Ίσως οι Λουδίτες είχαν δίκιο.
Ήταν άξιοι και περιζήτητοι τεχνίτες και η δουλειά τους αναγνωρίζονταν από όλους. Όταν πολλοί από τους πελάτες και εργοδότες τους άρχισαν να στρέφονται στις πιο φθηνές λύσεις των μηχανών, επιχείρησαν να βρουν μια θέση για τον εαυτό τους στο νέο περιβάλλον, όμως δεν τα κατάφεραν. Κάθε προσπάθεια να πετύχουν ευνοϊκούς όρους εργασίας έπεφτε στον τοίχο της άρνησης των παλιών τους συνεργατών που διαπίστωναν πως οι μηχανές και οι απείρως φθηνότεροι χειριστές τους μπορούσαν να παράγουν περισσότερα με χαμηλότερο κόστος.
Μην έχοντας άλλη διέξοδο, εξεγέρθηκαν. Για μερικά χρόνια πραγματοποιούσαν επιδρομές σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και κατέστρεφαν τον εξοπλισμό, με την ελπίδα πως δια της βίας θα πετύχαιναν όσα δεν μπόρεσαν να πετύχουν με τον διάλογο. Απέτυχαν και ηττήθηκαν και επειδή την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, οι Λουδίτες έμειναν στην Ιστορία ως το συνώνυμο του τεχνοφοβικού. Βεβαίως πρόκειται για μια στρέβλωση την οποία τα τελευταία χρόνια επιχειρεί να αποκαταστήσει η ιστοριογραφία.
Διακόσια χρόνια μετά, η εκμάθηση των μηχανών και η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο, που όπως εκείνο των αρχών του 19ου αιώνα, υπόσχεται περισσότερα αποτελέσματα με μικρότερο κόπο. Όμως τα ερωτήματα που πλανώνται δεν φαίνεται να έχουν δύσκολες απαντήσεις.
“Αν οι αυτοματισμοί, τα ρομπότ και οι μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους σε μια εξελικτική πορεία πάρουν τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων, τι θα κάνουν οι τελευταίοι;”
Δεν θα πρόκειται μόνο για κλωστοϋφαντουργούς ή άλλες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ειδικότητες, όπως ίσχυε στη Βρετανία των Λουδδιτών, αλλά για εκατομμύρια εργαζόμενους από ένα ευρύ φάσμα της οικονομίας και από ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων.
Μπορεί να είναι εύκολο να γράψεις την Ιστορία όταν έχεις απέναντί σου μια επαγγελματική ομάδα και να την χαρακτηρίσεις ως βαρίδι στην πρόοδο, αλλά δεν μπορείς να πράξεις το ίδιο σε ένα σύγχρονο περιβάλλον όπου ο χειριστής του εκσκαφέα, ο οδηγός του φορτηγού, ο μετεωρολόγος, ο μαθηματικός και ο γιατρός νιώθουν τον φόβο της ανεργίας.
Μια ωραία ιδέα
Η ιδέα του ενιαίου βασικού εισοδήματος (ΕΒΕ) εμφανίστηκε μετ’ επιτάσεως τα τελευταία χρόνια και συζητήθηκε (και) στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2020. Η ιδέα είναι σχετικώς απλή, καθώς προβλέπει τη διανομή ενός χρηματικού ποσού σε όλους τους κατοίκους της χώρας, χωρίς καμία ουσιαστική προϋπόθεση. Ωραίο ακούγεται στη θεωρία, στην πράξη όμως;
Το πείραμα και οι διαφορετικές του αναγνώσεις
Το 2018 η Φινλανδία αποφάσισε να διεξάγει ένα πείραμα με επίκεντρο το ΕΒΕ, δίνοντας σε 2.000 πολίτες της -που ήταν όλοι τους άνεργοι τη στιγμή που επελέγησαν για το συγκεκριμένο πείραμα- από 560 ευρώ τον μήνα στον καθένα. Δύο χρόνια μετά, ήρθε η στιγμή της αξιολόγησης και τα αποτελέσματα φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά, όπως διαπιστώνει και η McKinsey σε σχετική μελέτη της. Το πρώτο όφελος που καταγράφηκε αφορούσε στη μικρή αύξηση της απασχόλησης, καθώς η χορήγηση του ΕΒΕ φαίνεται πως κινητοποιούσε τους δικαιούχους στην εξεύρεση εργασίας. Αυτό όμως ίσως να μην ήταν το σημαντικότερο.
Οι αποδέκτες του ΕΒΕ εμφανίζονταν με υψηλά ποσοστά ικανοποίησης από τη ζωή τους, ενώ καταγράφηκε επίσης η αύξηση της εμπιστοσύνης τους προς τους θεσμούς και τις δομές της χώρας τους. Η McKinsey σπεύδει να υπογραμμίσει τη στενή διασύνδεση της εμπιστοσύνης με την αύξηση του εισοδήματος και του βαθμού ικανοποίησης από τη ζωή.
Ωστόσο στην προκαταρκτική του έρευνα το 2019 το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Φινλανδίας είχε καταγράψει μεν έναν θετικό αντίκτυπο στην υγεία των συμμετεχόντων, αλλά όχι και στην απασχόληση. Την αδυναμία του ΕΒΕ να λειτουργήσει ενισχυτικά στην απασχόληση κατέγραψε και το Business Insider σε σχετικό του ρεπορτάζ, από το οποίο προκύπτει και μία -μάλλον δυσεξήγητη- πίεση του γραφείου του πρωθυπουργού της Φινλανδίας να προχωρήσει το πείραμα. Πιο γλαφυρά, ίσως, αναφέρθηκε στο θέμα το BBC (επίσης έναν χρόνο μετά την έναρξη του πειράματος), κάνοντας λόγο για τη δοκιμή που «άφησε τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένους αλλά άνεργους» .
