Υπήρχε ζωή και πριν από το Google; Για την Generation Ζ, πάντως, όχι. Τους λένε Zoomers, γενιά του TikTok ή και παιδιά του κορονοϊού και είναι όσοι γεννήθηκαν από το 1996 έως το 2016. Για την ακρίβεια, λοιπόν, οι μεγαλύτεροι από αυτούς ήταν μόλις δύο ετών όταν ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν ίδρυσαν την Google σε ένα γκαράζ του Μένλο Παρκ στην Καλιφόρνια. Γι’ αυτό και οι Zoomers είναι γέννημα-θρέμμα του διαδικτύου, «digital natives» όπως χαρακτηρίζονται, αφού ο κόσμος πριν από την εποχή των smartphones είναι γι’ αυτούς σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η γενιά Z θεωρεί την τεχνολογία αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, προέκταση του εαυτού της. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το 58% από όσους ανήκουν σε αυτή τη γενιά δηλώνουν ότι δεν αντέχουν περισσότερες από τέσσερις ώρες χωρίς Internet. Έρευνες έχουν δείξει ότι εννέα στους δέκα Zoomers θεωρούν αποδεκτό να χρησιμοποιούν το τηλέφωνό τους ακόμα και μέσα στο μπάνιο.
Κάθε ένας από αυτούς θα περάσει σχεδόν έξι χρόνια της ζωής του στα social media, αφού αυτή η δραστηριότητα απορροφά περισσότερο χρόνο από ό,τι το φαγητό, το διάβασμα και η κοινωνικοποίηση μαζί. Σε μια γενιά που είναι πάντα online, οι τέσσερις στους δέκα 16άρηδες παραδέχονται ότι προτιμούν να βρίσκονται με τους φίλους τους μέσω κάποιας συσκευής παρά από κοντά. Αλλά και όταν βρεθούν στον ίδιο χώρο, τουλάχιστον οι μισοί ομολογούν ότι αυτό που κάνουν είναι να κάθονται σιωπηλοί, καθώς ο καθένας κοιτάζει την οθόνη του κινητού του. Οι Zoomers περνούν τόσο πολύ χρόνο σκρολάροντας, ώστε αυτό επηρεάζει πλέον την ίδια τους τη φύση. Έχει διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι οι φοιτητές της Ιατρικής σήμερα δυσκολεύονται με τα ράμματα, αφού δεν έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν τα χέρια τους στην καθημερινότητα, παρά κυρίως για να χειριστούν τη δισδιάστατη οθόνη.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ MILLENNIALS
Οι μελέτες δείχνουν ότι οι γενιές καθορίζονται από τις κοινές εμπειρίες που μοιράζονται κατά τη διάρκεια των κρίσιμων, διαπλαστικών χρόνων της ζωής τους. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, η Generation Z είναι σίγουρα η γενιά του TikTok. Εγκλωβισμένοι μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους και με άπλετο χρόνο στα χέρια τους, οι «quaranteens», όπως αλλιώς έχουν χαρακτηριστεί, δέθηκαν μεταξύ τους –έστω και ψηφιακά– όσο καμία άλλη γενιά τις τελευταίες δεκαετίες και το έκαναν σε μεγάλο βαθμό μέσω του TikTok. Η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης με τα σαχλά βιντεάκια των 15 δευτερολέπτων έκανε έτσι κι αλλιώς θραύση στα σχολεία και πριν χτυπήσει ο κορωνοϊός. Όμως έως τον Σεπτέμβριο του 2020 είχε γιγαντωθεί κατά 75%. Σήμερα, μετρά 1 δισεκατομμύριο χρήστες τον μήνα σε όλο τον κόσμο, με το 60% εξ αυτών να ανήκει στη γενιά Ζ.
Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή τη γενιά δεν ταιριάζουν η σκηνοθετημένη τελειότητα, η φιλτραρισμένη αισθητική και το millennial pink του Instagram – το χρώμα-σήμα κατατεθέν της προηγούμενης γενιάς. Την ώρα που οι Millennials συνειδητοποιούν ότι η εμμονή τους να παρουσιάζουν μια εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού τους στο Instagram απειλεί την ψυχική τους υγεία, οι Zoomers δεν φοβούνται να αγκαλιάσουν την ωμή αυθεντικότητα του TikTok, έστω κι αν συχνά είναι σχεδόν ντροπιαστική (ή «cringy», όπως οι ίδιοι συνηθίζουν να λένε). Χορεύουν, τραγουδούν, κάνουν αστεία, απαλλαγμένοι από το άγχος της τέλειας πόζας, του ιδανικού φωτισμού και της αψεγάδιαστης εικόνας που πλέον κατατρέχει τους χρήστες του Instagram.
