισμού που επικρατούν, ενώ ως λύση για την καλύτερη λειτουργία της αγοράς πρότεινε τα διμερή συμβόλαια μέσω παραγωγών και αγοραστών. Πρόσφατα μάλιστα, είχε τονίσει ότι το το κράτος στα πρώτα βήματα αυτής της αγοράς σύνδεσης του παραγωγού με τον τελικό καταναλωτή θα πρέπει να αποτελέσει τον εγγυητή για την απευθείας σύνδεση παραγωγού-καταναλωτή. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη προταθεί στο Χρηματιστήριο Ενέργειας η δημιουργία μίαςπλατφόρμας όπου θα οι ιδιώτες και οι παραγωγοί θα συνάπτουν απευθείας συμβάσεις με το κράτος να έχει το ρόλο εγγυητή.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Κοντολέων, που μιλώντας πρόσφατα στο Businessdaily είχε σημειώσει πως το σχήμα των πράσινων PPAs μπορεί να καταστεί κλειδί για τη λειτουργία της αγοράς τονίζοντας ωστόσο ότι για να καταστεί βιώσιμο ένα τέτοιο σχήμα είναι απαραίτητη η ενίσχυση από τις τράπεζες τέτοιων συμβάσεων. Όπως εξηγεί, με τις τιμές τις χονδρικής στα υψηλά των τελευταίων μηνών, οι παραγωγοί δε θέλουν να δεσμευθούν μακροπρόθεσμα με κλειδωμένες τιμές αρκετά χαμηλότερες.