Από 1ης Ιανουαρίου του 2030 στην ελληνική αγορά θα πωλούνται μόνο Ι.Χ. με μηδενικές εκπομπές ρύπων, ενώ από 1ης Ιανουαρίου του 2025 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τα καινούρια ταξί θα είναι ηλεκτροκίνητα
Χρονοδιάγραμμα με συγκεκριμένες προθεσμίες για την εφαρμογή μέτρων που θα αλλάξουν άρδην την καθημερινότητα των Ελλήνων στο αμέσως προσεχές μέλλον περιλαμβάνει ο νέος κλιματικός νόμος. Η κατασκευή και η κατοίκηση κτιρίων, οι μετακινήσεις, η επιχειρηματικότητα κ.λπ., σχεδόν κάθε είδους δραστηριότητα στην Ελλάδα στο εξής θα αξιολογούνται με κριτήριο το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, δηλαδή το κατά πόσο επιβαρύνουν με ρύπους το φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και ο κλιματικός νόμος προβλέπει πρόστιμα για άτομα και φορείς που δεν συμμορφώνονται στις νέες περιβαλλοντικές προδιαγραφές, ενώ θεσμοθετεί καινούρια διοικητικά όργανα για τον σχεδιασμό δράσεων και τον έλεγχο απόδοσης των μέτρων.
Ο εθνικός κλιματικός νόμος εισάγεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, θέτοντας ως γενικό στόχο τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Το νομοθέτημα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει τεθεί ήδη σε δημόσια διαβούλευση και η σύνταξή του επισπεύστηκε κατόπιν έντονων πιέσεων που άσκησε προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κλιματικός νόμος δεν είναι απλώς μια αφηρημένη διακήρυξη, αλλά ένα ουσιαστικό και πρακτικό -έστω και αρχικό- βήμα, με απώτερο στόχο την αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής. Οι συνέπειές της εκδηλώνονται με τη μορφή κυρίως πλημμυρών και πυρκαγιών.
Πρόκειται για οικολογικές τραγωδίες με ανυπολόγιστες ζημιές στο φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τον κλιματικό νόμο, καταργείται οριστικά η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά ορυκτά καύσιμα. Εως το τέλος του 2028 -αν όχι νωρίτερα- η Ελλάδα θα πρέπει να έχει απολιγνιτοποιηθεί πλήρως, όπως άλλωστε προβλέπει το ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα).
Το ΕΣΕΚ, το οποίο έχει ψηφιστεί από τη Βουλή ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019, είναι ένας αναλυτικός και λεπτομερής οδικός χάρτης, έκτασης 470 σελίδων. Καλύπτει διεξοδικά σχεδόν κάθε ζήτημα που αφορά το κλίμα και την ενέργεια, προγραμματίζοντας τη συμβολή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό στόχο της μετάβασης σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, κοινή για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Εξηλεκτρισμός Ι.Χ.
Σε ό,τι αφορά τα οχήματα, ο κλιματικός νόμος ορίζει ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2030 στην ελληνική αγορά ως καινούρια θα πωλούνται μόνο Ι.Χ. και ελαφρά επαγγελματικά με μηδενικές εκπομπές ρύπων. Τα μηχανοκίνητα τροχοφόρα τα οποία είναι εφοδιασμένα με παλαιού τύπου θερμικούς κινητήρες βενζίνης, ντίζελ, υγραερίου, φυσικού αερίου, υβριδικούς κ.λπ. θα εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν νόμιμα για κάποιο χρονικό διάστημα.
Προφανώς, έως την 31η Δεκεμβρίου του 2029 θα έχουν εξειδικευτεί με ακρίβεια τα μέτρα που θα ισχύσουν για την απόσυρση και την αντικατάσταση των οχημάτων συμβατικής τεχνολογίας, καθώς και οι όροι υπό τους οποίους θα επιτρέπεται να κυκλοφορούν.
Για τα ταξί, ο κλιματικός νόμος προβλέπει ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2025 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τα καινούρια οχήματα θα είναι ηλεκτροκίνητα (ή οποιασδήποτε άλλης τεχνολογίας, αρκεί να εξασφαλίζεται η μηδενική εκπομπή ρύπων). Το ίδιο θα ισχύει για τουλάχιστον το 1/3 των οχημάτων στόλου, δηλαδή των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων.
Σε περίπου έναν χρόνο από τώρα και από την 1η Ιανουαρίου του 2023 οι εταιρείες που αγοράζουν αυτοκίνητα για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών τους αναγκών θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι το λιγότερο 1 στα 4 οχήματα του στόλου τους είναι αμιγώς ηλεκτρικό ή υβριδικό τύπου plug-in (με εξωτερική φόρτιση των μπαταριών και όχι με εσωτερικό σύστημα ανάκτησης ενέργειας). Για τον δεύτερο τύπο οχημάτων, το όριο ρύπων τίθεται στα 50 γρ. διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο. Στην περίπτωση που η εκάστοτε επιχείρηση αμελήσει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις τις οποίες ορίζει ο κλιματικός νόμος, τότε η δαπάνη αγοράς ή μίσθωσης νέου εταιρικού επιβατηγού αυτοκινήτου δεν θα εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά της.
