Ένας από τους πιο ρυπογόνους τομείς στον κόσμο είναι η βιομηχανία της ένδυσης καθώς σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), από το σύνολο των ινών που χρησιμοποιούνται για ρούχα, το 87 % καίγεται ή απορρίπτεται σε χωματερή ενώ το μεγαλύτερο μέρος του υφάσματος κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας αργό πετρέλαιο, το οποίο οδηγεί στην απελευθέρωση μεγάλου όγκου πλαστικών μικροϊνών στις λίμνες και τους ωκεανούς. Υπολογίζεται ότι 21 δισεκατομμύρια τόνοι κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων αποστέλλονται σε χωματερές ετησίως λόγω έλλειψης ανακύκλωσης.
Οι τάσεις
Σήμερα, πολλοί κατασκευαστές και καταναλωτές στρέφονται στα βιώσιμα ρούχα αλλά η αγορά αντιμετωπίζει ακόμη πολλές προκλήσεις προκειμένου να ξεκλειδώσει την πόρτα της κυκλικής οικονομίας. Μία από αυτές είναι η έλλειψη τυποποίησης, η οποία μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξη της αγοράς μέσα στην επόμενη δεκαετία ενώ η αλόγιστη ή παραπλανητική χρήση του όρου «πράσινος» και «βιώσιμος» έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των πελατών οι οποίοι έχουν αρχίσει να αξιολογούν με ένα πιο «εκπαιδευμένο» μάτι τα φαινόμενα greenwashing.
Σύμφωνα με την παγκόσμια τράπεζα, ο τομέας της μόδας είναι υπεύθυνος για το 10% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ποσοστό το οποίο υπερβαίνει τις συνδυασμένες εκπομπές από διεθνείς πτήσεις και θαλάσσιες μεταφορές. Με αυτόν τον ρυθμό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στον τομέα θα αυξηθούν περισσότερο από 50% έως το 2030, μια προοπτική που προδιαγράφει ότι η ζήτηση για οικολογικά υλικά θα αυξηθεί σημαντικά και θα ενισχύσει την αγορά κατά την περίοδο 2021-2026.
Σε επίπεδο υλικών, η ζήτηση για δερμάτινα ρούχα Cruelty-Free αναμένεται να σημειώσει σημαντική άνοδο κατά τη διάρκεια του 2021-26, κάτι που οφείλεται στην επιβολή αυστηρών κανονισμών σχετικά με τα δικαιώματα των ζώων και την αυξανόμενη κλίση των πελατών προς τέτοια προϊόντα.
Τα ανακυκλωμένα προϊόντα, αυξάνονται σημαντικά στην παγκόσμια αγορά βιώσιμων ενδυμάτων ενώ οι εταιρείες χρησιμοποιούν ανακυκλωμένα υλικά όπως ο πολυεστέρας καθώς απαιτεί λιγότερη ενέργεια για την παραγωγή του αρχικού υλικού και μειωμένη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα.
Νέες καταναλωτικές συνήθειες και νέα επιχειρηματικά μοντέλα
Η πανδημία επηρέασε την παγκόσμια αγορά βιώσιμης ένδυσης, κυρίως λόγω των περιορισμών στο διεθνές εμπόριο, των διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού και της αιφνίδιας πτώσης της ζήτησης.
Ωστόσο, η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση που ενθαρρύνει πολλούς καταναλωτές να στραφούν σε πιο βιώσιμες και πιο πράσινες επιλογές ενδυμάτων θα επηρεάσει θετικά τον τομέα της μόδας εμπλέκοντας την τεχνολογία και την κυκλική οικονομία.
Η Bettina Heller, υπεύθυνη των σχετικών προγραμμάτων του ΟΗΕ μιλώντας την Παρασκευή στο συνέδριο του Economist στην Αθήνα τόνισε το ρόλο της κυκλικής οικονομίας αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο κλάδος να δημιουργήσει μη γραμμικά επιχειρηματικά μοντέλα. Όπως σημείωσε, «πρέπει να έχουμε υλικά με τη μεγαλύτερη δυνατή αξία και να μην έχουμε ουσιαστικά προϊόντα μιας χρήσης. Η αλυσίδα αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο τις πρώτες ύλες και τις διαδικασίες παραγωγής. Για να περάσουμε σε ένα πιο κυκλικό μοντέλο δεν αρκεί μόνο να σκεφτόμαστε τους μετόχους αλλά και τους καταναλωτές και τη συμπεριφορά τους ενώ πρέπει να συνυπολογίζουμε και τις κυβερνητικές πολιτικές».
Αναφερόμενη στις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του κυκλικού μοντέλου, σημείωσε ότι απαιτούνται ισχυρότερη διακυβέρνηση και πολιτικές, συνεργασία και χρηματοδότηση για καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα, αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες με αξιόπιστες πληροφορίες και μεγαλύτερη διαφάνεια και ιχνηλασιμότητα.
Μεγαλώνει η αγορά της Ευρώπης
H έρευνα “Global Sustainable Clothing Market Research Report: Forecast (2021-2026)” που δημοσιεύθηκε πρόσφατα σημειώνει ότι μέσα στην επόμενη πενταετία, η Ευρώπη θα αποκτήσει το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά βιώσιμων ενδυμάτων. Κύριοι μοχλοί ανάπτυξης της συγκεκριμένης αγοράς θα είναι η αυξανόμενη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, η διεύρυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου και η μεγαλύτερη ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τη βιώσιμη μόδα. Η ισχυρή παρουσία διακεκριμένων εμπορικών σημάτων μόδας όπως είναι οι Zara, H&M, Finisterre και Mango στην περιοχή επηρεάζουν τους καταναλωτές να επιλέξουν βιώσιμα ρούχα τα οποία παράγονται με συγκεκριμένα κριτήρια (όπως η χρήση 100% βιώσιμου υφάσματος, η ανακύκλωση, οι ηθικές πρακτικές κλπ).