Κάπως έτσι, η Generation Z βγαίνει από την πανδημία ως η «it» γενιά και το TikTok γίνεται η πλατφόρμα όπου γεννιούνται οι επόμενες τάσεις της εποχής. Οι Zoomers ανοίγουν πόλεμο με τους Millennials στα social media και κοροϊδεύουν την εμμονή τους με τα αβοκάντο τοστ, τα skinny jeans και τα μαλλιά με χωρίστρα στο πλάι. Όταν η γενιά αυτή προτιμά φαρδιά τζιν, φορά νέον χρώματα και αναβιώνει τις τάσεις των ’90s, η βιομηχανία της μόδας δίνει την προσοχή της.
ΤΟ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΤΩΝ ZOOMERS
Η αλήθεια είναι ότι οι Zoomers δεν έχουν ακόμα μεγάλη αγοραστική δύναμη στα χέρια τους. Σίγουρα, υπάρχουν κάποιοι ανάμεσά τους που κρύβουν ένα εκατομμύριο δολάρια σε bitcoin στο ψηφιακό «πορτοφόλι» τους, όμως, ακόμα και αυτοί είναι σαν όλους τους άλλους. Δηλαδή δεν έχουν παρά 50 δολάρια στον τραπεζικό τους λογαριασμό.
Ωστόσο, η Generation Z είναι μια οικονομική υπερδύναμη εν αναμονή, έστω κι αν ο κορωνοϊός τής κόστισε ακριβά. Η γενιά που επρόκειτο να είναι η πιο μορφωμένη από όσες έχουν περάσει από αυτόν τον πλανήτη κλείστηκε για μήνες στο σπίτι της, χάνοντας τα μαθήματα του σχολείου, τις παραδόσεις στα φοιτητικά έδρανα ή την πρώτη της δουλειά. Γι’ αυτό και υπολογίζεται ότι τα παιδιά της καραντίνας θα βγάλουν 10 τρισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, εξαιτίας των όσων έχασαν στα lockdowns του κορωνοϊού.
Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που οι μεγαλύτεροι από τους Zoomers μπαίνουν στην αγορά εργασίας, η Bank of America υπολογίζει ότι τα εισοδήματα της γενιάς αυτής θα πενταπλασιαστούν έως το 2030 και θα φτάσουν στα 33 τρισεκατομμύρια δολάρια. Έναν χρόνο αργότερα, οι Zoomers θα έχουν γίνει σημαντικότεροι για την παγκόσμια οικονομία από τους Millennials. H καταναλωτική τους δύναμη θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο όταν θα έρθει η ώρα να κληρονομήσουν τις περιουσίες των προηγούμενων γενεών σε αυτό που οι οικονομολόγοι έχουν ονομάσει «η μεγάλη μεταβίβαση του πλούτου». Οι Baby Boomers και οι εκπρόσωποι της Σιωπηρής Γενιάς έχουν συσσωρεύσει 78 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο στις ΗΠΑ. Και όλα αυτά θα ανήκουν μέσα στις επόμενες δεκαετίες στους σημερινούς εφήβους.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η αναζήτηση «πώς να πουλήσετε στην Generation Z» στο Google δίνει σχεδόν 280 εκατομμύρια αποτελέσματα, την ίδια στιγμή που τα αντίστοιχα αποτελέσματα για τη γενιά των Millennials δεν ξεπερνούν τα 44 εκατομμύρια. Τι θέλουν, λοιπόν, οι Zoomers για να ανοίξουν το πορτοφόλι τους;
ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΟΙ ΣΕ ΚΡΙΣΕΙΣ
Αυτά τα παιδιά βίωσαν τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που ακολούθησε στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού. Ήταν μικροί ακόμα, όμως είδαν τους γονείς τους να χάνουν εισοδήματα και δουλειές και κατάλαβαν ότι τα οικονομικά της οικογένειας πιέστηκαν. Αυτό τους έκανε πιο «σφιχτούς» στη διαχείριση των χρημάτων τους από τους Μillennials. Άλλωστε, αυτή η γενιά των ακτιβιστών, που μεγαλώνει με έντονη κοινωνική ευαισθησία και περιβαλλοντική συνείδηση, προσπαθεί να καταναλώνει υπεύθυνα. Απορρίπτει το κρέας σε μεγαλύτερο βαθμό από όλες τις προηγούμενες γενιές, δεν συνηθίζει να πίνει αλκοόλ και δεν ενδιαφέρεται και τόσο να αποκτήσει το δικό της αυτοκίνητο.