Το τέλος των καυστήρων
Από το 2023 απαγορεύεται η εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου – με την προϋπόθεση ότι υπάρχει επαρκώς διαθέσιμο δίκτυο φυσικού αερίου, ώστε τα κτίρια να συνδέονται με αυτό για την ενεργειακή κάλυψη των αναγκών θέρμανσής τους. Καθαυτή η εγκατάσταση καυστήρων θα απαγορεύεται άνευ όρων και εξαιρέσεων από 1 Ιανουαρίου του 2025. Η χρήση των καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης θα επιτρέπεται έως την 31η Δεκεμβρίου του 2029.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις καινούριες κατασκευές επαγγελματικών χώρων, δεδομένης και της έντονης κινητικότητας στον κλάδο της οικοδομής το τελευταίο διάστημα, παρουσιάζει η οικεία διάταξη του κλιματικού νόμου για τα λεγόμενα «ειδικά κτίρια» με εμβαδόν κάλυψης άνω των 500 τ.μ.
Ως ειδικά κτίρια ορίζονται από τον οικοδομικό κανονισμό του 2012 κτίσματα με κύρια χρήση που δεν αφορά κατοίκηση (σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής επιφάνειας δόμησής τους) και δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως τουριστικά καταλύματα ή σημεία θρησκευτικής λατρείας. Για τα κτίρια αυτής της κατηγορίας, και συγκεκριμένα όσων οι οικοδομικές άδειες υποβάλλονται από την 1 Ιανουαρίου του 2023, καθίσταται υποχρεωτική η τοποθέτηση συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά ή θερμικά ηλιακά συστήματα, σε ποσοστό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 30% της κάλυψης.
Με τον κλιματικό νόμο οι επιχειρήσεις υποχρεούνται στην υποβολή ετήσιας έκθεσης σχετικά με το ανθρακικό τους αποτύπωμα, τις εθελοντικές δράσεις, τους στόχους κ.ο.κ. για τη μείωση των εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα. Οι επιχειρήσεις -ή τα νομικά πρόσωπα- που δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη υποχρέωση είναι:
1) εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, 2) πιστωτικά ιδρύματα, 3) ασφαλιστικές, 4) επενδυτικές, 5) σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, 6) ύδρευσης και αποχέτευσης, 7) ταχυμεταφορών, 8) παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, 9) αλυσίδες καταστημάτων λιανεμπορίου με προσωπικό άνω των 500 εργαζομένων, και 10) παροχής υπηρεσιών εφοδιασμού.
Οι εταιρείες όλων αυτών των κατηγοριών θα πρέπει έως την 31η Μαρτίου του 2023 να υποβάλουν στη δημόσια προσβάσιμη ηλεκτρονική βάση δεδομένων του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) την έκθεση σχετικά με το ανθρακικό τους αποτύπωμα για το 2022.
Επίσης, για τα έργα και τις δραστηριότητες που εκ φύσεώς τους αυξάνουν τις πιθανότητες επιβάρυνσης του περιβάλλοντος (π.χ. βιομηχανίες, πτηνοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, υδατοκαλλιέργειες κ.λπ.), υποχρεούνται έως το 2030 να έχουν περιορίσει τις εκπομπές ρύπων τουλάχιστον κατά 30% σε σχέση με το 2022. Από την 1η Ιανουαρίου του 2023 οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τις εν λόγω μονάδες θα πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικά μια ποσοτική εκτίμηση των εκπεμπόμενων ρύπων που προέρχονται από τη λειτουργία του έργου ή της εκάστοτε δραστηριότητας, καθώς και αναφορά στον ενδεικτικό ρυθμό ετήσιας μείωσής τους.
Και από την 1η Ιανουαρίου του 2025 ο κλιματικός νόμος απαιτεί την υποβολή έκθεσης προς την αρμόδια για την περιβαλλοντική αδειοδότηση αρχή, προκειμένου να αποτυπωθεί ο τρόπος συμμόρφωσης με τον στόχο μείωσης των ρύπων. Μάλιστα, σε περίπτωση μη έγκαιρης υποβολής της έκθεσης, επιβάλλονται κυρώσεις, πρόστιμο 100 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης κ.ά. Ενώ σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου μείωσης των εκπομπών, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο αναλογικό της απόκλισης από τον στόχο, το οποίο όμως δεν υπερβαίνει το 0,5% των ετήσιων εσόδων της εταιρείας.