Ενιαίο Βασικό Εισόδημα = φόροι;
Θυμίζοντας πως ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις, οι επικριτές του ΕΒΕ σχολιάζουν πως ένα από τα πιθανά του μειονεκτήματα είναι πως μπορεί να ενθαρρύνει την εργοδοτική αυθαιρεσία. Εάν όλοι είναι δικαιούχοι του ΕΒΕ κάποιοι εργοδότες μπορεί να ασκούν πίεση στους πιο αδύναμους εργαζόμενούς τους χωρίς να τους καταβάλουν τη δίκαιη αμοιβή.
Ένα άλλο ζήτημα που θέτουν έχει να κάνει με το ποιος θα χρηματοδοτήσει το ΕΒΕ. Αν χρειαστεί αύξηση των φόρων, λένε, τότε θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό, αλλά ίσως το θέμα της φορολόγησης στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης να είναι πολύ πιο σύνθετο και να μην αφορά μόνο θέματα χρηματοδότησης κοινωνικών προγραμμάτων. Άλλωστε το αν τα ρομπότ θα έχουν ΑΦΜ είναι μια συζήτηση που έχει μόλις ξεκινήσει. Θέτουν επίσης θέματα ηθικής, όπως ότι η καθιέρωση του ΕΒΕ είναι σαν να δίνεις ένα ψάρι σε έναν πεινασμένο, ενώ θα μπορούσες να τον μάθεις να ψαρεύει. Οι επικριτές των… επικριτών του ΕΒΕ ανταπαντούν σχολιάζοντας τι γίνεται στην περίπτωση που δεν υπάρχουν ψάρια στο ποτάμι (ή στην περίπτωση που όλα τα ψάρια τα έχει μαζέψει ένας ψαράς-ρομπότ λίγα μέτρα πιο πάνω).
(Κάτι σαν) ΕΒΕ στον αμερικανικό Βορρά
Το ενδιαφέρον είναι πως ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το κοινωνικό κράτος είναι σχετικώς περιορισμένο, τουλάχιστον συγκρινόμενο με τον ευρωπαϊκό βορρά, υπάρχουν εδώ και χρόνια περιπτώσεις ΕΒΕ που δεν προκαλούν οργή ή ανησυχίες. Στην Πολιτεία της Αλάσκα λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ένα επενδυτικό ταμείο που ελέγχεται από την ίδια την Πολιτεία και το οποίο διανέμει στους κατοίκους ένα ποσό με τη μορφή μερίσματος, το οποίο προκύπτει από την εξόρυξη των πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Το Alaska Permanent Fund διένειμε 2.072 δολάρια ανά κάτοικο το 2015, ενώ το 2020 (προφανώς λόγω της κάθετης πτώσης των τιμών του πετρελαίου) έπεσε στα 992 δολάρια. Δεν πρόκειται βεβαίως για ΕΒΕ με τη μορφή ενός μηνιαίου ποσού αλλά για ένα είδος συμμετοχής στα κέρδη από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
Και εμείς;
Στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια είδαμε να εφαρμόζεται η λογική του κοινωνικού μερίσματος αλλά σε περιορισμένο αριθμό δικαιούχων. Ίσως η πρόταση που πλησιάζει πλησιέστερα σε αυτή του ΕΒΕ ήταν εκείνη που είχε διατυπώσει πριν από μία δεκαετία (και έκτοτε επαναφέρει συχνά) ο Στέφανος Μάνος για την κατάργηση όλων των διαφορετικών συστημάτων συνταξιοδότησης και την καταβολή ενιαίας σύνταξης 700 ευρώ σε όλους, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο βετεράνος Έλληνας πολιτικός δεν ήταν ο μόνος που μιλούσε για μια ενιαία βασική σύνταξη (ή για ΕΒΕ συνταξιούχων). Τους δρόμους προς μια ενιαία βασική σύνταξη στην Ελλάδα εξέτασαν σε μελέτη τους οι Μάνος Ματσαγκάνης και Χρύσα Λεβέντη που σημείωσαν χαρακτηριστικά πως η πορεία προς ένα βασικό εισόδημα «είναι πιθανό να είναι σταδιακή και άνιση. Υπάρχουν φορές που οι τροχοί της Ιστορίας γυρίζουν πολύ αργά, και άλλες που αντίθετα φαίνεται να περιστρέφονται σχεδόν εκτός ελέγχου. Οι ιδέες για το βασικό εισόδημα μπορεί για πολλά χρόνια να απορρίπτονται ως ουτοπικές ή ανάξιες σοβαρής εξέτασης. Στη συνέχεια, ξαφνικά και απρόβλεπτα, η ισχύς τους μπορεί να φαίνεται αδιαμφισβήτητη».
Η συζήτηση για την ΕΒΕ έχει ανοίξει για τα καλά και ο τεχνολογικός παράγοντας την κάνει όλο και πιο έντονη. Η τεχνητή νοημοσύνη και η επέλαση των αυτοματισμών τα επόμενα χρόνια απειλεί κλασικές δομές απασχόλησης και, ως είθισται με τα τεχνολογικά κύματα που συνηθίζουμε να ονομάζουμε Βιομηχανικές Επαναστάσεις, δημιουργούν αναταραχές στην εργασία. Αν το ΕΒΕ αποτελέσει μία προσέγγιση για να αποφευχθεί μια γενικευμένη εξέγερση νέο-Λουδιτών είναι βέβαιο πως θα υιοθετηθεί, ωστόσο το κατά πόσο το μέτρο θα εφαρμοστεί προληπτικά ή όχι, μένει να φανεί…