Κυρίως, η Generation Z είναι υποψιασμένη απέναντι στο περιβαλλοντικό αλλά και το κοινωνικό κόστος του fast fashion, γι’ αυτό και θεωρεί «cool» να αγοράζει ρούχα από δεύτερο χέρι (το Depop, όπου ο καθένας μπορεί να πουλήσει τα μεταχειρισμένα ρούχα του σε μια πλατφόρμα που μοιάζει με διασταύρωση ανάμεσα στο eBay και το Instagram, κάνει θραύση σε αυτές τις ηλικίες). Όμως, την ίδια στιγμή τα πενιχρά οικονομικά της τη σπρώχνουν στις εταιρείες που πουλάνε τις τελευταίες τάσεις της μόδας σε χαμηλές τιμές, όπως στην κινεζική εφαρμογή Shein, που προκαλεί «εθισμό» στα νεαρά κορίτσια και βάζει τα γυαλιά στις μεγάλες δυνάμεις του fast fashion, όπως είναι η Zara και η H&M.
ΤΟ TIFFANY ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΟΥΣ
Το βέβαιο είναι ότι όλα τα μεγάλα brands αγωνιούν να προσελκύσουν αυτή τη γενιά. Γι’ αυτό και μερικές φορές οδηγούνται σε ατοπήματα. Όπως στην περίπτωση του Tiffany, του θρυλικού brand κοσμημάτων με τα χαρακτηριστικά γαλάζια κουτάκια, που αποτελεί όνειρο των γυναικών από την εποχή που η Όντρεϊ Χέπμπορν έτρωγε το πρωινό της ως Χόλι Γκολάιτλι μπροστά από τη βιτρίνα του καταστήματος στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν. Μετά την πρόσφατη εξαγορά του από τον όμιλο της Louis Vuitton, LVMH, το brand έκανε μια μάλλον κραυγαλέα προσπάθεια να προσελκύσει ένα νεότερο κοινό, με μια διαφημιστική καμπάνια που απευθυνόταν ξεκάθαρα στους Zoomers. «Αυτό δεν είναι το Tiffany της μητέρας σου», έγραφε το σλόγκαν δίπλα σε νεαρά μοντέλα που φορούν όχι πια εκλεπτυσμένα διαμάντια με τις μακριές τουαλέτες τους, αλλά χοντρές ασημένιες αλυσίδες πάνω από τζιν και απλά άσπρα μπλουζάκια.
Η καμπάνια δεν άργησε να γυρίσει μπούμερανγκ, όταν το παραδοσιακό αγοραστικό κοινό του brand –που αποτελείται κυρίως από γυναίκες άνω των 40 και, βέβαια, μητέρες– προσβλήθηκε και στράφηκε στα social media για να το πει. «Το να “θάβεις” τους σημερινούς σου πελάτες δεν θα κάνει νέους πελάτες να σε αγαπήσουν», έγραψε μια γυναίκα στο Twitter. «Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν βγάζω αυτή τη στιγμή την Tiffany βέρα και το Tiffany δαχτυλίδι αρραβώνων μου είναι για να μην πληγώσω τον σύζυγό μου», έγραψε στο Instagram μια άλλη εξοργισμένη πελάτισσα, καθώς κάποιοι στη διαφημιστική βιομηχανία μιλούσαν για μία από τις χειρότερες καμπάνιες της χρονιάς.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ HOODIE
Άλλα brands, αντίθετα, φαίνεται ότι έχουν έναν πιο φυσικό τρόπο να προσεγγίσουν τους Zoomers. Όπως η αμερικανική μάρκα ρούχων Hollister, που απευθύνεται κυρίως σε εφήβους. Όταν στα πρώτα στάδια της πανδημίας η εταιρεία αναγκάστηκε να ακυρώσει τη φωτογράφιση της καμπάνιας της για την καλοκαιρινή σεζόν, η Hollister απευθύνθηκε στο κοινό της, καλώντας τους να φωτογραφηθούν μέσα στα σπίτια τους. Το επόμενο διάστημα, το site, τα social media και τα newsletters της Hollister γέμισαν με τις εικόνες καθημερινών εφήβων στη θέση των μοντέλων. Άλλωστε, οι Zoomers είναι πολύ καλοί στη δημιουργία περιεχομένου, αφού αυτό είναι κάτι που κάνουν από παιδιά.
Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, μπορούν ακόμα και να «αναστήσουν» ένα brand που βρίσκεται εκτός μόδας εδώ και 20 χρόνια. Το 1992, η Ναόμι Κάμπελ, η Σίντι Κρόφορντ, η Κλόντια Σίφερ και άλλα top models της εποχής φορούσαν τζιν από τα Gap στο εξώφυλλο του επετειακού τεύχους για τα 100 χρόνια της αμερικανικής Vogue. Ήταν η εποχή που στις διαφημίσεις της Gap πρωταγωνιστούσαν η Madonna και η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ και το brand μεσουρανούσε. Όμως έκτοτε, αυτό το όνομα, που γεννήθηκε το 1969 στο Σαν Φρανσίσκο, έπαψε να θεωρείται cool, με αποτέλεσμα η αλυσίδα να κλείνει εκατοντάδες από τα καταστήματά της στις ΗΠΑ. Ώσπου τον Σεπτέμβριο του 2020, η Έμα Τσάμπερλεϊν, μια 20χρονη YouTuber με 1,4 δισεκατομμύρια views, ανέβασε στον λογαριασμό της στο Instagram φωτογραφίες όπου φορούσε ένα λευκό μπικίνι και ένα σκούρο μπλε φούτερ με το λογότυπο της Gap.
Ξαφνικά, τα φούτερ της Gap έγιναν και πάλι cool. Το hashtag #GapHoodie μετρά πάνω από 7 εκατομμύρια views στο TikTok και το πιο περιζήτητο από όλα τα φούτερ της Gap, ένα καφέ που έχει σταματήσει να παράγεται από την εταιρεία εδώ και χρόνια, πιάνει έως και 300 δολάρια (δηλαδή πέντε φορές πάνω από την αρχική του τιμή όταν ήταν καινούργιο) στα σάιτ με ρούχα από δεύτερο χέρι. «Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι έχουμε δει τις επισκέψεις στην ιστοσελίδα μας να αυξάνονται από τον Ιανουάριο, δηλαδή την ίδια περίοδο που είδαμε το hashtag #GapHoodie πραγματικά να απογειώνεται», λέει στο Refinery29 η Μέρι Άλντερετ, επικεφαλής Μarketing της Gap. Και καθώς οι πωλήσεις των φούτερ της με το κλασικό λογότυπο αυξάνονται, η εταιρεία δεν θα μπορούσε να αφήσει μια τέτοια ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Από το καλοκαίρι κυκλοφορεί και πάλι το καφέ hoodie, το οποίο είχε εξαφανιστεί από τα καταστήματά της εδώ και περίπου 20 χρόνια.
ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ «ΟΚ BOOMER»;
Επισήμως, οι Μillennials είναι η πρώτη γενιά στην ιστορία που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της, όμως και η Generation Z έχει πολλούς λόγους να νιώθει αδικημένη. Οι Zoomers αισθάνονται ότι κληρονόμησαν έναν κατεστραμμένο πλανήτη και μια οικονομία όπου το «παιχνίδι» είναι εξαρχής στημένο σε βάρος τους: θα καταχρεωθούν για να σπουδάσουν, την ώρα που δεν τους περιμένει τίποτα καλύτερο από μια κακοπληρωμένη θέση εργασίας, μια οικονομία όπου τα πάντα κοστίζουν πανάκριβα και μια απλησίαστη γι’ αυτούς αγορά ακινήτων.
Η απάντηση που δίνουν πλέον σε όλα αυτά είναι το «OK Boomer». Η ψηφιακή εκδοχή του γνωστού «eye roll», εκείνου του απαξιωτικού βλέμματος που γνωρίζουν τόσο καλά όσοι γονείς έχουν παιδιά σε εφηβική ηλικία. Οι πρώτες αναφορές της φράσης εντοπίζονται το 2015 στην πλατφόρμα 4chan, όμως, εάν το «OK Boomer» έγινε viral, το χρωστά κυρίως στο TikTok και στο ομώνυμο τραγούδι του Peter Kuli. Το τραγούδι κατηγορεί τους Boomers, δηλαδή όσους γεννήθηκαν στο μεταπολεμικό baby boom, ότι είναι επικριτικοί, ρατσιστές και υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ. Για τους νεαρούς TikTokers, έγινε ένα «όχημα» για να εκφράσουν όλα όσα τους ενοχλούν στις μεγαλύτερες γενιές.
Το «OK Boomer» είναι η απάντηση της Generation Z απέναντι σε όλους εκείνους που δεν καταλαβαίνουν και δεν εγκρίνουν τον δικό τους τρόπο ζωής. Και είναι η απόδειξη ότι αυτός ο πόλεμος των γενεών έχει πλέον και πολιτικές διαστάσεις, όπως άλλωστε φάνηκε όταν η φράση «OK Boomer» ειπώθηκε από μια 25χρονη βουλευτή μέσα στο κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας, με αποδέκτη έναν έκπληκτο πολιτικό της αντίπαλο που διέκοψε τον λόγο της για την κλιματική αλλαγή.
Zoomers σε κατάθλιψη: η άλλη όψη
Παρότι πάντα online και connected, η Generation Z είναι μια γενιά μοναχική. Για την ακρίβεια, οι έρευνες δείχνουν ότι είναι η πιο μελαγχολική από όλες τις γενιές. Σύμφωνα με το Pew Research Center, το 70% των εφήβων παραδέχονται ότι το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν σοβαρά προβλήματα ανάμεσα στους συνομηλίκους τους. Και μόνο το 45% των εκπροσώπων της Generation Z θεωρούν ότι η πνευματική τους υγεία είναι καλή ή άριστη, δηλαδή ποσοστό κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με την πιο κοντινή γενιά, τους Millennials. Πώς έφτασαν οι Zoomers να βυθιστούν στην κατάθλιψη; Το γεγονός ότι ζουν την καθημερινότητά τους online δεν βοηθά. Αυτή η σύνδεση που έχουν προς τον έξω κόσμο μέσω της τεχνολογίας τους δημιουργεί έντονα συναισθήματα απομόνωσης. Η εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία τελικά σημαίνει ότι βομβαρδίζονται με τραγικές ειδήσεις από όλο τον κόσμο ή με άπιαστα πρότυπα από τα social media, με αποτέλεσμα η ψυχική τους υγεία να κλονίζεται. Και βέβαια, η πανδημία δεν θα μπορούσε παρά να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Οι Zoomers έχουν την ατυχία να ενηλικιώνονται σε μια περίοδο όπου το μέλλον μοιάζει αβέβαιο και τα σχέδιά τους στον αέρα. Στα θετικά της υπόθεσης, είναι η γενιά που σπάει τα ταμπού της πνευματικής υγείας, αφού οι Zoomers μιλούν ανοιχτά για τα προβλήματά τους και αναζητούν τη βοήθεια ψυχολόγων και άλλων ειδικών.
Οι Zoomers & οι άλλοι
Zoomer ήρωες
Οι μεγαλύτεροι από τους Zoomers κλείνουν φέτος τα 25 τους χρόνια, όμως αυτή η γενιά έχει ήδη τους δικούς της «σπουδαίους». Είναι, άλλωστε, η γενιά που σύμφωνα με κάποιους θα σώσει τον κόσμο. Ακτιβιστές από κούνια, χρησιμοποιούν τα social media όχι μόνο για να ποστάρουν selfies, αλλά και για να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί.
→ Γκρέτα Τούνμπεργκ, 18 ετών: Οι πολιτικοί τη φοβούνται και οι νέοι την ακολουθούν κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Η Γκρέτα βρίσκεται πίσω από το μεγαλύτερο κίνημα κατά της απραξίας των πολιτικών μπροστά στην κλιματική κρίση, καθώς οι απεργίες μαθητών τις οποίες ξεκίνησε το 2018 σε ηλικία 15 ετών επεκτάθηκαν σε όλο τον κόσμο. Έχοντας κερδίσει μια θέση ανάμεσα στις 100 προσωπικότητες του κόσμου με τη μεγαλύτερη επιρροή για το 2019 αλλά και πολυάριθμα βραβεία, η Γκρέτα προκάλεσε αίσθηση όταν μίλησε στον ΟΗΕ, απευθυνόμενη στους διεθνείς ηγέτες. «Όλα είναι λάθος. Δεν έπρεπε να είμαι εδώ, έπρεπε να βρίσκομαι στο σχολείο μου, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πώς τολμάτε; Μου κλέψατε τα όνειρά μου και την παιδική ηλικία μου με τα κενά λόγια σας».