Νέοι θεσμοί
Πέραν των επιμέρους διατάξεων για κάθε κλάδο δραστηριότητας, ο κλιματικός νόμος περιλαμβάνει άρθρα για την ίδρυση εποπτικών οργάνων, ώστε η εφαρμογή της πολιτικής να αποκτήσει στέρεη θεσμική θεμελίωση και να μην υπονομευτεί στην πράξη από την έλλειψη του αναγκαίου μηχανισμού υλοποίησης και ελέγχου. Γι’ αυτό προβλέπεται η σύσταση του Εθνικού Παρατηρητηρίου για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, υπό την αιγίδα του νεοσύστατου υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Στο Παρατηρητήριο συμμετέχουν επίσης τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, όπως και άλλοι ερευνητικοί, πανεπιστημιακοί και δημόσιοι φορείς.
Συγκροτούνται επίσης Κυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Ουδετερότητα και Εθνικό Συμβούλιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Το δεύτερο θα έχει τον ρόλο του κεντρικού γνωμοδοτικού οργάνου του κράτους για τον συντονισμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των δράσεων πολιτικής για την προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα. Παράλληλα, η Διεύθυνση Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε συνεργασία με το αρμόδιο όργανο του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, όπως και τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, θα δημοσιεύει ετήσια έκθεση προόδου σε θέματα μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, με δείκτες όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, συνολικά και ανά τομέα.
Οικολογική Ελλάδα
Σε μια προσπάθεια να συνοψίσει τη σημασία των τομών που εισάγει ο κλιματικός νόμος, η γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, τονίζει: «Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι η Ελλάδα αποκτά κλιματικό νόμο και εντάσσεται στον όμιλο των 12 χωρών της Ε.Ε. οι οποίες έχουν ήδη θεσπίσει αντίστοιχη νομοθεσία, παρόλο που αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, υστερούν σε αυτό τον τομέα. Περαιτέρω, κάτι εξίσου σημαντικό είναι ότι με τον κλιματικό νόμο η χώρα μας εναρμονίζεται με την πολιτική της Ε.Ε. που αποσκοπεί στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Γι’ αυτό θέτουμε ως στόχο τη μείωση κατά 55% έως το 2030 και κατά 80% έως το 2040 -σε σχέση με το 1990- των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου».
Η κυρία Σδούκου επισημαίνει περαιτέρω ότι ο νέος νόμος εισάγει ένα ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης της πορείας επίτευξης των στόχων για την προστασία του περιβάλλοντος. Ο δε επιμερισμός των βαρών στους εξειδικευμένους τομείς έχει σχεδιαστεί ώστε να συντελείται μέσω της κατάρτισης τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα πενταετούς διάρκειας. Επίσης, προβλέπονται μέτρα για τη διάδοση της ηλεκτροκίνησης, τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων και τους βιομηχανικούς ρύπους.
Πέραν αυτών, η γ.γ. Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών θεωρεί ότι «ο κλιματικός νόμος αποτελεί το επιστέγασμα της πολιτικής της κυβέρνησης για την κλιματική αλλαγή. Διότι με αυτόν αναδεικνύουμε πλέον πολιτικά το ζήτημα του κλίματος θεσπίζοντας διαδικασίες διακυβέρνησης που εμπλέκουν συστηματικά το Εθνικό Κοινοβούλιο. Και κατ’ αυτό τον τρόπο εμπλέκουμε την ελληνική κοινωνία γενικότερα, όχι μόνο το πολιτικό σύστημα της χώρας, στην κλιματική διακυβέρνηση και αυξάνουμε την ευαισθητοποίηση των πολιτών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, η επιτάχυνση της απανθρακοποίησης αμβλύνει την εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και οδηγεί στη μεσοπρόθεσμη μείωση του ενεργειακού κόστους. Θεσπίζουμε έναν οδικό χάρτη για τη μετάβαση της κοινωνίας και της οικονομίας στην κλιματική ουδετερότητα, αυξάνοντας την προβλεψιμότητα του οικονομικού περιβάλλοντος, συντελώντας στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και σταθερότητας στην αγορά.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την προσέλκυση επενδύσεων, ιδίως στους τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, της αποθήκευσης ενέργειας, της διείσδυσης του πράσινου υδρογόνου κ.λπ. Αν εξετάσετε προσεκτικά τις διατάξεις του κλιματικού νόμου, θα παρατηρήσετε ότι κινητοποιούμε όλους τους τομείς της οικονομίας και της διοίκησης στον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, επιταχύνοντας τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομική δραστηριότητα. Πέρα από οποιαδήποτε άλλη θετική συνέπεια, η αυξημένη και συστηματική μέριμνα για το περιβάλλον δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης. Σε διεθνές επίπεδο, οραματιζόμαστε την Ελλάδα πρωτοπόρα σε ό,τι αφορά την υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας».