Το μεγάλο παράδοξο του 2020 επισημαίνει η Allianz: η παγκόσμια οικονομία «βούλιαξε» στη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση, αλλά η αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων εκτινάχθηκε κατά 9,7%.
Καταθέσεις, μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν αλματωδώς το 2020, την ώρα που η πανδημία βύθιζε την παγκόσμια οικονομία στη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση: αυτό το παράδοξο επισημαίνουν οι αναλυτές του γερμανικού ασφαλιστικού κολοσσού Allianz στην ετήσια έκθεσή τους για τον ιδιωτικό πλούτο (Allianz Global Wealth Report 2021), σημειώνοντας ότι η αξία των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού ξεπέρασε το 2020 για πρώτη φορά το όριο των 200 τρισεκατομμυρίων ευρώ και το 300% του προϊόντος της παγκόσμιας οικονομίας.
«Το 2020 ήταν το έτος των ακραίων αντιθέσεων», τονίζεται στην έκθεση, καθώς «ο νέος ιός Covid-19 κατέστρεψε εκατομμύρια ζωές και μέσα διαβίωσης, βυθίζοντας την παγκόσμια οικονομία στη βαθύτερη ύφεση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Αυτό, όμως, δεν προκάλεσε καταστροφή ιδιωτικού πλούτου. Όπως εξηγείται, «η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική κινητοποίησαν αδιανόητα ποσά για τη στήριξη της οικονομίας, των αγορών και των ανθρώπων και αυτό έγινε με επιτυχία. Τα εισοδήματα σταθεροποιήθηκαν και τα χρηματιστήρια ανέκαμψαν γρήγορα. Με αυτόν τον ούριο άνεμο, ο πλούτος των νοικοκυριών ξεπέρασε την κρίση του Covid-19: Τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά +9,7% το 2020, φθάνοντας για πρώτη φορά το μαγικό όριο των 200 τρισ. ευρώ».
Οι αναλυτές της Allianz επισημαίνουν ένα εξαιρετικά σπάνιο οικονομικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε το 2020. «Η απόκλιση μεταξύ πλούτου και οικονομικής ανάπτυξης σπάνια ήταν τόσο έντονη όσο το 2020. Τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 11,6% περισσότερο από το προϊόν της οικονομίας. Μόνο το 2008, στο αποκορύφωμα της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης, η διαφορά ήταν ανάλογα υψηλή στο 12%, αλλά τότε το πρόσημο ήταν αντίθετο, καθώς τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία συρρικνώθηκαν απότομα, ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ εξακολουθούσε να αυξάνεται (και κατέρρευσε μόνο το επόμενο έτος). Ως αποτέλεσμα, τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία έφθασαν σε ένα ακόμη ορόσημο το 2020: για πρώτη φορά, υπερέβησαν το 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ».
Όσο για τον κορονοϊό, οι αναλυτές της Allianz τονίζουν ότι η δυσμενής επίδρασή του δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο φαινόταν αρχικά («ω, Covid-19, πού είναι το τσίμπημά σου»; διερωτώνται χαρακτηριστικά). «Το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί έντονα το 2021, τροφοδοτούμενο από την εκστρατεία εμβολιασμού που επέτρεψε σε πολλές οικονομίες να ανοίξουν ξανά και (εν μέρει) να επιστρέψουν στην κανονικότητα», τονίζουν. «Επιπλέον, εξακολουθούν να ισχύουν χαλαρές νομισματικές πολιτικές και γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη. Το αποτέλεσμα για τους αποταμιευτές σε όλο τον κόσμο; Εκτός από ενδεχόμενες διορθώσεις των χρηματιστηρίων, το 2021 θα πρέπει να αποδειχθεί μια ακόμη καλή χρονιά για αυτούς, με συνολική αύξηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως περίπου κατά 7%».
Σύμφωνα με την έκθεση της Allianz:
- Τα περιοριστικά μέτρα έφεραν τη δημόσια ζωή σε ακινησία, αλλά ταυτόχρονα μείωσαν δραστικά τις ευκαιρίες κατανάλωσης. Έτσι, γεννήθηκε το παγκόσμιο φαινόμενο της «αναγκαστικής αποταμίευσης». Ως αποτέλεσμα, για πρώτη φορά, οι τραπεζικές καταθέσεις παγκοσμίως –η βασική επιλογή αναγκαστικής αποταμίευσης, δηλαδή απλά να αφήνει κάποιος αναξιοποίητο εισόδημα στον τραπεζικό λογαριασμό– αυξήθηκαν με διψήφιο ρυθμό 11,9%. Η προηγούμενη μέγιστη αύξηση ήταν 8% κατά το έτος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, 2008.
- Εξετάζοντας κατά περιοχές την αύξηση του πλούτου, διαπιστώνεται ότι το 2020 η περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης είχε τη μεγαλύτερη αύξηση (19,1%). Ακολούθησε η Ασία (χωρίς την Ιαπωνία) με 12,7% και η Βόρεια Αμερική με 11,6%. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η Βόρεια Αμερική, η πλουσιότερη περιοχή του κόσμου κατέγραψε ρυθμούς αύξησης του ιδιωτικού πλούτου που θυμίζουν αναδυόμενες αγορές. Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, ωστόσο, σκιαγραφεί μια διαφορετική εικόνα. Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του πληθυσμού και τον πληθωρισμό, η Ασία (χωρίς την Ιαπωνία) είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής αύξησης πλούτου, με τα κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία να έχουν πενταπλασιασθεί κατά μέσο όρο από το 2000. Αυτό είναι δύο φορές πιο γρήγορο από όσο στις δύο άλλες αναδυόμενες περιοχές, την Ανατολική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική.