→ Μπίλι Άιλις, 19 ετών: Κάθε γενιά έχει τη μουσική που χαρακτηρίζει την εποχή της. Η Generation Z έχει την Μπίλι Άιλις. Ξεκίνησε στα 13 της ανεβάζοντας το πρώτο της τραγούδι στο SoundCloud και έως τα 19 της χρόνια έχει τραγουδήσει στα Όσκαρ, έχει γράψει μουσική για τον Τζέιμς Μποντ και έχει σπάσει το ρεκόρ του νεότερου καλλιτέχνη που κερδίζει το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς. Με το δικό της, απόλυτα προσωπικό στιλ, έχει πάνω από 92 εκατομμύρια followers στο Instagram, αλλά και συμβόλαια με μεγάλα brands της μόδας.
→ Μαλάλα Γουσαφζάι, 24 ετών: «Πώς τολμούν οι Ταλιμπάν να μου στερούν το βασικό μου δικαίωμα στην εκπαίδευση;» έλεγε η Μαλάλα στην πακιστανική τηλεόραση. Ήταν μόλις 11 ετών όταν άρχισε να γράφει ανώνυμα ένα blog για το BBC, περιγράφοντας την επιθυμία της να πάει σχολείο. Στις 9 Οκτωβρίου του 2012, οι Ταλιμπάν την πυροβόλησαν τρεις φορές καθώς επέστρεφε στο σπίτι της με το σχολικό. Παρά την επίθεση και τις απειλές για τη ζωή της, συνέχισε να μάχεται για το δικαίωμα των κοριτσιών στη μόρφωση και το 2014 έγινε ο νεότερος κάτοχος Βραβείου Νόμπελ.
→ Κάιλι Τζένερ, 24 ετών: Η οικογένεια των Καρντάσιαν μπορεί να είναι «διάσημη γιατί είναι διάσημη», όμως η μικρότερη από τις αδερφές κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη διασημότητα για να γίνει εξώφυλλο στο περιοδικό Forbes, ως η νεότερη αυτοδημιούργητη δισεκατομμυριούχος του κόσμου. Βέβαια, χρειάστηκε ένα μικρό σκάνδαλο (τα σαρκώδη χείλη πάνω στα οποία χτίστηκε η επιχειρηματική αυτοκρατορία της με είδη μακιγιάζ ήταν τελικά το αποτέλεσμα αισθητικών επεμβάσεων) και λίγη δημιουργική λογιστική (το περιοδικό Forbes την κατηγόρησε ότι είπε ψέματα για τα εισοδήματά της και της αφαίρεσε τελικά τον τίτλο της δισεκατομμυριούχου), όμως η Κάιλι Τζένερ έγινε ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα της Gen Z.
→ Τσάρλι Ντ’ Αμέλιο, 17 ετών: Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε κορίτσι στο τέλος της εφηβείας, εάν δεν ήταν η βασίλισσα του TikTok. Ακόμα και η ίδια παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο έγινε τόσο διάσημη. Όμως η Τσάρλι είναι γνωστή ανάμεσα στους 125 εκατομμύρια followers της στο TikTok, και στους Zoomers γενικότερα, απλώς με το μικρό της όνομα. Τα βιντεάκια όπου χορεύει μέσα στο δωμάτιό της, μπροστά από ένα άστρωτο κρεβάτι και με ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, τη μετέτρεψαν στην ισχυρότερη influencer του TikTok και έστησαν μια βιομηχανία γύρω από το όνομά της. Η Ντ’ Αμέλιο έχει σήμερα το δικό της brand ρούχων σε συνεργασία με τη Hollister, ένα ριάλιτι για τη ζωή της και, σύμφωνα με τον εκπρόσωπό της, «τη δυνατότητα να βγάλει εκατομμύρια δολάρια φέτος».
→ Ναόμι Οσάκα, 23 ετών: Γεννημένη στην Ιαπωνία, από Γιαπωνέζα μητέρα και Αϊτινό πατέρα, η Οσάκα αναδεικνύεται σε πρότυπο της γενιάς Ζ όχι μόνο για τις επιτυχίες της στο τένις, αλλά και για την ειλικρίνειά της στα θέματα της ψυχικής υγείας. «Είμαι κόρη, είμαι αδερφή, φίλη και σύντροφος. Είμαι Ασιάτισσα, μαύρη και γυναίκα. Είμαι εξίσου κανονική με οποιοδήποτε 22χρονο. Απλώς τυχαίνει να είμαι καλή στο τένις», έγραψε πέρυσι σε άρθρο της στο περιοδικό Esquire. Αφότου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των διαμαρτυριών κατά της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ, η Οσάκα άνοιξε τη δημόσια συζήτηση για τα θέματα της ψυχικής υγείας, που ακόμα θεωρούνται ταμπού, όταν αποσύρθηκε από το French Open μιλώντας δημοσίως για τη μάχη της με την κατάθλιψη.
Μια Zoomer στο οικογενειακό τραπέζι
Όταν η 15χρονη ανιψιά σου σου ανοίγει τα μάτια για τη γενιά που ωρίμασε απότομα.
Kείμενο: Δημήτρης Ρηγόπουλος
Είναι Κυριακή μεσημέρι κι έχω πάρει θέση στο διευρυμένο οικογενειακό τραπέζι του μεγάλου μου αδελφού. Τα οικογενειακά τραπέζια δεν είναι ποτέ το καλύτερο σκηνικό για να ακουστούν «μεγάλες αλήθειες», στην Ελλάδα τουλάχιστον. Το αντίθετο, μάλλον: θέλεις να βυθιστείς σε ένα καθησυχαστικό πινγκ πονγκ ανταλλαγής ανώδυνων πληροφοριών για τις ζωές των συνδαιτυμόνων σου και να απολαύσεις ένα φαγητό της προκοπής: πώς περάσατε το σαββατόβραδο, αν είδατε τη νέα σεζόν του αγαπημένου σας σίριαλ, τα δύο κρούσματα στο σχολείο των παιδιών, ο ανεμβολίαστος μπακάλης της γειτονιάς και πάει λέγοντας.
Κάπως έτσι θα είχε εξελιχθεί και το δικό μας οικογενειακό τραπέζι, αν η 15χρονη ανιψιά μου δεν είχε όρεξη να μοιραστεί την εμπειρία της από το πρώτο σχολικό πάρτι εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, λόγω κορωνοϊού φυσικά· κι αν εμείς στο περιοδικό δεν ετοιμάζαμε cover story για τη γενιά της, την Generation Z.
Η Αλεξάνδρα φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξομολογητική διάθεση και, χωρίς να το θέλει, μου ανοίγει το ένα παράθυρο μετά το άλλο στο ανεξερεύνητο σύμπαν μιας γενιάς που με το ζόρι ήξερα το όνομά της. Ναι, είναι και η ίδια μια περήφανη Zoomer.
Λεπτό με το λεπτό, πρόταση με την πρόταση, μένω αρχικά άναυδος από το βάθος των παρατηρήσεων, τον απροκάλυπτο βαθμό της ειλικρίνειας. Όλα λέγονται με κάποια ελάχιστη απάθεια, σίγουρα χωρίς το παραμικρό ίχνος επιτήδευσης ή ναρκισσισμού. Προσπαθώ να θυμηθώ τον 15χρονο εαυτό μου στο αντίστοιχο οικογενειακό τραπέζι της δεκαετίας του ’80 και δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα. Η Αλεξάνδρα, πάντως, έχει πάρει φόρα και, ίσως επειδή είμαι κι εγώ μπροστά, ξεδιπλώνει ένα ιδιότυπο μανιφέστο για τη γενιά της. Έχω την αίσθηση ότι η ανάγκη της να την καταλάβουμε ξεπερνά τους τυχόν ενδοιασμούς της. Μιλάει πολύ προσωπικά, χωρίς όμως να γίνεται αυτοαναφορική. Όλοι κρεμόμαστε από τα χείλη της. Ακόμα κι αν προσποιούμαστε ότι είναι ένα ακόμα συνηθισμένο κυριακάτικο τραπέζι.
