«Μαύρα» ρεκόρ κρουσμάτων του νέου κορονοϊού χθες σε αρκετές χώρες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία να καταγράφουν τη μεγαλύτερη ημερήσια αύξηση από την αρχή της πανδημίας και τις Βρετανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα να ακολουθούν, την ώρα που οι επιστήμονες προβλέπουν ότι η διασπορά της «Όμικρον», που χαρακτηρίζεται πιο μεταδοτική αλλά λιγότερο φονική, θα εκτοπίσει τη «Δέλτα».
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποίησε σήμερα, στο εβδομαδιαίο επιδημιολογικό δελτίο του, ότι «ο παγκόσμιος κίνδυνος που συνδέεται με τη νέα παραλλαγή ανησυχίας παραμένει πολύ υψηλός».
«Αξιόπιστα στοιχεία δείχνουν ότι η παραλλαγή Όμικρον έχει αναπτυξιακό πλεονέκτημα σε σχέση με την παραλλαγή Δέλτα, με ρυθμό διπλασιασμού δύο ως τριών ημερών», προσθέτει ο Οργανισμός, τονίζοντας πως παρατηρείται «ταχεία αύξηση της επίπτωσης σε ορισμένο αριθμό χωρών».
«Η ταχεία αύξηση πιθανόν οφείλεται στον συνδυασμό της απώλειας της ανοσίας και της εγγενούς αύξησης της μεταδοτικότητας της παραλλαγής Όμικρον», εξηγεί.
Μείωση θανάτων και του κινδύνου εισαγωγής
Ωστόσο, ο υπογραμμίζει τη μείωση κατά 29% της επίπτωσης στη Νότια Αφρική, τη χώρα που ταυτοποίησε και ενημέρωσε πρώτη για την παραλλαγή αυτή τον Οργανισμό την 24η Νοεμβρίου. Και σημειώνει πως τα δεδομένα από τη Βρετανία, τη Νότια Αφρική και τη Δανία –-όπου καταγράφεται ο υψηλότερος δείκτης μολύνσεων κατ’ αναλογία προς τον πληθυσμό- αφήνουν να εννοηθεί η μείωση του κινδύνου να χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο σε περίπτωση μόλυνσης από την «Όμικρον» , σε σύγκριση με τη «Δέλτα».
Πάντως, χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για να κατανοηθεί η βαρύτητα της νέας μετάλλαξης ως προς τους κλινικούς δείκτες, ιδίως τη χρήση οξυγόνου, τις διασωληνώσεις και τους θανάτους. Και επίσης, ο τρόπος που η βαρύτητα της ασθένειας μπορεί να επηρεάζεται από προηγούμενη μόλυνση ή από τον εμβολιασμό.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που ολοκληρώθηκε την Κυριακή, ο παγκόσμιος αριθμός των κρουσμάτων αυξήθηκε κατά 11% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη, ενώ αυτός των θανάτων μειώθηκε κατά 4%.
«Αυτό αναλογεί σε λίγες λιγότερες από 5 εκατ. νέες μολύνσεις και σε λίγους περισσότερους από 44.000 νέους θανάτους», συνοψίζει ο Οργανισμός.