- Αδιαμφισβήτητος ηγέτης του πλούτου είναι, όμως, οι ΗΠΑ. Τα νοικοκυριά στη Βόρεια Αμερική –δηλαδή, κυρίως στις ΗΠΑ- συνεχίζουν να κατέχουν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών ιδιωτικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο και το μερίδιό τους έχει παραμείνει σταθερό την τελευταία δεκαετία. Αυτή η υπεροχή αντικατοπτρίζεται επίσης στις κατά κεφαλήν απόλυτες αξίες. Στο τέλος του 2020, τα κατά κεφαλήν περιουσιακά στοιχεία ανήλθαν σε 260.580 ευρώ στις ΗΠΑ –δηλαδή 7,2 φορές πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο των 35.970 ευρώ. Ο πλούτος των ΗΠΑ αποσυνδέεται όλο και περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη: Στα 99.270 ευρώ, όχι μόνο ο κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικός πλούτος δεν είναι ούτε το μισό από όσο στις ΗΠΑ, αλλά το χάσμα από τον παγκόσμιο μέσο όρο έχει επίσης μειωθεί από 3,5 φορές το 2000 σε 2,8 το 2020.
Οι μετοχές είναι… όλα τα λεφτά
- Το κλειδί για τη μεγάλη αύξηση των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών των ΗΠΑ βρίσκεται στη δομή του χαρτοφυλακίου τους, δηλαδή στην αποταμιευτική τους συμπεριφορά. Οι αποταμιευτές των ΗΠΑ κατέχουν λίγο λιγότερο από το 55% των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τους με τη μορφή τίτλων, κυρίως μετοχών, και ως εκ τούτου έχουν καταφέρει να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από την άνθηση των χρηματιστηρίων τα τελευταία χρόνια. Στη Δυτική Ευρώπη, όμως, το ποσοστό αυτό είναι λίγο κάτω από το 28% και στην Ιαπωνία μόνο το 16%. Η επιτυχία αυτής της επενδυτικής στρατηγικής μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με σαφήνεια. Κατά την τελευταία πενταετία, η αύξηση της αξίας των τοποθετήσεων σε μετοχές και άλλους τίτλους αντιπροσώπευε το 70% της συνολικής αύξησης των περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ. Για τη Δυτική Ευρώπη, το ποσοστό αυτό είναι 46% και για τη Γερμανία πολύ μέτριο (11%), ενώ στην Ιαπωνία ήταν μόλις 6%.
- Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται, όπως δείχνουν τα στοιχεία για τον ιδιωτικό πλούτο. Από περίπου 780 εκατομμύρια ανθρώπους το 2019 σε περίπου 720 εκατομμύρια ανθρώπους πέρυσι. Αυτό οφείλεται κυρίως στην άνοδο πολλών νοικοκυριών στις ΗΠΑ, όπου περισσότεροι άνθρωποι μπορούν και πάλι να υπολογίζουν τον εαυτό τους ως μέλη της παγκόσμιας ανώτερης τάξης πλούτου, χάρη στην ισχυρή αύξηση κατά 13,6% των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Η μακροπρόθεσμη τάση παραμένει αναλλοίωτη. Από το 2000, η παγκόσμια μεσαία τάξη πλούτου αυξήθηκε περισσότερο από τρεις φορές ταχύτερα από τον συνολικό πληθυσμό. Η παγκόσμια κατηγορία χαμηλού πλούτου, από την άλλη πλευρά, αυξήθηκε μόνο με τη μισή ταχύτητα.
- Το 2020, το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού –περίπου 52 εκατομμύρια άνθρωποι στις υπό εξέταση χώρες, με μέσο καθαρό χρηματοοικονομικό ενεργητικό 250.000 ευρώ– κατέχουν μαζί πάνω από το 84% του συνολικού καθαρού χρηματοοικονομικού πλούτου. Μεταξύ αυτών, το πλουσιότερο 1% –με μέσο καθαρό χρηματοοικονομικό ενεργητικό άνω των 1,2 εκατ. κατέχουν το 41%. Σε πολλές χώρες, το μερίδιο της εθνικής μεσαίας τάξης στον συνολικό εθνικό πλούτο έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2010. Το 2020, το μέσο μερίδιο της μεσαίας τάξης έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το όριο του 40% στο 39%. Σε πολλές πλούσιες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία ή ακόμη και η Γερμανία, καθώς και σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδονησία, η Νότια Αφρική αλλά και η Κίνα, το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη και κάτω από το 30%. Αυτή η σταδιακή εξαφάνιση της μέσης υποδηλώνει μια αυξανόμενη πόλωση της κοινωνίας σε ζητήματα πλούτου που θα μπορούσαν να γίνουν κοινωνικά εκρηκτικά μακροπρόθεσμα.
- Οι αναλυτές της Allianz επισημαίνουν ότι το 2020 επικράτησε ηρεμία στο μέτωπο του χρέους. Παρά τη βαθιά ύφεση, οι αφερεγγυότητες δεν αυξήθηκαν, χάρη σε γενναιόδωρες κοινωνικές μεταβιβάσεις καθώς και αναστολές πληρωμών. Ως αποτέλεσμα, οι παγκόσμιες υποχρεώσεις των νοικοκυριών συνέχισαν να αυξάνονται κατά 5,4% το 2020, περίπου όσο και το 2019 (5,5%). Λόγω της πτώσης του προϊόντος των οικονομιών, όμως, ο δείκτης του παγκόσμιου χρέους (χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ) αυξήθηκε στο 70,3% (2019: 65,5%).