Στενή σχέση μεταξύ της οικονομικής κατάστασης γονέων και παιδιών μετά την ενηλικίωση, εντοπίζει σχετική έρευνα της Eurostat.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2019, το 23% των ενηλίκων στο όριο της φτώχειας προέρχεται από οικογένειες με «κακή» οικονομική κατάσταση όταν ήταν 14 ετών. Το ποσοστό αυτό είναι κατά 9,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με όσους προήλθαν από νοικοκυριά από «καλή» οικονομική κατάσταση.
Σημειώνεται πως το ποσοστό των ενηλίκων σε κίνδυνο φτώχειας που προήλθαν από νοικοκυριά σε κακή οικονομική κατάσταση ανέρχεται στο 10,2% στην Τσεχία και στο άλλο άκρο βρίσκεται η Βουλγαρία με 40,1%.
Ουσιαστικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat από το 2019 προκύπτει ότι στη Βουλγαρία, όπως και στη Ρουμανία (32,7%), την Ιταλία (30,7%), την Ισπανία (30%), αλλά και την Ελλάδα (28,3%), ένα μεγάλο ποσοστό όσων προέρχονται από σπίτια με κακή οικονομική κατάσταση «παγιδεύεται» στη φτώχεια.
Αντίστοιχη μέτρηση από το 2011 καταδεικνύει ότι το 25,2% των ενηλίκων στην Ελλάδα που προέρχονταν από νοικοκυριά με κακή οικονομική κατάσταση βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.
Αντίθετα, σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκεται το 5,9% των ενηλίκων στην Τσεχία που προέρχονται από νοικοκυριά με καλή οικονομική κατάσταση και το 16,6% στην Ισπανία. Για την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 14,8%, σύμφωνα με στοιχεία του 2019, παρουσιάζοντας μείωση από την αντίστοιχη μέτρηση του 2011, όταν έφτανε το 15,9%.
Συνολικά παρατηρείται πως σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. έχει αυξηθεί το ποσοστό των ενηλίκων σε κίνδυνο φτώχειας από νοικοκυριά με κακή οικονομική κατάσταση. Μικρότερες διαφορές εμφανίζονται στην Λετονία, την Αυστρία, την Εσθονία και τη Φινλανδία. Αξίζει να σημειωθεί η περίπτωση της Αυστρίας, όπου παρουσιάζεται το αντίθετο φαινόμενο: ο κίνδυνος φτώχειας ήταν υψηλότερος μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από σπίτια με καλή οικονομική κατάσταση.