«We are not alone, but lonely»
Το πάρτι είναι μόνο η αφορμή. Σε λιγότερο από μισή ώρα θα μάθω για το μότο που πιστεύει ότι εκφράζει την ίδια και τη γενιά της (το λέει στα αγγλικά: «we are not alone, but lonely», δηλαδή «δεν είμαστε μόνοι, αλλά αισθανόμαστε μόνοι»), για τη σχέση αγάπης – μίσους με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την ανοιχτή πληγή του body shaming και τη λαίλαπα των διατροφικών διαταραχών («δεν έχω φίλο ή φίλη που να μην παλεύει με το θέμα», θα μου πει αργότερα) αλλά και της κατάθλιψης, που υποβόσκει σαν ένας ύπουλος, αόρατος εχθρός. Όταν τη ρωτάω να μου πει περισσότερα, αναφέρεται σε ένα «απροσδιόριστο βάρος με το οποίο μαθαίνεις να ζεις». Το TikTok, ενημερώνει τον αδαή θείο, «είναι γεμάτο από βιντεάκια με άτομα της ηλικίας μας που περιγράφουν παρόμοια συναισθήματα, κι αυτό είναι σημαντικό, υπάρχει μια αίσθηση αλληλοκατανόησης και αλληλεγγύης στη γενιά μας, δεν είσαι κάποιο δακτυλοδεικτούμενο ούφο». Εδώ βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την αντιφατική σχέση με τα social media: «Από τη μία σου δίνουν μια αίσθηση κοινότητας και από την άλλη σε βυθίζουν στο μαύρο πηγάδι της σύγκρισης όσον αφορά το σώμα σου, την εμφάνισή σου, το πώς αισθάνεσαι». Το καλοκαίρι η Αλεξάνδρα έκανε κανονική ψηφιακή αποτοξίνωση για τρεις ολόκληρους μήνες, κάτι που δεν πίστευε ποτέ ότι θα το καταφέρει. «Στην αρχή ήταν σχεδόν τρομακτικό, αλλά σιγά σιγά το συνήθισα και στο τέλος μού άρεσε. Άκουσα πολλή μουσική, ζωγράφισα, γενικά αισθανόμουν πολύ πιο δημιουργική. Αλλά δεν γίνεται να μην επιστρέψεις. Είναι αδύνατον». Τη ρωτάω αν ξέρει κάποιον στο σχολείο ή στις παρέες της που να μην είναι στα social media. Με κοιτάει με τα γελαστά της μάτια: «Όχι βέβαια! Όλοι είναι εκεί».
Θέλω να επιστρέψω σε αυτό το «βάρος», που για την ίδια είναι το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα της γενιάς της. «Όσο καλοπροαίρετους γονείς κι αν έχεις, στο τέλος της ημέρας είσαι εσύ και ο εαυτός σου και κανένας άλλος, μόνος σου, τελεία και παύλα». Προσπαθώ να την καθησυχάσω ότι η εφηβεία είναι συνυφασμένη με αυτή την αίσθηση συμπαντικής μοναξιάς, αλλά αντιδρά: «Όταν ακούς συνέχεια “έλα, μωρέ, εφηβεία είναι, θα το ξεπεράσει”, κάτι δεν έχει καταλάβει ο άλλος. Προσωπικά εκνευρίζομαι και αισθάνομαι ότι δεν με ακούν πραγματικά».
Μιλάει για το αποτύπωμα της οικονομικής κρίσης σε πολλές οικογένειες και στη συνέχεια για το οικουμενικό χαστούκι της πανδημίας: «Νομίζω στην καραντίνα είχαμε υπερβολικά πολύ χρόνο με τον εαυτό μας κι αυτό δεν μας βγήκε σε καλό. Χάσαμε ένα κομμάτι από τον αυθορμητισμό και την ανεμελιά της ηλικίας». Παρ’ όλα αυτά, συμπληρώνει, υπήρξε και κάτι θετικό από όλη αυτή την παλαβή ιστορία: «Μπορεί να μεγαλώσαμε λίγο πριν από την ώρα μας, αλλά ως γενιά νομίζω ότι επιζητούμε την αλήθεια, σχεδόν ψυχαναγκαστικά. Θέλω να πω κανείς δεν μπορεί να μας ξεγελάσει. Κάτι είναι κι αυτό».