Ίσως αρκετοί αναρωτιούνται γιατί οι ηγέτες των χωρών του πλανήτη και πρωτίστως των πιο ισχυρών, δεν προχωρούν με πιο αποφασιστικά βήματα στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ειδικά από τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα (και μάλλον γρήγορα) θα χειροτερέψει τις ζωές όλων και όχι ορισμένων και ενώ οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι είμαστε μια ανάσα από το σημείο μη επιστροφής.
Η απάντηση είναι απλή, όσο κι αν κάνει πολλούς να δυσφορούν: Για μια ακόμη φορά, η αιτία βρίσκεται στα ανταγωνιστικά οικονομικά συμφέροντα ανάμεσα στα διάφορα κράτη και μπλοκ κρατών.
Ας αναλογιστούμε το εξής. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και τις σχετικές αναλύσεις, σε διεθνές επίπεδο δαπανήθηκαν πέρυσι σχεδόν 15 τρισ. δολάρια για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19. Δικαίως, θα πει κανείς, μιας και τα τεράστια ποσά κρίθηκαν απολύτως αναγκαία για να μην συντριβεί ο κόσμος στον πόλεμο απέναντι στον «άγνωστο και αόρατο εχθρό» που τον απειλούσε.
Πανδημία και κλίμα
Άλλο τόσο αλήθεια είναι, όμως, ότι παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας ακόμη μεγάλος πόλεμος και μάλιστα πολύ πιο σοβαρός – ειδικά καθώς γι’ αυτόν δεν υπάρχουν εμβόλια και φάρμακα. Πρόκειται για ένα πόλεμο που όχι απλώς προκαλεί πολύ περισσότερους νεκρούς από τον κορονοϊό, αλλά έχει να κάνει με το ίδιο το μέλλον του πλανήτη και της ανθρωπότητας, καθώς τους απειλεί με αφανισμό.
Κι όμως. Ενώ οι ηγέτες και οι κυβερνήσεις δείχνουν να συμφωνούν φραστικά σε αυτό – εξάλλου, στον Λευκό Οίκο δεν βρίσκεται πλέον ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έκανε λόγο για… παγκόσμια συνωμοσία – στην πράξη αποδεικνύονται απρόθυμοι και ανεπαρκής, ενώ διαθέτουν πολύ πιο λίγα χρήματα.
Ο «κουμπαράς» των 100 δισ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο «κουμπαράς» των 100 δισ. ετησίως που έχουν υποσχεθεί οι πλουσιότερες χώρες στις πιο φτωχές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις άμεσες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, αλλά και να προχωρήσουν όσο πιο ομαλά γίνεται τη διαδικασία της μετάβασης στην «πράσινη εποχή».
Παρά το γεγονός ότι το ποσό αυτό θεωρείται απολύτως ανεπαρκές – ο ΟΗΕ κάνει λόγο για ανάγκες που ανέρχονται σε τουλάχιστον 300 δισ. ετησίως – ακόμη δεν έχει διασφαλιστεί. Μάλιστα, οι πληροφορίες ενόψει της COP26 ανέφεραν ότι το κοινό ανακοινωθέν προβλέπει ότι θα είναι διαθέσιμο το 2023, καθώς οι προτεραιότητες των «εχόντων» (τουλάχιστον των πιο πολλών εξ’ αυτών) φαίνεται πως είναι διαφορετικές.
Αντάρτικο στις ΗΠΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για του λόγου το αληθές, οι οποίες παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, το μόνο που έχουν κάνει είναι να δεσμευτούν για διπλασιασμό της εισφοράς τους στον εν λόγω «κουμπαρά», ώστε να φτάσει στα 11,4 δισ. δολάρια ετησίως ως το 2024. Καθώς όμως το ΑΕΠ τους αναλογεί σε πάνω από το 20% του αντίστοιχου παγκόσμιου, είναι φανερό πως η εισφορά υπολείπεται σημαντικά – είναι σχεδόν η μισή – του μεριδίου που θεωρητικά τους αναλογεί.
Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί συμβαίνει αυτό. Μια ματιά στις πρόσφατες εξελίξεις εντός ΗΠΑ, άλλωστε, δείχνει ότι η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν – ακόμη και αν δεχθούμε ότι έχει τις καλύτερες προθέσεις – τρώει την μία… πόρτα μετά την άλλη στο Κογκρέσο προσπαθώντας να περάσει την «πράσινη» ατζέντα της και τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη χρηματοδότησή της. Όχι μόνο δε εξαιτίας των διαφωνιών από τους «τραμπιστές» Ρεπουμπλικάνους, αλλά και λόγω της διαφωνίας και ορισμένων Δημοκρατικών γερουσιαστών και βουλευτών.
Η Κίνα και ο άνθρακας
Την ίδια στιγμή, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, η Κίνα, έχει κάνει τις δικές της ιεραρχήσεις. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι το τελευταίο διάστημα έχει κάνει στροφή στα ορυκτά καύσιμα προκειμένου να καλύψει τη «δίψα» της για ενέργεια και να μην απειληθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, η παραγωγή και οι εξαγωγές που γεμίζουν με χρήμα τα ταμεία της.
Έτσι – όπως αποδεικνύει και η επιλογή του Σι Τζινπίνγκ να μην συμμετέχει δια ζώσης ούτε στην G20 ούτε στην COP26 – το τελευταίο που μοιάζει να την απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι η μείωση των εκπομπών διοξειδίου και άλλων «αερίων του θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα. Πολύ δε περισσότερο να παράσχει βοήθεια στις πιο φτωχές χώρες για να διευκολύνει τη στροφή τους προς την «πράσινη οικονομία».
Θα ρωτήσουν, βεβαίως, κάποιοι: Ναι, αλλά δεν ισχύει ότι το νέο οικονομικό μοντέλο αντιπροσωπεύει, εκτός των άλλων, και μια μεγάλη ευκαιρία για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές; Ένα νέο και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτο πεδίο κερδοφορίας γι’ αυτούς;
Οι κρίσιμες δεκαετίες
Εύκολο και δικαιολογημένο το ερώτημα. Μόνο που όσοι το θέτουν, πρέπει να λάβουν υπόψη τους πως ανάμεσα στα μοντέλα του σήμερα και του αύριο μεσολαβεί ένα κρίσιμο διάστημα – δύο-τριών δεκαετιών, όπως φαίνεται – που θα κρίνει και τους συσχετισμούς στη νέα εποχή της παγκόσμιας οικονομίας.
Σε αυτό ακριβώς το διάστημα, οι πάντες προσπαθούν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που διαθέτουν, για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μιας και αυτή είναι η πρώτη τους έννοια και όχι (δυστυχώς) η σωτηρία του πλανήτη. Ακόμη και η ΕΕ, η οποία είναι αλήθεια πως πρωτοπορεί στη μετάβαση προς την «πράσινη εποχή», καθώς το κάνει επειδή γνωρίζει ότι μπορεί να αποτελέσει το δυνατό της χαρτί έναντι των Αμερικανών και των Κινέζων.
Είναι η οικονομία, ηλίθιοι! Τόσο απλά.